Τι σημαίνει το roupa στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης roupa στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του roupa στο πορτογαλικά.

Η λέξη roupa στο πορτογαλικά σημαίνει ρούχο, σύνολο, συνολάκι, ντύσιμο, βρακί, ρούχα, ρούχο, ντύσιμο, ρούχα, γυμνός, ντουλάπα, εσώρουχα, ξεντύνομαι, ξεντύνομαι, γκαρνταρόμπα, βγάζω, ξεντύνομαι, βγάζω τα ρούχα μου, συρταριέρα, σιφονιέρα, γκαρνταρόμπα, κοντινός, με ιατρική μπλούζα, εξ επαφής, εξ επαφής, άπλυτα, σεντόνια, λευκά είδη, εσώρουχο, μπουγάδα, εσώρουχο, αντρικά ρούχα, εμβλήματα, διακριτικά αξιώματος, στολή αστροναύτη, αθλητικά είδη, πλεχτός, μαγιό, πανωφόρι, ρούχα παραλίας, καθημερινό ντύσιμο, ρούχα ύπνου, πιτζάμα, πιζάμα, πυτζάμα, πυζάμα, στολή για χιόνια, καταδυτική στολή, ένδυμα, σεντόνια, σκεπάσματα, παιδικά ρούχα, επίσημο ένδυμα, σιδερώστρα, ανδρικά ενδύματα, μεταχειρισμένα ρούχα, ρούχα από δεύτερο χέρι, στολή αστροναύτη, επίσημο ένδυμα, προστατευτική στολή για χημικά, προστατευτική στολή για χημικές ουσίες, κοστούμι καουμπόι, τζιν ρούχα, επώνυμη μάρκα, άπλυτα, μαλακτικό, αθλητικά ρούχα, ρούχα για το χιόνι, στολή εμβαπτίσεως, λευκά είδη, όπως με γέννησε η μάνα μου, που αφήνει ακάλυπτα τα οπίσθια, πλύντης, εσώρουχα, στρωσίδια, πιτζάμες, πιζάμες, εσώρουχα, ρούχα από δεύτερο χέρι, μαγιό, επώνυμα ρούχα, μαύρα, είμαι ξεβράκωτος, πλένω, ρίχνω πάνω μου, μεταχειρισμένος, ντουλάπι για σεντόνια και πετσέτες, ντουλάπι για σεντόνια και πετσέτες, παιδική στολή ιστιοπλοΐας, τα άπλυτα, ρούχο ή παπούτσι χωρίς κούμπωμα, βάζω τα καλά μου, εξ επαφής, πρόβα, μαγιό, ντύσιμο, άπλυτα, μπουγάδα, πλύσιμο ρούχων, λευκά, εσώρουχο, ένδυμα, επιστροφή στο σπίτι σου φορώντας τα ίδια ρούχα με χθες το βράδυ μετά από σεξουαλική περιπέτεια, σιδερώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης roupa

ρούχο

(peça de roupa)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O ateliê enfeita todos os tipos de roupas com logos e desenhos.
Το μαγαζί διακοσμεί κάθε είδος ρούχων με λογότυπα και σχέδια.

σύνολο, συνολάκι, ντύσιμο

substantivo feminino (roupas)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rachel está comprando para si uma nova roupa para o feriado.
Η Ρέιτσελ θα αγοράσει ένα καινούριο συνολάκι για τις διακοπές της.

βρακί

substantivo feminino (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Não posso festejar hoje à noite; Não tenho roupa para usar! O streaker não estava usando uma peça de roupa quando ele cruzou correndo o campo de futebol.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν μπορώ να πάω στο πάρτι το βράδυ· δεν έχω ούτε βρακί να βάλω! Ο εισβολέας δε φορούσε ούτε βρακί πάνω του όταν άρχισε να τρέχει μέσα στο γήπεδο.

ρούχα

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ei! Veja minhas roupas! Elas são novas!

ρούχο

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Barbara colocou suas melhores roupas e saiu para a cidade.

ντύσιμο

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρούχα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

γυμνός

(nu, pelado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ντουλάπα

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Daphne tirou seu vestido e o pendurou no guarda-roupa.
Η Δάφνη έβγαλε το φόρεμά της και το κρέμασε στην ντουλάπα.

εσώρουχα

(roupa íntima feminina) (γυναικεία)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ξεντύνομαι

(tirar a roupa)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεντύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γκαρνταρόμπα

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peter está cansado de suas roupas e decidiu comprar um guarda-roupa todo novo.
Ο Πίτερ βαρέθηκε τα ρούχα του και αποφάσισε να πάει για ψώνια για να ανανεώσει εξ' ολοκλήρου την γκαρνταρόμπα του.

βγάζω

(τα ρούχα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεντύνομαι, βγάζω τα ρούχα μου

(retirar as roupas)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συρταριέρα, σιφονιέρα

(BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A caixa de joias da mamãe sempre fica na parte de cima da cômoda dela.
Το κουτί με τα κοσμήματα της μαμάς ήταν πάντα πάνω στη συρταριέρα της.

γκαρνταρόμπα

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοντινός

locução adjetiva (figurativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ήταν μια κοντινή βολή, ο αστυνόμος ήταν αδύνατον να αστοχήσει.

με ιατρική μπλούζα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξ επαφής

advérbio (πυροβολισμός)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

εξ επαφής

locução adverbial (tiro: em alvo próximo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Τον πυροβόλησε εξ επαφής και σκοτώθηκε ακαριαία.

