Τι σημαίνει το casi στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης casi στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του casi στο ισπανικά.

Η λέξη casi στο ισπανικά σημαίνει σχεδόν, σχεδόν, παραλίγο, κατά προσέγγιση, περίπου, σχεδόν, σχεδόν, παρά λίγο να κάνω κτ, λίγο κάτω από, λίγο λιγότερο από, αρκετά κοντά, πάνω κάτω, στο περίπου, σχεδόν, σχεδόν, οριακά, σχεδόν, σχεδόν, περίπου, σχεδόν, σχεδόν, σχεδόν, περίπου, σχεδόν, παραλίγο να κάνω κτ, σχεδόν, σχεδόν, σχεδόν, με μικρή διαφορά, περίπου, πάνω κάτω, περίπου, σκάρτος, όχι ιδιαιτέρως, όχι ιδιαίτερα, όχι πολύ, σχεδόν, σχεδόν, σπάνια, χωρίς πολύ κόσμο, αραιοκατοικημένος, ελάχιστοι, εξασθενημένος, αδύναμος, σχεδόν αδύνατον, σχεδόν ίδιος, σχεδόν έτοιμος, σχεδόν σίγουρος, που έχει σχεδόν τελειώσει, σχεδόν αδύνατος, αρκετά καινούριος, σχεδόν ποτέ, σχεδόν παντού, πάμφθηνα, τζάμπα, σε γενικές γραμμές, αραιά, σπάνια, σποραδικά, σχεδόν ποτέ, σχεδόν πάντα, σχεδόν ποτέ, τις περισσότερες φορές, πάμφθηνα, τζάμπα, παραλίγο, παρά λίγο, ελάχιστος, παραμικρή ελπίδα, βαθμός λίγο κάτω από τη βάση, βαθμολογία λίγο κάτω από τη βάση, σχεδόν τίποτα, πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος, όχι καλοψημμένος, αρκετά κοντά έτσι ώστε, ελάχιστος, στη συντριπτική πλειοψηφία, σχεδόν, δελεαστικά, σαρκική απόλαυση, παραλίγο επιτυχής βολή, στην πλειοψηφία, βλέπω με δυσκολία, έχω σχεδόν ξεπεράσει κτ, έχω σχεδόν συνέλθει από κτ, παραλίγο, σχεδόν κάνω κάτι, παραλίγο να κάνω κάτι, που πεθαίνει, που σβήνει, παραλίγο επιτυχής, σχετικά ακριβής, σπάνια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης casi

σχεδόν

adverbio (περίπου)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Casi había llegado a su casa cuando se le averió el coche.
Ήταν σχεδόν σπίτι όταν χάλασε το αυτοκίνητο.

σχεδόν

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Las entradas están casi agotadas, sólo queda una sin vender.
Έχει μείνει ένα εισιτήριο - σχεδόν ξεπουλήσαμε.

παραλίγο

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Casi olvido cerrar la puerta con llave.

κατά προσέγγιση, περίπου

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σχεδόν

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σχεδόν

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

παρά λίγο να κάνω κτ

Ten cuidado con ese bastón. ¡Casi me sacas un ojo!
Πρόσεχε με το ραβδί! Σχεδόν μου έβγαλες το μάτι!

λίγο κάτω από, λίγο λιγότερο από

adverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El barril de petróleo está casi los $50.

αρκετά κοντά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Casi machacaron al equipo contrario.

πάνω κάτω, στο περίπου

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He trabajado toda la noche en el cuadro y está casi terminado.

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No vale casi nada en esa condición.
Δεν αξίζει σχεδόν τίποτα σ' αυτήν την κατάσταση.

σχεδόν, οριακά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La lluvia casi ha terminado ya.
Η βροχή έχει σχεδόν τελειώσει τώρα.

σχεδόν, περίπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tú y yo tenemos casi la misma altura.

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Casi todos ellos están en casa por la tarde.
Σχεδόν όλοι τους είναι στο σπίτι το βράδυ.

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hace casi cinco años que no veo a mi amigo.

σχεδόν

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Son casi las seis.
Κοντεύει έξι η ώρα.

περίπου, σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

παραλίγο να κάνω κτ

expresión

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El niño casi se congela.

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
David es cuasi miembro del grupo, no tiene derecho a votar.

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Prácticamente hemos terminado el proyecto.
Έχουμε σχεδόν τελειώσει το έργο.

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¡Ya no me puedes castigar, mamá! ¡Tengo prácticamente dieciocho años!

με μικρή διαφορά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
El corredor venció a su oponente por poco.

περίπου, πάνω κάτω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Creo que eso más o menos lo cubre, así que dejemos la discusión.

περίπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"¿Es ese tu novio?" "Algo así, es complicado."
«Είναι το αγόρι σου;» «Περίπου, είναι λίγο περίπλοκο.»

σκάρτος

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Añade un poco menos de medio litro de agua al resto de ingredientes.
Πρόσθεσε κάτι λιγότερο από ένα τέταρτο της πίντας νερό στα υπόλοιπα υλικά.

όχι ιδιαιτέρως, όχι ιδιαίτερα, όχι πολύ

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Me inclino poco por aceptar su oferta.
Ελάχιστα με ενδιαφέρει να αποδεχτώ την προσφορά σου.

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Era cerca de medianoche cuando llegaron.

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Jim apenas visita a sus padres.
Ο Τζιμ δεν επισκέπτεται σχεδόν ποτέ τους γονείς του.

σπάνια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
John trabaja por su cuenta y raramente toma vacaciones.
Ο Τζον είναι αυτοαπασχολούμενος και σπάνια κάνει διακοπές.

