Τι σημαίνει το board στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης board στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του board στο Αγγλικά.

Η λέξη board στο Αγγλικά σημαίνει σανίδα, τάβλα, σανίδα, πινακίδα, ταμπλό, πίνακας, συμβούλιο, διατροφή, επιβιβάζομαι, μένω, ζω, τοίχος, εξετάσεις, επιβίβαση, είμαι οικότροφος, είμαι εσωτερικός, στέλνω κπ/κτ να μείνει με κπ άλλον, καλύπτω, νομότυπος, νόμιμος, νόμιμα, νομότυπα, γενικής εμβέλειας, παγκόσμιος, γενικός, κοινός, συμβουλευτικό συμβούλιο, ξανά από την αρχή, σοβατεπί, ηλεκτρονικός πίνακας ανακοινώσεων, διατροφή και στέγαση, διατροφή και κατάλυμα, οικογενειακή εστία, βιβλίο με σκληρά φύλλα, επιτραπέζιο παιχνίδι, σύσκεψη, διάσκεψη, συνεδρίαση, διοικητικό συμβούλιο, υπουργείο παιδείας, διοικητικό συμβούλιο, υπουργείο υγείας, επιτροπή αξιολόγησης, εποπτικό συμβούλιο, οργανισμός εμπορίου, διοικητικό συμβούλιο, μαρκαδόρος, απόφαση επιτροπής, αίθουσα συνεδριάσεων, επιφάνεια κοπής, πίνακας ανακοινώσεων, σύστημα πίνακα ανακοινώσεων, πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, σανίδα κοπής, πλακέτα κυκλώματος, κάρτα κυκλώματος, νομισματικό συμβούλιο, σανίδα κοπής, πίνακας αναχωρήσεων, βατήρας καταδύσεων, στρατολογικό γραφείο, πλάκα αποστράγγισης, σκακιέρα, τράπεζα σχεδίασης, συντακτική ομάδα, χάρτινη λίμα, εκτελεστικό συμβούλιο, φορητός πίνακας παρουσιάσεων, χαρτόνι με αφρό πολυεστερίνης, έξαλα, πλήρης κάλυψη διαμονής και διατροφής, ημιδιατροφή, πίνακας ανακοινώσεων, σιδερώστρα, πίνακας ανακοινώσεων, ιστοσελίδα για εύρεση εργασίας, συμμετέχω σε κτ, πίνακας αποτελεσμάτων, πίνακας με μαρκαδόρο, χαρτόνι, πίνακας παρουσίασης, πίνακας ανακοινώσεων, εκτός χρηματιστηρίου, -, σε, μαζί με, συμφωνώ με κτ, ενσωματωμένος, κατατοπίζω, μυώ, πνευματιστική δέλτος, ηλεκτρικός πίνακας, επιτροπή αποφυλάκισης, νοβοπάν, πίνακας, επιτροπή προώθησης, συμβούλιο ελέγχου, στέγαση και σίτιση, σκαλοπάτι, πίνακας διαφημίσεων, σχολική επιτροπή, σοβατεπί, κονσόλα ήχου, καπάκι, φερέφωνο, σαρώνω, παίρνω υπόψιν, παίρνω υπόψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης board

σανίδα

noun (wooden plank)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Somebody put a board over the mud so people could walk on it.
Κάποιος έβαλε μια σανίδα πάνω από τη λασπωμένη επιφάνεια, για να μπορεί να περάσει ο κόσμος.

τάβλα, σανίδα

noun (often plural (wooden rectangle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
During hurricanes, put boards over the windows.
Κατά τη διάρκεια των τυφώνων, τοποθετήστε τάβλες (or: σανίδες) στα παράθυρα.

πινακίδα

noun (stiff card, placard)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The chauffeur held a board with John's name on it.
Ο σοφέρ κρατούσε μια πινακίδα που έγραφε το όνομα του Τζον.

