Τι σημαίνει το charged στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης charged στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του charged στο Αγγλικά.

Η λέξη charged στο Αγγλικά σημαίνει φορτισμένος, φορτισμένος, ηλεκτρισμένος, κατηγορούμαι για κτ, που έχει χρεωθεί, που τον έχουν χρεώσει, χρεώνω, χρεώνω κπ για κτ, χρεώνω κπ κτ, χρεώνω, φορτίζω, χρέωση, χρέωση, κατηγορία, φορτίο, εντολή, διαταγή, ευθύνη, υποχρέωση, έφοδος, υπεύθυνος, φόρτιση, φορτίο, φορτίο, αυτός που βρίσκεται υπό τη φροντίδα κπ, δίνω εντολή, ορμώ, ανεβαίνω κτ γρήγορα, εισβάλλω, εισβάλλω σε κτ, χρεώνω, κατηγορώ, ορμώ, χιμώ, γεμίζω, φορτώνω, αναθέτω, χρεώνω κτ σε κτ, κατηγορώ κπ για κτ, αναθέτω κτ σε κπ, συναισθηματικά φορτισμένος, υψηλής ενέργειας, συναισθηματικά φορτισμένος, ενθουσιώδης, φορτισμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης charged

φορτισμένος

adjective (with electricity)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Protons and electrons are charged particles.

φορτισμένος, ηλεκτρισμένος

adjective (figurative (atmosphere) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The air was charged with tension from the couple's recent argument.
Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη εξαιτίας της πρόσφατης διαφωνίας του ζευγαριού.

κατηγορούμαι για κτ

verbal expression (with crime)

Tom is charged with robbery.
Ο Τομ κατηγορείται για ληστεία.

που έχει χρεωθεί, που τον έχουν χρεώσει

adjective (have to pay money for [sth]) (για κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She was charged for a night's stay when she had, in fact, only had dinner at the hotel.

χρεώνω

transitive verb (ask for money)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The waitress didn't charge me for my drink.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας είναι φίλος μου και δεν μου παίρνει ποτέ χρήματα.

χρεώνω κπ για κτ

(ask for money)

The barman didn't charge me for my drink.
Ο μπάρμαν δεν με χρέωσε για το ποτό μου.

χρεώνω κπ κτ

transitive verb (ask for money)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The taxi driver charged me £15.
Ο ταξιτζής μου πήρε (or: μου ζήτησε) 15 λίρες.

χρεώνω

transitive verb (ask as a fee)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The lawyer charges a hundred pounds an hour.
Ο δικηγόρος παίρνει εκατό δολάρια την ώρα.

φορτίζω

transitive verb (power: battery, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I need to charge my mobile phone.
Πρέπει να φορτίσω το κινητό μου.

χρέωση

noun (often plural (fee)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The video rental shop has a late fee charge.
Το βίντεο κλαμπ έχει χρέωση για τις καθυστερημένες επιστροφές.

χρέωση

noun (often plural (debit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There are extra charges on my account.
Υπάρχουν έξτρα χρεώσεις στον λογαριασμό μου.

κατηγορία

noun (often plural (official accusation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John was innocent of the charges against him.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ισχυρίστηκε πως όλες οι κατηγορίες εναντίον του είναι αβάσιμες.

φορτίο

noun (load)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This is heavy charge for such a small car.

εντολή, διαταγή

noun (order)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The soldier was unimpressed by his charge to clean the whole barracks.

ευθύνη, υποχρέωση

noun (formal (duty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Will you promise to help my family? Will you take this charge?

έφοδος

noun (military attack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pickett's charge was an important event in the American Civil War.

υπεύθυνος

noun (control)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The manager is in charge of two shops.
Ο διευθυντής έχει την ευθύνη δύο καταστημάτων.

φόρτιση

noun (battery power)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The charge on my phone has run down.

φορτίο

noun (electrical force)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Instead of bullets, a taser shoots a 50,000-volt charge of electricity. When Steve touched the electrical outlet, the sudden charge made him jump.

φορτίο

noun (explosive power)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Police believe that the bomber detonated a charge he was carrying.

αυτός που βρίσκεται υπό τη φροντίδα κπ

noun (person in [sb] else's care)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The tutor's charges were all very well-behaved children.

δίνω εντολή

verbal expression (order) (σε κάποιον να κάνει κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I charge you to look after the house properly while I am away.

ορμώ

intransitive verb (rush forward)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The bull charged again and again.

ανεβαίνω κτ γρήγορα

(hills, stairs: run up)

The infantry charged up the hill to meet the attack.
Το πεζικό ανέβηκε γρήγορα τον λόφο για να αντιμετωπίσει την επίθεση.

εισβάλλω

(rush into the room)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The boss charged in and demanded to know why I hadn't yet handed him my report.

εισβάλλω σε κτ

(rush into: a room, etc.)

The robber charged into the bank and shouted "Hands in the air!"

χρεώνω

transitive verb (debit an amount)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bank charges a fee if your balance falls below a specified amount of money.

κατηγορώ

transitive verb (accuse) (κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η αστυνομία καταλόγισε το έγκλημα στον άντρα.

ορμώ, χιμώ

transitive verb (rush towards) (σε κάποιον, κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The other team charged the quarterback.
Η άλλη ομάδα ρίχτηκε στον επιθετικό.

γεμίζω

transitive verb (load)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The soldiers charged the cannon and it fired again.

φορτώνω

(load) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The lorry was fully charged with electrical goods and could hold no more.
Είχαν φορτώσει το φορτηγό πλήρως με ηλεκτρολογικό εξοπλισμό και δεν άντεχε άλλο.

αναθέτω

(entrust) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sergeant charged the corporal with command of the squad.

χρεώνω κτ σε κτ

(debit an amount)

Just charge the bill to my account.

κατηγορώ κπ για κτ

(accuse)

The police charged the man with a crime.

αναθέτω κτ σε κπ

(order)

The prison guard charged him with the cleaning of the latrines.

συναισθηματικά φορτισμένος

adjective (emotive, strongly affecting)

υψηλής ενέργειας

adjective (electrical)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Cosmic rays are highly charged particles that move rapidly through space.

συναισθηματικά φορτισμένος

adjective (figurative (full of emotion)

The meeting took place in a highly charged atmosphere.

ενθουσιώδης

adjective (figurative (positive: filled with excitement)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φορτισμένος

adjective (figurative (negative: filled with tension) (συναισθηματικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του charged στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του charged

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.