Τι σημαίνει το chart στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chart στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chart στο Αγγλικά.

Η λέξη chart στο Αγγλικά σημαίνει διάγραμμα, γράφημα, φάκελος, τα τσαρτ, τα charts, χαράσσω, σχεδιάζω, καταγράφω, χάρτης, αστρολογικός χάρτης, ιστόγραμμα, ραβδόγραμμα, παρακολουθώ διαδρομή στο χάρτη, σχεδιάζω, chart show, χρωματικός πίνακας, πίνακας, πίνακας παρουσιάσεων, διάγραμμα ροής, διάγραμμα ιεραρχίας, μουσικό chart, μουσικό τσαρτ, με ακραίες τιμές, εξαιρετικός, τέλειος, άψογος, διάγραμμα ιεραρχίας, διάγραμμα ποσοστών, κυκλικό διάγραμμα, χάρτης αστεριών, χάρτης αστέρων, μετεωρολογικός χάρτης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chart

διάγραμμα, γράφημα

noun (data table, graph)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The chart shows the average temperatures by month.
Το διάγραμμα δείχνει τις μέσες θερμοκρασίες ανά μήνα.

φάκελος

noun (medical file) (αρχείο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The doctor looked at the patient's chart.
Ο γιατρός εξέτασε τον φάκελο του ασθενή.

τα τσαρτ, τα charts

plural noun (music: sales ratings)

The band's last single reached number 8 in the charts.
Το τελευταίο σίνγκλ της μπάντας έφτασε στο νούμερο 8 στα charts.

χαράσσω, σχεδιάζω

transitive verb (plot a course) (πορεία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The navigator charted the way to the island.
Ο πλοηγός χάραξε την πορεία προς το νησί.

καταγράφω

transitive verb (track progress, changes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Use this table to chart your progress as you lose weight.
Χρησιμοποίησε αυτόν τον πίνακα για να καταγράφεις την πρόοδό σου όσο θα χάνεις βάρος.

χάρτης

noun (map)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The captain looked at the chart.

αστρολογικός χάρτης

noun (map of constellations)

ιστόγραμμα, ραβδόγραμμα

noun (graph that uses bars)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I used a bar chart to compare lifespans of different animals.

παρακολουθώ διαδρομή στο χάρτη

verbal expression (plot a route) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The ship's captain asked the navigator to chart a course to shore.

σχεδιάζω

verbal expression (figurative (plan [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

chart show

noun (UK (tv, radio: pop music programme) (μουσική εκπομπή)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

χρωματικός πίνακας

noun (table illustrating a range of hues)

An artist uses a color chart to identify complementary colors.
Οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν χρωματολόγια για να εντοπίζουν τα συμπληρωματικά χρώματα.

πίνακας

(for testing vision)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πίνακας παρουσιάσεων

noun (pad of paper on an easel)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Try to prepare your flip chart pages in advance.
Προσπάθησε να προετοιμάσεις τον πίνακα παρουσιάσεων εκ των προτέρων.

διάγραμμα ροής

noun (diagram of a process)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
In the training materials, a flowchart of the standard procedure is included.

διάγραμμα ιεραρχίας

noun (computing: system or procedure diagram)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Flowcharts can be used to visualize new algorithms.

μουσικό chart, μουσικό τσαρτ

noun (hit parade of most popular songs)

με ακραίες τιμές

adjective (extreme, not measurable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξαιρετικός, τέλειος, άψογος

adjective (figurative, informal (outstanding, unexpected)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διάγραμμα ιεραρχίας

noun (diagram of hierarchy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διάγραμμα ποσοστών

noun (graph showing quantities per hundred) (σχεδιάγραμμα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κυκλικό διάγραμμα

noun (circular graph divided into segments)

Pie charts are an easy way to visualize expenses. Pie graphs help you present your data effectively.
Το κυκλικό διάγραμμα είναι ένας εύκολος τρόπος οπτικοποίησης των εξόδων. Τα κυκλικά διαγράμματα βοηθούν στην αποτελεσματική παρουσίαση δεδομένων.

χάρτης αστεριών, χάρτης αστέρων

noun (astronomy)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μετεωρολογικός χάρτης

noun (diagram to illustrate weather forecast)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chart στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του chart

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.