Τι σημαίνει το bird στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bird στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bird στο Αγγλικά.

Η λέξη bird στο Αγγλικά σημαίνει πουλί, φρούτο, γκόμενα, γκομενίτσα, στενή, κωλοδάχτυλο, φτερό, παρατηρώ τα πουλιά, κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι, νεοσσός, κλουβί, κελάηδισμα, συσκεύη που μιμείται το κελάηδισμα των πουλιών, κυνηγόσκυλο, λαγωνικό, πόιντερ, σέτερ, κουτσουλιά, ταΐστρα, γρίπη των πτηνών, τροφή για πουλιά, πουλί του παραδείσου, στρελίτζια, αρπακτικό πουλί, δαχτυλίδι πτηνών, καταφύγιο πουλιών, καταφύγιο πουλιών, καναβούρι, παρατηρητής πουλιών, παρατήρηση πουλιών, χαζός, που μοιάζει με πουλί, φωλιά πουλιού, εναέρια άποψη, <div>σπίτι πουλιών, σπιτάκι πουλιών</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ.<i> ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου </i>κλπ.)</div>, κόλλα για ξόβεργες, παρατηρώ πουλιά, όρνιο, διδώ, πρωινός τύπος, αυτός που φτάνει πάντα πρώτος, Early Bird, τρώω σαν πουλάκι, κάνω κωλοδάχτυλο σε κπ, ελεύθερο πουλί, φρεγάτα, φτερωτό θήραμα, Struthidea cinerea, αποδημητικό πουλί, μάινα, εξάρτημα σε σχήμα πουλιού για να φεύγει ο ατμός κατά το ψήσιμο, κόκκινο πουλί, σεκοβαρβιτάλη, θαλασσοπούλι, ωδικό πτηνό, το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι, τουί, καλοβατικό πουλί, ερωδιός, υδρόβιο πουλί, πλοκεύς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bird

πουλί

noun (winged animal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Morning brings the sound of birds chirping in the trees.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο πιγκουίνος είναι το μόνο πτηνό που δεν μπορεί να πετάξει.

φρούτο

noun (figurative, informal, US (strange, eccentric person) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That boy with the funny hat sure is a strange bird.

γκόμενα, γκομενίτσα

noun (UK, slang, potentially offensive (young woman) (αργκό, πιθανώς προσβλ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Simon's new bird is absolutely stunning.

στενή

noun (dated, uncountable, UK, slang (prison sentence) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
George is doing bird again. The burglar will definitely be given bird after the trial.

κωλοδάχτυλο

noun (US, slang (vulgar middle-finger gesture) (χειρονομία: χυδαίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The other driver flipped me the bird.

φτερό

noun (US (badminton: shuttlecock) (αθλητισμός: μπάντμιντον)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Swat the bird hard with your badminton racquet.

παρατηρώ τα πουλιά

intransitive verb (watch birds)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Every summer, Allison goes birding in Canada.

κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι

expression (Don't risk what you have.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm told I can do better if I keep looking for opportunities, but I'll stay at this job for now; after all, a bird in the hand is worth two in the bush.

νεοσσός

noun (very young bird)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κλουβί

noun (metal enclosure for a bird) (πουλιού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My pet parrot always chews on the bars of its bird cage.

κελάηδισμα

noun (song of a bird)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συσκεύη που μιμείται το κελάηδισμα των πουλιών

noun (device: mimics birdsong)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κυνηγόσκυλο, λαγωνικό

noun (retriever: used in hunting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πόιντερ, σέτερ

noun (US, informal (dog: pointer, setter) (ράτσα)

κουτσουλιά

noun (excrement of a bird)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I just got my car cleaned, and now there are bird droppings all over it.

ταΐστρα

noun (device: dispenses bird feed)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Squirrels are constantly trying to steal seed from the bird feeder.

γρίπη των πτηνών

noun (colloquial (viral disease: avian influenza)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τροφή για πουλιά

noun (seed for birds to eat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Teresa filled the bird feeder with bird food and hung it from a tree.