ταμπλό

noun (flat surface for playing a game)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
To win at backgammon, you must be first to remove all your pieces from the board.
Για να νικήσεις στο τάβλι, πρέπει να βγάλεις πρώτος όλα τα πούλια σου από το ταμπλό.

πίνακας

noun (school: writing surface)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Come to the front of the class to write the answers on the board.
Έλα στο μπροστινό μέρος της τάξης για να γράψεις τις απαντήσεις στον πίνακα.

συμβούλιο

noun (management group)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dr. Kimball was just appointed to the board of directors.
Ο Δρ Κίμπαλ μόλις διορίστηκε στο διοικητικό συμβούλιο.

διατροφή

noun (meals with accommodation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The scholarship includes room and board.
Η υποτροφία περιλαμβάνει διαμονή και σίτιση.

επιβιβάζομαι

transitive verb (get on: vehicle, ship, plane) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The Smiths boarded the ship for America.
Οι Σμιθ επιβιβάστηκαν στο πλοίο για την Αμερική.

μένω, ζω

intransitive verb (lodge) (με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jason boarded with a family while at university.
Ο Τζέισον έμενε (or: ζούσε) με μια οικογένεια όσο σπούδαζε στο πανεπιστήμιο.

τοίχος

noun (hockey rink) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The board is closed for repairs, so all hockey games have been rescheduled.

εξετάσεις

plural noun (US (examination)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Medical students must pass the boards before starting to practice.

επιβίβαση

intransitive verb (transport: be boarded)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The plane is going to board in five minutes.
Η επιβίβαση στο αεροπλάνο θα ξεκινήσει σε πέντε λεπτά.

είμαι οικότροφος, είμαι εσωτερικός

intransitive verb (school: be boarding pupil)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
James isn't a day boy, he boards.

στέλνω κπ/κτ να μείνει με κπ άλλον

phrasal verb, transitive, separable (UK (send [sb] to stay with [sb] else)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλύπτω

phrasal verb, transitive, separable (cover temporarily with panels) (με σανίδες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They boarded up the windows before the hurricane arrived.

νομότυπος, νόμιμος

adjective (figurative (honest)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He likes to keep his business dealings aboveboard.

νόμιμα, νομότυπα

adverb (figurative (honestly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Be assured, I always operate aboveboard.

γενικής εμβέλειας

adverb (globally, universally)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

παγκόσμιος, γενικός, κοινός

adjective (global, universal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Across-the-board tax increases hurt the poor far more than the rich.

συμβουλευτικό συμβούλιο

noun (committee that advises [sb])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The advisory board strongly discouraged us from going ahead with it.

ξανά από την αρχή

adverb (figurative, informal (starting over)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σοβατεπί

noun (along base of wall)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When you're vacuuming the room, don't forget the baseboards.

ηλεκτρονικός πίνακας ανακοινώσεων

noun (obsolete, initialism (bulletin board system)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διατροφή και στέγαση, διατροφή και κατάλυμα

noun (living quarters and meals)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οικογενειακή εστία

noun (dated (marital home)

Henry said that what his wife did was no longer his concern, as she had left his bed and board.

βιβλίο με σκληρά φύλλα

noun (with hard pages)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επιτραπέζιο παιχνίδι

noun (game played on flat board)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
We spent all afternoon playing board games because the weather was so bad.
Μιας και ο καιρός ήταν πολύ κακός, περάσαμε όλο το απόγευμα παίζοντας επιτραπέζια.

σύσκεψη, διάσκεψη, συνεδρίαση

noun (meeting of a committee) (συμβουλίου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All directors are requested to attend Friday's board meeting.

διοικητικό συμβούλιο

noun (business: governing committee)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The board of directors must approve any change in the company's constitution.
Το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να εγκρίνει οποιαδήποτε αλλαγή στο καταστατικό της εταιρείας.

υπουργείο παιδείας

noun (schools: administrative body)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The court said that boards of education could not segregate children by race.