χωρίς πολύ κόσμο

(θετική σημασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αραιοκατοικημένος

(υπερβολικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελάχιστοι

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Después de que mi hermano descubriera las galletitas, no quedó casi nada.

εξασθενημένος, αδύναμος

(ήχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tenía una voz que apenas se escuchaba por el teléfono.

σχεδόν αδύνατον

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Es casi imposible que mi maestra de inglés te dé una buena nota.

σχεδόν ίδιος

locución adjetiva

El profesor se dio cuenta de que los trabajos de los dos estudiantes eran casi idénticos y los reprobó a los dos.

σχεδόν έτοιμος

El proyecto está casi terminado.

σχεδόν σίγουρος

locución adverbial

¿Apagaste todo antes de salir? - Estoy casi segura de que sí.

που έχει σχεδόν τελειώσει

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ya casi termina el año escolar.

σχεδόν αδύνατος

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

αρκετά καινούριος

σχεδόν ποτέ

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Casi nunca bebo por la mañana.
Δεν πίνω σχεδόν ποτέ το πρωί.

σχεδόν παντού

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Antes no había grandes tiendas en el pueblo, ahora están en casi todas partes.

πάμφθηνα, τζάμπα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Compré este reloj antiguo por casi nada.
Αγόρασα αυτό το ρολόι αντίκα πάμφθηνα (or: τζάμπα).

σε γενικές γραμμές

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estoy de acuerdo contigo en casi todo, pero aún tengo un problema con los tiempos del programa.
Συμφωνώ μαζί σου σε γενικές γραμμές, αλλά έχω ακόμη πρόβλημα με τον χρόνο του σχεδίου.

αραιά, σπάνια, σποραδικά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Casi nunca mando tarjetas de Navidad por correo. Prefiero hacerlo por mail.

σχεδόν ποτέ

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Después de haber sido atracada dos veces, Miriam casi nunca salía de casa.

σχεδόν πάντα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La puerta del centro estudiantil casi siempre está abierta.

σχεδόν ποτέ

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
No como helado casi nunca, pero disfruto de uno dos o tres veces al año.

τις περισσότερες φορές

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La mayoría de las veces llegaba tarde, por eso me sorprendió verlo tan temprano.

πάμφθηνα, τζάμπα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cuando nos casamos compramos un sillón usado por casi nada.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όταν παντρευτήκαμε αγοράσαμε έναν παλιό καναπέ πάμφθηνα. Σε ένα παζάρι μπορείς να αγοράσεις οτιδήποτε θελήσεις τζάμπα.

παραλίγο, παρά λίγο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Casi fue un accidente: esos dos coches estuvieron a punto de darse un golpe.
Παρά τρίχα δεν συγκρούστηκαν τα δύο οχήματα.

ελάχιστος

locución adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Después de pagar esa enorme factura telefónica, no tengo casi nada en la cuenta bancaria. Se las ingenió para preparar una cena lujosa con casi nada.
Μου έμειναν ελάχιστα χρήματα στην τράπεζα, αφότου πλήρωσα τον υπέρογκο τηλεφωνικό λογαριασμό. Κατάφερε να ετοιμάσει ένα πλουσιοπάροχο γεύμα σχεδόν από το τίποτα (or: με ελάχιστα υλικά).

παραμικρή ελπίδα

(με άρνηση)

Mi esposo puede presentarse como candidato, pero no tiene la más mínima posibilidad de ganar.

βαθμός λίγο κάτω από τη βάση, βαθμολογία λίγο κάτω από τη βάση

locución nominal femenina (AR)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eso fue una nota casi de eximición, sólo necesitabas dos puntos más para aprobar.

σχεδόν τίποτα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Pero, no hay casi nada de comer en esta casa!

πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Los médicos dicen que está casi igual que ayer.

όχι καλοψημμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αρκετά κοντά έτσι ώστε

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Llegué a estar casi al lado de mi artista favorito.

ελάχιστος

(oración afirmativa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hay muy pocas probabilidades de que asciendan a Bob.

στη συντριπτική πλειοψηφία

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Los comicios muestran que los grupos minoritarios apoyan casi unánimemente al presidente.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι μειονοτικές ομάδες στη συντριπτική πλειοψηφία τους υποστηρίζουν τον πρόεδρο.

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Te has comido toda la torta casi por completo.
Σχεδόν το τελείωσες εκείνο το κέικ.

δελεαστικά

locución verbal

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σαρκική απόλαυση

(coloquial, figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A menudo siente un placer casi orgásmico cuando come torta de chocolate.

παραλίγο επιτυχής βολή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στην πλειοψηφία

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En casi todos los negocios aceptan tarjetas de crédito.

βλέπω με δυσκολία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω σχεδόν ξεπεράσει κτ, έχω σχεδόν συνέλθει από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ya estoy casi recuperado del susto que me dieron con el ataque.

παραλίγο

locución adjetiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σχεδόν κάνω κάτι, παραλίγο να κάνω κάτι

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lauren estuvo al borde de la muerte cuando tuvo sarampión.

που πεθαίνει, που σβήνει

(μεταφορικά, λόγιος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alison habla una lengua en peligro de extinción.
Η Άλισον μιλάει μια γλώσσα που σβήνει (or: υπό εξαφάνιση).

παραλίγο επιτυχής

locución adjetiva (για βολή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχετικά ακριβής

Necesitamos unos cien empleados adicionales, pero mañana te daremos un número casi exacto.

σπάνια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Matthew vive en el exterior y rara vez ve a su familia.
Ο Μάθιου ζει στο εξωτερικό και γι' αυτό βλέπει σπάνια την οικογένειά του.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του casi στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του casi

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.