Τι σημαίνει το bola στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bola στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bola στο ισπανικά.

Η λέξη bola στο ισπανικά σημαίνει μπάλα, μπάλα, ball, μπολ, απίθανη ιστορία, παρατραβηγμένη ιστορία, γεμάτη κουταλιά, μπάλα, μπάλα, χριστουγεννιάτικη μπάλα, εμετικό σύμπηκτο, μούσι, ιστός, μπάλα του μπόουλινγκ, αλκοολικός, λιώμα, στουπί,φέσι, παράσταση, εμφάνιση, κορύνα, μπουκιά, κορίνα, κορίνα, δεύτερος ρόλος, κορίνα, μικρός ρόλος, τύφλα στο μεθύσι, κορίνα, μείγμα αρωματικών ουσιών συμπιεσμένων σε μορφή μπάλας ή τοποθετημένων σε διάτρητο μεταλλικό δοχείο, φαλακρό κεφάλι, καραφλό κεφάλι, κουβάρι κλωστής, ανάμειξη ναρκωτικών ουσιών, συνήθως κοκαΐνης με ηρωίνη ή μορφίνη, κροκέτα, μπουχέσας, στέλνω, φαλακρός, κουβαριασμένος, αγνόησε το, άστο, αδιαφόρησε, ντάμπλινγκ, dumpling, χιονόμπαλα, βολβός του ματιού, ναφθαλίνη, τριχοπίλημα, γρήγορη μπαλιά, πύρινη σφαίρα, πύρινη μπάλα, μπαλιά με προσποίηση, τσίχλα με τραγανή επικάλυψη, ιχνόσφαιρα, χοντρομπαλάς, τόφαλος, παιδοβούβαλος, λευκή μπάλα, μπάλα από φωτιά, κρυστάλλινη σφαίρα, μπάλα μπιλιάρδου, κουβάρι, μπάλα κροκέ, gutter shot, ψητό κόντρα φιλέτο, χιονόμπαλα, ονίσκος, μπαλιά με φάλτσο, βολή με φάλτσο, λαστιχένια μπάλα, η μπάλα με το νούμερο 8, 1/8 της ουγγιάς, καταψηφίζω, κάνω κτ μπαλάκι, μαραφέτι, πύρινη σφαίρα, κοφτή μπαλιά, μπάλα την οποία έχει φτύσει και υγράνει ο αθλητής, ρουλεμάν, κουζινέτο, μπάλα του μπόουλινγκ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μπερλίνερ, τοποθετώ την μπάλα στον μικρό πάσσαλο, βάζω στην μαύρη λίστα, απορρίπτω, γειώνω, μπάλα του σόφτμπολ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κάτι παραπλανητικό, γρήγορες ρίψεις, μπάλα, μπάλα κατεδάφισης, σφαίρα κατεδάφισης, κάνω slice, χτυπάω στην κορυφή, εκσφενδονίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bola

μπάλα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El cono de helado tenía dos bolas.
Το χωνάκι είχε δύο μπάλες παγωτού.

μπάλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lanzó la bola de bolos tan fuerte como pudo.

ball, μπολ

nombre femenino (άστοχη ρίψη μπέιζμπολ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Bateó tan alto que el umpire cantó bola.

απίθανη ιστορία, παρατραβηγμένη ιστορία

nombre femenino (ES, coloquial)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γεμάτη κουταλιά

(όχι κοφτή)

Nos gustaban sus postres porque siempre nos daba una gran bola de helado.

μπάλα

(medida) (παγωτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bill se tomó una bola de helado de chocolate y otra de vainilla.
Ο Μπιλ πήρε μια μπάλα παγωτό σοκολάτα και μια μπάλα παγωτό βανίλια.

μπάλα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La bola es el círculo de madera con lados chatos que se usa para jugar a los bolos.

χριστουγεννιάτικη μπάλα

(για στολισμό)

εμετικό σύμπηκτο

(ορνιθολογία: άπεπτη τροφή αρπακτικών)

El rehabilitador de vida silvestre examinó las egagrópilas del búho.

