Τι σημαίνει το campaña στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης campaña στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του campaña στο ισπανικά.

Η λέξη campaña στο ισπανικά σημαίνει καμπάνα, απορροφητήρας, καμπάνια, εκστρατεία, καμπάνια, κουδούνι, κουδούνι, γυάλινο κάλυμμα για φυτά, πάθος για κτ, εκστρατεία, απόπειρα, προσπάθεια, κόρνα, επαρχία, καμπάνα, καμπάνα, καταδυτικός κώδωνας, διεξάγω καμπάνια, διεξάγω εκστρατεία, κάνω εκστρατεία για κτ, διεξάγω καμπάνια για κτ, κάνω εκστρατεία κατά, διεξάγω καμπάνια κατά, εκστρατεία, φορσυθία, καμπάνα, γλυτώνω στο παρά τρίχα, ψηφοθηρία, τούμπα, ψηφοθήρας, καπέλο κλος, που περιοδεύει, στολή εκστρατείας, μαγειρείο, προεκλογική διαδικασία, εκστρατεία σπίλωσης, εκστρατεία λασπολογίας, εκστρατεία δυσφήμισης, διαφημιστική εκστρατεία, στρατιωτικές επιχειρήσεις, πολιτική εκστρατεία, εκστρατεία, καμπάνια πωλήσεων, κάδος ανακύκλωσης, αιμοδοσία, απορροφητήρας χημικών αναθυμιάσεων, απαγωγός χημικών αναθυμιάσεων, διαχείριση της αφοσίωσης του πελάτη, διαχείριση της εμπιστοσύνης του πελάτη, προεκλογική εκστρατεία, νοσοκομείο εκστρατείας, απαγωγός, λασπολογία, κιτρινολογία, απορροφητήρας, προπαγανδιστική καμπάνια, προπαγανδιστική εκστρατεία, απορροφητήρας, σκηνή 2 ατόμων, περιοδεία στην επαρχεία, τζιν καμπάνα, παντελόνι τζιν καμπάνα, υπογράφω αίτηση, κάνω μια καμπάνια, μαζεύω, συγκεντρώνω, συμμετέχω σε προεκλογική εκστρατεία, περιοδεύω, σειρήνα, πολιτικός σύμβουλος, απευθείας χρηματοδότηση πολιτικής εκστρατείας, ζητάω, ζητώ, καμπάνα του εσπερινού, καμπάνα, πασχίζω για κτ, κάνω εκστρατεία για κτ, κάνω εκστρατεία ενάντια σε κτ, κωδωνοειδής καμπύλη, γυάλινο κάλυμμα, διαφημιστική καμπάνια, περιοδεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης campaña

καμπάνα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El padre Brown dejará que Alistair toque la campana el próximo domingo antes de misa.
Ο Πατέρας Μπράουν θα αφήσει τον Άλιστερ να χτυπήσει την καμπάνα την επόμενη Κυριακή πριν την εκκλησία.

απορροφητήρας

(horno)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La campana de la casa de Ken se rompió y está todo lleno de un humo grasiento.
Ο απορροφητήρας χάλασε στο σπίτι του Κεν και όλος ο τόπος είχε γεμίσει με βρωμερό καπνό.

καμπάνια

nombre femenino (política) (πολιτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si la campaña va bien, ganaremos.
Αν η καμπάνια πάει καλά θα νικήσουμε.

εκστρατεία

nombre femenino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La campaña por la prohibición de las minas antipersona fue un éxito.
Η εκστρατεία για την απαγόρευση των ναρκών ήταν επιτυχημένη.

καμπάνια

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nuestra empresa lanzará una nueva campaña en primavera.
Η εταιρεία μας θα ξεκινήσει μια νέα διαφημιστική εκστρατεία την άνοιξη.

κουδούνι

(σχολείο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los alumnos saltaron de sus asientos nada más oír el timbre.
Οι μαθητές πήδηξαν από τις θέσεις τους στον ήχο του κουδουνιού.

κουδούνι

nombre femenino (escuela) (σχολείου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cuando suena la campana de las 8, los alumnos deben estar sentados en sus pupitres.

γυάλινο κάλυμμα για φυτά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάθος για κτ

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκστρατεία

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La campaña de recolección de fondos de primavera fue muy satisfactoria.

απόπειρα, προσπάθεια

locución verbal

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La campaña del candidato para obtener una banca en el Senado fue exitosa.

κόρνα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επαρχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
William sufrió el choque cultural cuando se mudó a las provincias.
Ο Ουίλλιαμ υπέστη πολιτιστικό σοκ όταν μετακόμισε στην επαρχία.

καμπάνα

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

καμπάνα

(pantalón) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

καταδυτικός κώδωνας

locución nominal femenina

διεξάγω καμπάνια, διεξάγω εκστρατεία

locución verbal (πολιτική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El político hizo una fuerte campaña para conseguir un escaño de Senador.
Ο πολιτικός διεξήγαγε σκληρή καμπάνια για τη θέση του γερουσιαστή.

κάνω εκστρατεία για κτ, διεξάγω καμπάνια για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las mujeres hicieron campaña por el derecho al voto.
Γυναίκες διαδήλωναν για το δικαίωμα ψήφου τους.