διοικητικό συμβούλιο

noun (public institution: managers)

υπουργείο υγείας

noun (US, Can (government health department)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The local board of health can't even give the flu vaccines away!

επιτροπή αξιολόγησης

noun (evaluating committee)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The board of review considers appeals by residents who are unable to pay property taxes.

εποπτικό συμβούλιο

noun (US (local authority)

The county board of supervisors decides on expenditures for rural road maintenance.

οργανισμός εμπορίου

noun (business association)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διοικητικό συμβούλιο

noun (governing committee)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The university's board of trustees approved the rise in tuition fees.

μαρκαδόρος

noun (marker for writing on a whiteboard) (για πίνακα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

απόφαση επιτροπής

noun (committee decision)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αίθουσα συνεδριάσεων

noun (room where committee meets)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The employees have no voice here: all the big decisions are made in the boardroom.

επιφάνεια κοπής

noun (surface for slicing)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Please cut on the breadboard; if you cut right on the countertop, you'll damage the plastic.

πίνακας ανακοινώσεων

noun (for public notices)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
There is a bulletin board at the foot of the stairs where lecturers pin up important information for students. The website has a bulletin board where you can post messages.
Στη βάση της σκάλας υπάρχει ένας πίνακας ανακοινώσεων, όπου οι λέκτορες αναρτούν σημαντικές πληροφορίες για τους φοιτητές. Ο ιστότοπος έχει έναν πίνακα ανακοινώσεων, όπου μπορείς να αναρτήσεις μηνύματα.

σύστημα πίνακα ανακοινώσεων

noun (obsolete (computer: interactive system)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Originally you could only access a bulletin board system over a phone line using a modem.

πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου

noun (head of governing committee)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The chairman of the board oversees strategic planning for the company.

σανίδα κοπής

noun (surface used for chopping food)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you cut raw meat on a chopping board, you should wash it thoroughly before using it for vegetables.

πλακέτα κυκλώματος, κάρτα κυκλώματος

noun (electrical component)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

νομισματικό συμβούλιο

noun (bank that sets exchange rates)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σανίδα κοπής

noun (surface for chopping food)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Don't cut the meat directly on the counter. Please use the cutting board.

πίνακας αναχωρήσεων

noun (transport: panel showing outgoing services)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

βατήρας καταδύσεων

noun (springboard into pool)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
She bounced three times on the diving board before entering the water with a splash.
Αναπήδησε, τρεις φορές, στον βατήρα, προτού βουτήξει με ορμή στο νερό.

στρατολογικό γραφείο

noun (US (military service)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλάκα αποστράγγισης

noun (surface by a sink for draining dishes) (σε νεροχύτη)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σκακιέρα

noun (UK (chequered games board)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τράπεζα σχεδίασης

noun (support for paper)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συντακτική ομάδα

noun (decides content of magazine, etc.)

χάρτινη λίμα

noun (fingernail-filing tool) (για τα νύχια)

I could tell I'd aroused her interest when she laid down her emery board.

εκτελεστικό συμβούλιο

noun (administrative committee)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The executive board of the company voted to increase their own salaries.

φορητός πίνακας παρουσιάσεων

noun (easel for large sheets of paper)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The flip board was set up in the meeting room, but nobody had had the foresight to provide a flip chart to put on it.

χαρτόνι με αφρό πολυεστερίνης

noun (lightweight polystyrene board)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

έξαλα

noun (distance: deck to water)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

πλήρης κάλυψη διαμονής και διατροφής

noun (accommodation: room and meals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Full board costs less than 50 euro per day. Her university scholarship includes full board.
Η πλήρης κάλυψη διαμονής και διατροφής στοιχίζει λιγότερο από 50 ευρώ τη μέρα. Η υποτροφία της στο πανεπιστήμιο περιλαμβάνει πλήρη κάλυψη διαμονής και διατροφής.

ημιδιατροφή

noun (lodging arrangement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We prefer half board to full board because it's less restrictive.