μούσι

(coloquial) (αργκό, μτφ: ψέμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ιστός

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπάλα του μπόουλινγκ

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La bola de boliche era tan pesada que creí que me la iba a tirar en los pies.
Η μπάλα του μπόουλινγκ ήταν τόσο βαριά που νόμισα ότι θα την αφήσω να πέσει στα δάχτυλα των ποδιών μου.

αλκοολικός

(ES, peyorativo)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

λιώμα, στουπί,φέσι

(άτομο: μεθυσμένος)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

παράσταση, εμφάνιση

(coloquial, actuación)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La banda de Shaun tuvo un bolo el viernes en el bar.
Η μπάντα του Σων είχε μια εμφάνιση στο μπαρ την Παρασκευή.

κορύνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La pelota tumbó varios bolos.

μπουκιά

nombre masculino (καθομ: μασημένη τροφή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κορίνα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κορίνα

(για μπόουλινγκ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δεύτερος ρόλος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κορίνα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le faltó tirar un bolo para hacer un pleno.

μικρός ρόλος

(AR, figurado)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tengo un bocadillo en la obra, son sólo dos líneas.

τύφλα στο μεθύσι

(ES, coloquial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dave estaba tan ciego el fin de semana pasado que ni siquiera podía completar oraciones.

κορίνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Adam volteó seis pinos con su primera bola.

μείγμα αρωματικών ουσιών συμπιεσμένων σε μορφή μπάλας ή τοποθετημένων σε διάτρητο μεταλλικό δοχείο

(Iστορία: Μεσαίωνας)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φαλακρό κεφάλι, καραφλό κεφάλι

(CR, coloquial)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Pronto se puso un sombrero para que los granizos no le rebotaran en la calva.

κουβάρι κλωστής

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Es difícil tejer si la gata sigue jugando con el ovillo.

ανάμειξη ναρκωτικών ουσιών, συνήθως κοκαΐνης με ηρωίνη ή μορφίνη

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κροκέτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπουχέσας

(peyorativo) (αργκό, μτφ, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στέλνω

(a alguien) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φαλακρός

(humorístico)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κουβαριασμένος

locución adjetiva

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Clive le pegó a Sam con el puño hecho una bola.

αγνόησε το, άστο, αδιαφόρησε

locución verbal (AR, coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No dejés que te moleste, ¡no le des bola!
Μην σε ανησυχεί. Αγνόησε το (or: Άστο)!

ντάμπλινγκ, dumpling

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Andy le agregó algunas bolas de masa hervida a la sopa.
Ο Άντυ πρόσθεσε μερικά ντάμπλινγκ στη σούπα για να την κάνει πιο χορταστικό γεύμα.

χιονόμπαλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una bola de nieve me golpeó en la cara y me rompió los anteojos.
Μια χιονόμπαλα με χτύπησε στο πρόσωπό και μου έριξε τα γυαλιά.

βολβός του ματιού

(ανατομία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El globo ocular humano no es una esfera perfecta.

ναφθαλίνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Antes de guardar la caja con ropa, le pusimos bolas de alcanfor para proteger su contenido.

τριχοπίλημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A veces los gatos tosen bolas de pelo.

γρήγορη μπαλιά

locución nominal femenina (μπέιζμπολ)

πύρινη σφαίρα, πύρινη μπάλα

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μπαλιά με προσποίηση

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τσίχλα με τραγανή επικάλυψη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιχνόσφαιρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χοντρομπαλάς, τόφαλος, παιδοβούβαλος

(coloquial, peyorativo) (καθομ, προσβλ: χοντρός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λευκή μπάλα

(μπιλιάρδο)

En el pool tenés que pegarle a las bolas de color con la bola blanca.

μπάλα από φωτιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Oímos una explosión y luego vimos una gran bola de fuego disparada hacia el cielo.
Ακούσαμε την έκρηξη και έπειτα είδαμε μια μεγάλη μπάλα από φωτιά να ανεβαίνει στον ουρανό. Το βυτιοφόρο προπανίου εξερράγη σε μια μεγάλη μπάλα από φωτιά.