άπλυτα

(ρούχα για πλύσιμο)

Põe as tuas roupas para lavar no cesto de roupa suja.
Βάλε τα άπλυτά σου σου στο καλάθι.

σεντόνια

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

λευκά είδη

Tom trocou sua roupa de cama.
Ο Τομ άλλαξε τα σεντόνια στο κρεββάτι του.

εσώρουχο

(BRA) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ο Τιμ ντύθηκε φορώντας το εσώρουχό του και μετά το τζιν και το μπλουζάκι του.

μπουγάδα

locução verbal (ρούχα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu não tenho tempo de lavar roupa de manhã.
Δεν έχω χρόνο για μπουγάδα σήμερα το πρωί.

εσώρουχο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντρικά ρούχα

Το τμήμα με τα αντρικά ρούχα βρίσκεται στον δεύτερο όροφο του καταστήματος.

εμβλήματα, διακριτικά αξιώματος

(roupas suntuosas)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

στολή αστροναύτη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αθλητικά είδη

(roupa utilizada por atletas)

πλεχτός

(για ρούχα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαγιό

(traje de banho)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πανωφόρι

(para usar ao ar livre)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρούχα παραλίας

καθημερινό ντύσιμο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ρούχα ύπνου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πιτζάμα, πιζάμα, πυτζάμα, πυζάμα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στολή για χιόνια

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καταδυτική στολή

substantivo feminino (για καταδύσεις)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
A polícia vestiu roupas de mergulho para procurar pela vítima no rio da cidade.
Οι αστυνομικοί φόρεσαν τις καταδυτικές στολές τους για να αναζητήσουν το θύμα μέσα στο παγωμένο ποτάμι.

ένδυμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σεντόνια, σκεπάσματα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

παιδικά ρούχα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

επίσημο ένδυμα

(roupa exigida em certos eventos formais)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σιδερώστρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η αδερφή μου αλλάζει την πάνα του μωρού πάνω στη σιδερώστρα της.

ανδρικά ενδύματα

substantivo feminino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταχειρισμένα ρούχα, ρούχα από δεύτερο χέρι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στολή αστροναύτη

(vestimenta usada por astronauta)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επίσημο ένδυμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προστατευτική στολή για χημικά, προστατευτική στολή για χημικές ουσίες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοστούμι καουμπόι

(για μεταμφίεση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τζιν ρούχα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Τα τζιν ρούχα ήταν πολύ δημοφιλή κατά τη δεκαετία του '80.

επώνυμη μάρκα

άπλυτα

μαλακτικό

αθλητικά ρούχα

As crianças trazem suas roupas esportivas para a escola em uma sacola.

ρούχα για το χιόνι

substantivo feminino (vestimentas usadas em frio extremo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στολή εμβαπτίσεως

substantivo feminino (roupa à prova d'água para mergulhadores)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λευκά είδη

όπως με γέννησε η μάνα μου

expressão (figurado, estar nu) (καθομιλουμένη: κάνω κάτι)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
«Τι φοράς όταν κοιμάσαι;» «Κοιμάμαι όπως με γέννησε η μάνα μου».

που αφήνει ακάλυπτα τα οπίσθια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλύντης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εσώρουχα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

στρωσίδια

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

πιτζάμες, πιζάμες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

εσώρουχα

(γυναικεία ή κοριτσίστικα)

ρούχα από δεύτερο χέρι

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μαγιό

(αντρικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

επώνυμα ρούχα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

μαύρα

(ως ένδειξη πένθους)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

είμαι ξεβράκωτος

(καθομιλουμένη)

πλένω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω πάνω μου

(roupa: colocar apressadamente) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταχειρισμένος

substantivo feminino

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ντουλάπι για σεντόνια και πετσέτες

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ντουλάπι για σεντόνια και πετσέτες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παιδική στολή ιστιοπλοΐας

substantivo feminino (de criança)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τα άπλυτα

(μεταφορικά: προσωπικές υποθέσεις)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Είναι αγένεια να βγάζεις στη φόρα τα άπλυτα του άλλου.

ρούχο ή παπούτσι χωρίς κούμπωμα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βάζω τα καλά μου

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Para aqueles que não querem vestir roupa formal, o restaurante tem um código de vestimenta casual.
Για όσους δεν θέλουν να βάλουν τα καλά τους το εστιατόριο κάνει αποδεκτή την καθημερινή ενδυμασία.

εξ επαφής

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρόβα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sarah está fazendo seu vestido de casamento sob medida e ela tem uma prova de roupa na próxima semana.
Η Σάρα φτιάχνει το νυφικό της κατά παραγγελία και έχει πρόβα την επόμενη εβδομάδα.

μαγιό

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ντύσιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ela está horrível nessa roupa anos 60.
Δείχνει χάλια μ' αυτό το ντύσιμο.

άπλυτα

Sua camisa está na roupa para lavar.

μπουγάδα

substantivo feminino (roupa limpa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela pendurou a roupa lavada no varal.

πλύσιμο ρούχων

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Uma lavagem de roupa irá limpar este kit de rugby lamacento.

λευκά

εσώρουχο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Você viu as roupas íntimas dela no varal? Tudo vermelho e de seda!

ένδυμα

(λόγιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επιστροφή στο σπίτι σου φορώντας τα ίδια ρούχα με χθες το βράδυ μετά από σεξουαλική περιπέτεια

expressão

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σιδερώνω

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você sabe passar roupa?

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του roupa στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του roupa

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.