πίνακας ανακοινώσεων

noun (bulletin, display panel)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The train that I wanted to catch was not even shown on the information board.

σιδερώστρα

noun (flat board for pressing clothes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My sister changes the baby's nappy on her ironing board.
Η αδερφή μου αλλάζει την πάνα του μωρού πάνω στη σιδερώστρα της.

πίνακας ανακοινώσεων

noun (noticeboard advertising work vacancies) (για θέσεις εργασίας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιστοσελίδα για εύρεση εργασίας

noun (website advertising work vacancies)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμμετέχω σε κτ

noun (figurative (join [sth])

πίνακας αποτελεσμάτων

noun (scoreboard)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πίνακας με μαρκαδόρο

noun (erasable white- or blackboard) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I will write all the notes on the marker board so you can follow along.

χαρτόνι

noun (heavy cardstock for mounting) (βάση σε κορνίζα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πίνακας παρουσίασης

noun (display used to plan or design [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πίνακας ανακοινώσεων

noun (UK (bulletin board)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Albert posted a "roommate wanted" sign on the noticeboard.

εκτός χρηματιστηρίου

adjective (transaction: not on stock exchange)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

-

adverb (onto or into: transport) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Once everyone has climbed on board, the bus will close its doors.
Όταν επιβιβαστούν όλοι, θα κλείσουν οι πόρτες του λεωφορείου.

σε

adverb (on or in: transport)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
I really enjoyed the food on board the cruise liner.
Μου αρέσει πολύ το φαγητό στο κρουαζιερόπλοιο.

μαζί με

adverb (figurative (working for shared goal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
With you on board, we can make this project a big success!
Με τη συμμετοχή σου, θα κάνουμε αυτό το πρότζεκτ μεγάλη επιτυχία!

συμφωνώ με κτ

(figurative, informal (in agreement, support)

Make sure your whole team is on board with this before you go ahead.
Σιγουρέψω ότι ολόκληρη η ομάδα σου συμφωνεί με αυτό πριν προχωρήσεις.

ενσωματωμένος

adjective (computing: on motherboard) (στην μητρική κάρτα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The device has 8GB of on board memory.
Η συσκευή έχει ενσωματωμένη μνήμη 8 GB.

κατατοπίζω, μυώ

transitive verb (induct: new employee) (νέους υπαλλήλους)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The HR manager explained how the company onboards new employees.

πνευματιστική δέλτος

noun (board used by spiritualists)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Ouija board, which is named after the French and German words for "yes", is used to convey messages from the spirit world.

ηλεκτρικός πίνακας

noun (panel of electrical switches)

επιτροπή αποφυλάκισης

noun (prisoner release)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Jim is due to appear before the parole board in a week's time.

νοβοπάν

noun (construction panel: chipboard)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πίνακας

noun (cardboard or foamboard panel)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επιτροπή προώθησης

noun (group that markets or advertises [sth])

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συμβούλιο ελέγχου

noun (panel: considers a matter)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
If you are not satisfied with the police department's ruling on a complaint, you could appeal to the review board.

στέγαση και σίτιση

noun (rental arrangement: room plus meals)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκαλοπάτι

(historical (automobile)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πίνακας διαφημίσεων

noun (advertising)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

σχολική επιτροπή

noun (education committee) (για ένα σχολείο)

The school board met to decide the district's budget for new classrooms.

σοβατεπί

noun (UK (baseboard)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κονσόλα ήχου

noun (music: mixing console)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καπάκι

noun (literal (resonator in a musical instrument) (έγχορδου μουσικού οργάνου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φερέφωνο

noun (figurative (person whose response is solicited) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σαρώνω

verbal expression (figurative (competition: win all events) (σε διαγωνισμό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίρνω υπόψιν, παίρνω υπόψη

verbal expression (figurative (be receptive) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She wasn't prepared to take my ideas on board.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του board στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του board

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.