κάνω εκστρατεία κατά, διεξάγω καμπάνια κατά

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los abolicionistas hicieron campaña en contra del comercio de esclavos.
Οι υπέρμαχοι της κατάργησης της δουλείας διαδήλωναν κατά του εμπορίου σκλάβων.

εκστρατεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ganamos la guerra gracias a una brillante campaña militar.
Κερδίσαμε τον πόλεμο χάρη στην εξαιρετικά σχεδιασμένη εκστρατεία μάχης.

φορσυθία

(flor) (φυτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi casa es la que tiene muchas forsitias junto a la acera.

καμπάνα

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Brenda lleva puesta una blusa morada y unos pantalones de campana.
Η Μπρέντα φοράει μωβ μπλούζα και παντελόνι καμπάνα.

γλυτώνω στο παρά τρίχα

locución adjetiva (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψηφοθηρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τούμπα

(AR, CL, UY) (ακροβατική φιγούρα)

El niño hizo una vuelta carnero y después una vuelta lateral.

ψηφοθήρας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καπέλο κλος

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

που περιοδεύει

(σε αγροτική περιοχή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στολή εκστρατείας

(στρατιώτες, πολεμιστες)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μαγειρείο

(υπαίθριο ή προσωρινό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προεκλογική διαδικασία

locución nominal femenina (συνολικά)

εκστρατεία σπίλωσης, εκστρατεία λασπολογίας, εκστρατεία δυσφήμισης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Sus opositores políticos estaban montando una campaña de desprestigio en su contra. La campaña de desprestigio lo acusaba de recibir dinero de los criminales.

διαφημιστική εκστρατεία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La campaña publicitaria de Obama fue un éxito.

στρατιωτικές επιχειρήσεις

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La batalla se consideró el punto crucial de la campaña militar.

πολιτική εκστρατεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La campaña política del candidato empezó dos años antes de las elecciones.

εκστρατεία, καμπάνια πωλήσεων

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La empresa contrató a una agencia de publicidad para diseñar su campaña de ventas.

κάδος ανακύκλωσης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Llévate los periódicos viejos a la papelera de reciclaje.
Πάρε και πέταξε τις παλιές εφημερίδες στον κάδο ανακύκλωσης.

αιμοδοσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απορροφητήρας χημικών αναθυμιάσεων, απαγωγός χημικών αναθυμιάσεων

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαχείριση της αφοσίωσης του πελάτη, διαχείριση της εμπιστοσύνης του πελάτη

locución nominal femenina (μάρκετινγκ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προεκλογική εκστρατεία

νοσοκομείο εκστρατείας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Pusieron un hospital de campaña cerca de la pelea.

απαγωγός

locución nominal femenina (εργαστήριο: αερισμός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λασπολογία, κιτρινολογία

nombre femenino (política)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La oposición montó una campaña sucia para desacreditarlo.

απορροφητήρας

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προπαγανδιστική καμπάνια, προπαγανδιστική εκστρατεία

nombre femenino (πολιτική)

Comenzaron a desplegar su campaña política a lo largo de todo el país.

απορροφητήρας

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Si vas a hacer la carne a la plancha, enciende la campana extractora. Si no, la cocina se te llena de humo.

σκηνή 2 ατόμων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περιοδεία στην επαρχεία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La campaña electoral por zonas rurales llevó a la candidata a diez pequeñas ciudades en varios días.

τζιν καμπάνα, παντελόνι τζιν καμπάνα

(φαρδιά μπατζάκια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Este año volvió la moda de los jeans acampanados.

υπογράφω αίτηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me pidieron que firmara una petición contra eso, pero me negué.

κάνω μια καμπάνια

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαζεύω, συγκεντρώνω

locución verbal (ψήφους)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los vendedores hicieron campaña por todo el vecindario para medir el interés en los nuevos servicios de Internet.

συμμετέχω σε προεκλογική εκστρατεία

locución verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

περιοδεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El político hizo campaña electoral por las zonas rurales del los estados del medio oeste durante el verano.

σειρήνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολιτικός σύμβουλος

nombre masculino

Los asesores de campaña son ante todo asesores de imagen.

απευθείας χρηματοδότηση πολιτικής εκστρατείας

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ζητάω, ζητώ

(ψήφο από κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un estafador ha estado haciendo campaña con personas mayores y las engañó para que pagaran miles de dólares.

καμπάνα του εσπερινού

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καμπάνα

(μεταφορικά: ρούχο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Kate se compró un par de pantalones acampanados en rebaja.
Η Κέιτ αγόρασε ένα παντελόνι καμπάνα στις εκπτώσεις.

πασχίζω για κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω εκστρατεία για κτ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El grupo de defensores de animales está haciendo campaña a favor de mejores condiciones en los refugios.

κάνω εκστρατεία ενάντια σε κτ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siempre está haciendo campaña contra la injusticia, donde sea que la encuentre.

κωδωνοειδής καμπύλη

locución nominal femenina

γυάλινο κάλυμμα

διαφημιστική καμπάνια

La compañía está preparando una campaña publicitaria para el nuevo producto.

περιοδεύω

(πολιτική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El candidato hizo campaña por su distrito en busca de votos.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του campaña στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του campaña

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.