Τι σημαίνει το bus στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bus στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bus στο Αγγλικά.
Η λέξη bus στο Αγγλικά σημαίνει λεωφορείο, δίαυλος, μεταφέρω, ταξιδεύω με λεωφορείο, ενσωματώνω φυλετικά, καθαρίζω τραπέζια, φέρνω, ελεγκτής εισιτηρίων, οδηγός λεωφορείου, τιμή εισιτηρίου, λεωφορειολωρίδα, εταιρία που εκτελεί δρομολόγια λεωφορείων, δρομολόγιο του λεωφορείου, στάση λεωφορείου, σταθμός λεωφορείων, στάση λεωοφορείου, εισιτήριο λεωφορείου, πρόγραμμα δρομολογίων λεωφορείου, σερβιτόρος, βοηθός σερβιτόρου, με το λεωφορείο, ναυλωμένο λεωφορείο, διώροφο λεωφορείο, διώροφο λεωφορείο, χάνω την ευκαιρία, χάνω το λεωφορείο, τουριστικό λεωφορείο,πούλμαν, σχολικό λεωφορείο, τουριστικό λεωφορείο, τουριστικό λεωφορείο, τρόλεϋ, τρόλεϊ, τρόλεϋ, ενιαίος σειριακός δίαυλος, USB, θαλάσσιο ταξί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bus
λεωφορείοnoun (passenger vehicle) (όχημα, μεταφορικό μέσο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There is a bus leaving for London at three o'clock. Υπάρχει ένα λεωφορείο που φεύγει για το Λονδίνο στις τρεις ακριβώς. |
δίαυλοςnoun (computer: connector) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) This computer has a completely redesigned bus for faster data transfer. Αυτός ο υπολογιστής έχει έναν πλήρως επανασχεδιασμένο δίαυλο για γρηγορότερη μεταφορά δεδομένων. |
μεταφέρω(convey by bus) (κάποιον σε κάτι/κάπου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The kids were bussed to the park for the trip. Τα παιδιά μεταφέρθηκαν με λεωφορείο στο πάρκο για το ταξίδι. |
ταξιδεύω με λεωφορείοintransitive verb (travel by bus) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We bussed into town for the concert. Πήγαμε με λεωφορείο στην πόλη για τη συναυλία. |
ενσωματώνω φυλετικάtransitive verb (US (school: racial integration) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Children were bused to schools outside their own neighborhoods in an effort to desegregate. |
καθαρίζω τραπέζιαtransitive verb (US (restaurant: clean tables) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mark's first job was busing tables at a diner; now he is a chef. |
φέρνωphrasal verb, transitive, separable (bring by bus) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They bussed in the visiting team two hours before the match was due to start. |
ελεγκτής εισιτηρίωνnoun (fare collector on a bus) (σε λεωφορείο) |
οδηγός λεωφορείουnoun ([sb] employed to drive a bus) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The bus driver stopped to pick up a passenger. |
τιμή εισιτηρίουnoun (amount charged for a bus journey) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The bus fare increased from 90p to £1.30 on January 1st. |
λεωφορειολωρίδαnoun (road: lane for buses) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εταιρία που εκτελεί δρομολόγια λεωφορείωνnoun (company that runs buses) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The bus line operates 15 buses and employs 18 drivers. |
δρομολόγιο του λεωφορείουnoun (itinerary of a city bus) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This bus line goes past the hospital and the railway station. The bus route was changed due to road construction. |
στάση λεωφορείουnoun (covered bus stop) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Even though there was a bus shelter I still got soaked to the skin. |
σταθμός λεωφορείωνnoun (coach terminal) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I arrrived at the bus station at 6 o'clock. |
στάση λεωοφορείουnoun (where bus takes on passengers) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Three passengers were waiting at the bus stop. Στη στάση λεωφορείου περίμεναν τρεις επιβάτες. |
εισιτήριο λεωφορείουnoun (ticket: bus ride) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) He lost his bus ticket and ran out of money, so he had to walk home. |
πρόγραμμα δρομολογίων λεωφορείουnoun (schedule: bus times) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) According to the bus timetable, her bus should have arrived at 3:00. |
σερβιτόροςnoun (US (restaurant employee who clears tables) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A busboy is employed to do menial tasks in a restaurant. I mistakenly gave the tip to the bus boy instead of the waitress. |
βοηθός σερβιτόρουnoun (US (assistant waitress) (γυναίκα) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
με το λεωφορείοadverb (travel or transport: on a bus) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Amy usually travels to work by bus. |
ναυλωμένο λεωφορείοnoun (bus hired for private use) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We are going on our company picnic on a chartered bus. |
διώροφο λεωφορείοnoun (colloquial (bus with two levels) |
διώροφο λεωφορείοnoun (bus with two levels) |
χάνω την ευκαιρίαverbal expression (informal, figurative (lose opportunity) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You seriously missed the bus when you didn't ask Jane to the dance. |
χάνω το λεωφορείοverbal expression (fail to catch bus) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I was late to work because I missed the bus. |
τουριστικό λεωφορείο,πούλμανnoun (road transport: bus, coach) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σχολικό λεωφορείοnoun (vehicle transporting schoolchildren) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) School buses are usually painted yellow in the U.S. Τα σχολικά λεωφορεία στις Η.Π.Α. είναι συνήθως βαμμένα κίτρινα. |
τουριστικό λεωφορείοnoun (vehicle used for guided tourist visits) |
τουριστικό λεωφορείοnoun (coach used by a touring group) |
τρόλεϋnoun (vehicle) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τρόλεϊ, τρόλεϋnoun (bus powered by overhead cable) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Bill took the trolleybus into town. |
ενιαίος σειριακός δίαυλοςnoun (USB: standard computer port) (επίσημο) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) The Universal Serial Bus is technology that makes it possible to connect an electronic device to a computer. |
USBnoun (initialism (Universal Serial Bus) Does this device support USB? |
θαλάσσιο ταξίnoun (small passenger boat on canal or river) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bus στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του bus
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.