Τι σημαίνει το bolt στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bolt στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bolt στο Αγγλικά.

Η λέξη bolt στο Αγγλικά σημαίνει βίδα, σύρτης, αμπαρώνω, βιδώνω, γίνομαι αστραπή, το σκάω, ορμάω έξω από κτ, τόπι, βέλος, σύρτης, μαραίνομαι, τυλίγω σε τόπι, κάνω τόπι, βιδώνω κτ σε κτ, βιδώνω, χλαπακιάζω, κόφτης, αναπάντεχος, βιδώνω, κεραυνός, με την πλάτη όρθια, εξάρτημα, πρόσθετος, πρόσθετος, κρυψώνα, κοχλίας με κρίκο, βιδοστρίφωνο, σαν αστραπή, ορμώ σαν βολίδα κάπου, μπουλόνι και παξιμάδι, ακέφαλη βίδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bolt

βίδα

noun (fastener with nut)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ned needs two more bolts to repair the garage door.
Ο Νεντ χρειάζεται άλλες δύο βίδες για να φτιάξει την πόρτα του γκαράζ.

σύρτης

noun (lock for door)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This apartment has many safety features, including an intercom system and a bolt on the door.
Αυτό το διαμέρισμα έχει πολλά συστήματα ασφαλείας, στα οποία περιλαμβάνονται ένα σύστημα ενδοσυννενόησης κι ένας σύρτης στην πόρτα.

αμπαρώνω

transitive verb (lock door with a bolt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Remember to bolt the door at night.
Μην ξεχάσεις να αμπαρώσεις την πόρτα το βράδυ.

βιδώνω

transitive verb (attach [sth] with a bolt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Micah bolted the sheet metal to the structure.
Ο Μίκα βίδωσε τη λαμαρίνα στην κατασκευή.

γίνομαι αστραπή

intransitive verb (run off suddenly) (μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The rabbit bolted at the sound of the car door slamming shut.
Ο λαγός έγινε αστραπή μόλις άκουσε τον ήχο της πόρτας του αυτοκινήτου που έκλεισε.

το σκάω

(exit rapidly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lucy left the front door open and her labrador bolted out.
Η Λούσι άφησε ανοιχτή την εξώπορτα και το λαμπραντόρ της το έσκασε.

ορμάω έξω από κτ

verbal expression (exit rapidly)

The spooked horse bolted out of the barn.
Το τρομαγμένο άλογο όρμησε έξω από τον στάβλο.

τόπι

noun (roll: of fabric)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It took two entire bolts of fabric to make the princess's wedding dress.
Χρειάστηκαν δυο ολόκληρα τόπια υφάσματος για το φόρεμα της πριγκίπισσας.

βέλος

noun (arrow)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In classical mythology, anyone struck by a bolt from Cupid's arrow would fall in love.

σύρτης

noun (bar forming part of lock)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Close the door and put the bolt in place.

μαραίνομαι

intransitive verb (horticulture: go to seed) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cilantro bolts quickly in hot weather.

τυλίγω σε τόπι, κάνω τόπι

transitive verb (fabric, etc: make into bolts)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The cloth is bolted at the factory before being delivered to the stores.

βιδώνω κτ σε κτ

(attach [sth] with a bolt)

Ray bolted the shelves securely to the wall.

βιδώνω

phrasal verb, transitive, separable (fasten, secure [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bolt down that metal plate so that it doesn't vibrate.

χλαπακιάζω

phrasal verb, transitive, separable (slang, figurative (eat quickly) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jerry was late for class, so he bolted down his breakfast.

κόφτης

noun (tool for cutting bolts, wires)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αναπάντεχος

noun (figurative ([sth] unexpected)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The accusation of theft was a bolt from the blue.

βιδώνω

(fasten tightly with bolt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κεραυνός

noun (electrical flash)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Zeus is sometimes depicted holding a lightning bolt. A nearby bolt of lightning lit up the sky.

με την πλάτη όρθια

adverb (colloquial (vertically, with straight back)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She sat bolt upright at the sudden sound.

εξάρτημα

noun (figurative (optional extra) (που προσαρτάται με μπουλόνι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πρόσθετος

adjective (figurative (optional, extra)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρόσθετος

adjective (fastens with bolt) (σύνδεση με μπουλόνι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κρυψώνα

noun (mainly UK (hideout, place to escape to)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοχλίας με κρίκο

noun (metal screw with loop)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

βιδοστρίφωνο

noun (type of screw) (είδος βίδας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σαν αστραπή

adverb (moving: fast)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The winning horse shot out of the starting gate like a bolt of lightning.

ορμώ σαν βολίδα κάπου

verbal expression (informal (escape quickly) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The dog made a bolt for the garden gate, but I caught him before he could run out into the road.
Ο σκύλος μ' ένα σάλτο βρέθηκε στην πόρτα του κήπου, αλλά τον έπιασα, προτού βγει στον δρόμο.

μπουλόνι και παξιμάδι

noun (steel fastening)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακέφαλη βίδα

noun (headless bolt)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bolt στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bolt

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.