κρυστάλλινη σφαίρα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπάλα μπιλιάρδου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κουβάρι

nombre masculino (μαλλί, κτλ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A mi gatito le gusta jugar con bolas de estambre.

μπάλα κροκέ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Con un golpe certero del mazo, Thelma mandó la bola de croquet a través del aro.

gutter shot

locución nominal femenina (είδος μπαλιάς)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ψητό κόντρα φιλέτο

nombre femenino (Argentina) (μαγειρική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El corte de bola de lomo es ideal para hacerlo al horno con papas.

χιονόμπαλα

(διακοσμητικό αντικείμενο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ονίσκος

nombre masculino (España) (παράσιτο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mira papá, tengo un bicho bola del jardín.

μπαλιά με φάλτσο, βολή με φάλτσο

locución nominal femenina (μπέιζμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λαστιχένια μπάλα

η μπάλα με το νούμερο 8

locución nominal femenina (μπιλιάρδο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

1/8 της ουγγιάς

locución nominal femenina (droga: ocho onzas) (ναρκωτικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καταψηφίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κτ μπαλάκι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Marilyn hizo un bollo con el pedazo de papel y lo tiró al tacho de basura.
Η Μέρλιν έκανε μπαλάκι το χαρτί και το πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων.

μαραφέτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La bola de plástico dentro de la lata de cerveza libera nitrógeno en la cerveza.

πύρινη σφαίρα

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοφτή μπαλιά

(cricket) (στο κρίκετ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπάλα την οποία έχει φτύσει και υγράνει ο αθλητής

locución nominal femenina (béisbol) (μπέιζμπολ: παράβαση)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ρουλεμάν, κουζινέτο

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La bola de metal gira en el centro de la rueda.

μπάλα του μπόουλινγκ

(pequeña)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

La bola con cambio de velocidad del lanzador cruzó el home plate a 20 millas menos por hora que su bola rápida.
Η πιο αργή μπαλιά του ρίπτη ήρθε στην αρχική βάση κατά 20 μίλια την ώρα πιο αργά από τη γρήγορη μπαλιά του.

μπερλίνερ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τοποθετώ την μπάλα στον μικρό πάσσαλο

locución verbal (golf) (γκολφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Scott estaba colocando la bola sobre el soporte cuando oyó un grito que venía del otro extremo del campo de golf.
Ο Σκοτ ετοιμαζόταν για το εναρκτήριο λάκτισμα, όταν άκουσε μια κραυγή από την απέναντι πλευρά του γηπέδου.

βάζω στην μαύρη λίστα

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απορρίπτω, γειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una famosa estrella de cine pasó la noche persiguiéndola, pero ella lo rechazó.
Ένας πολύ γνωστός αστέρας του κινηματογράφου πέρασε όλο το βράδυ κυνηγώντας την, αλλά τον απέρριψε.

μπάλα του σόφτμπολ

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
No duele atrapar una bola de softball sin guantes.
Δεν πονάει να πιάσεις μια μπάλα του σόφτμπολ με γυμνά χέρια.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(béisbol)

κάτι παραπλανητικό

locución nominal femenina (figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γρήγορες ρίψεις

El nuevo jugador no estaba acostumbrado a las bolas rápidas de los lanzadores de las ligas mayores.

μπάλα

(π.χ. για μπόουλιγκ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La bola de boliche es la pelota de madera con lados planos que se usa para jugar a los bolos.

μπάλα κατεδάφισης, σφαίρα κατεδάφισης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάνω slice

(deportes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτυπάω στην κορυφή

(golf, voz inglesa) (μπάλα του γκολφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El golfista topeó la bola hacia el búnker de arena.

εκσφενδονίζω

(béisbol)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jugador lanzó una bola rápida hacia su compañero de equipo.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bola στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.