πουλί του παραδείσου

noun (tropical bird)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στρελίτζια

noun (flower of genus strelitzia) (λουλούδι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αρπακτικό πουλί

noun (bird: hunts, kills)

δαχτυλίδι πτηνών

noun (band or tag attached to bird's leg)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A bird ring is used as an identification device in the annual bird census.

καταφύγιο πουλιών

noun (permanent shelter for birds)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καταφύγιο πουλιών

noun (US (habitat reserved for birds)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καναβούρι

noun (grain fed to birds)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rita put some bird seed on the bird table.

παρατηρητής πουλιών

noun (hobbyist who observes wild birds)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Charles is an avid bird watcher; he even has a telescope set up in the dining room.

παρατήρηση πουλιών

noun (observing wild birds)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Bird-watching is a very popular pastime in the UK.
Η παρατήρηση πουλιών είναι ένα πολύ δημοφιλές χόμπι στο ΗΒ.

χαζός

adjective (stupid, not intelligent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που μοιάζει με πουλί

adjective (resembling a bird)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φωλιά πουλιού

noun (structure built by a bird)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a bird's nest built in the tree outside my house.

εναέρια άποψη

noun (view from above)

I got a bird's-eye view of the Atlantic as my plane flew over it.

<div>σπίτι πουλιών, σπιτάκι πουλιών</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ.<i> ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου </i>κλπ.)</div>

noun (to feed, shelter birds)

κόλλα για ξόβεργες

noun (for catching birds) (κυνήγι πουλιών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παρατηρώ πουλιά

intransitive verb (observe birds) (ως χόμπυ)

όρνιο

noun (bird: eats corpses)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The vulture is a carrion bird.

διδώ

noun (extinct bird) (πουλί)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dodo was a bird that was unable to fly.

πρωινός τύπος

noun (figurative ([sb] who wakes up early)

My husband's an early bird, but I find it hard to get out of bed in the morning.

αυτός που φτάνει πάντα πρώτος

noun ([sb] arriving before others)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Early Bird

proper noun (satellite) (τεχνητός δορυφόρος)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τρώω σαν πουλάκι

verbal expression (figurative (consume little or in small amounts) (μεταφορικά)

No wonder she's so skinny, she eats like a bird!

κάνω κωλοδάχτυλο σε κπ

verbal expression (US, slang (make vulgar middle-finger gesture) (καθομ, χυδαίο, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελεύθερο πουλί

adjective (informal (really free)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When this school year is over, I'll be free as a bird.

φρεγάτα

noun (seabird) (πτηνό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φτερωτό θήραμα

noun (wild bird: hunted)

Henry enjoyed hunting game birds such as woodcock, partridge and pheasant.

Struthidea cinerea

noun (UK (crowlike bird) (επίσημο: πτηνό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αποδημητικό πουλί

noun (bird that makes a seasonal journey)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The swallow is a migratory bird that flies to warmer climes in the winter.

μάινα

noun (bird: imitates speech)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξάρτημα σε σχήμα πουλιού για να φεύγει ο ατμός κατά το ψήσιμο

noun (kitchen gadget to vent steam)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κόκκινο πουλί

noun (US (bird with red plumage)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σεκοβαρβιτάλη

noun (US, slang (capsule of drug: secobarbital) (ναρκωτικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θαλασσοπούλι

noun (bird inhabiting marine areas)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
As the boys approached the beach, they could hear seabirds calling.

ωδικό πτηνό

noun (bird with tuneful call)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aaron was content to listen to songbirds all afternoon.

το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι

expression (figurative (start work early to be successful) (αγγλισμός, γλωσσικά αποδεκτός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τουί

noun (NZ songbird)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

καλοβατικό πουλί

noun (water bird)

Waders live on the coast or in surrounding wetlands.

ερωδιός

noun (long-legged bird that lives in water) (πτηνός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The flamingo is a very beautiful wading bird.

υδρόβιο πουλί

noun (bird: aquatic)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πλοκεύς

noun (bird) (πουλί, επίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Weavers make their nests in groups and live communally.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bird στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bird

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.