Τι σημαίνει το extra στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης extra στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του extra στο Αγγλικά.
Η λέξη extra στο Αγγλικά σημαίνει επιπρόσθετος, εξω-, αυτό το κάτι, επιπλέον, εξτρά, έξτρα, πολύ, ιδιαίτερα, παραπανίσιος, ειδική έκδοση, κομπάρσος, επιπλέον χρέωση, επιπλέον βαθμός, πολύ λεπτός, ποιοτικός, καλής ποιότητας, XL, πολύ μεγάλος, ανταλλακτικό, extra small, παράταση, εξαιρετικά παρθένος, κάνω το κάτι παραπάνω, εξτραδάκι, το κάτι παραπάνω, αυτό το κάτι παραπάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης extra
επιπρόσθετοςadjective (more than normal) (παραπάνω από το κανονικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She received extra pay for the additional hours that she worked. Πήρε έξτρα χρήματα για τις παραπάνω ώρες που δούλεψε. |
εξω-adjective (prefix (of outside) He had been involved in an extra-marital affair. Είχε μια εξωσυζυγική σχέση. |
αυτό το κάτιadjective (extraordinary) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She wasn't just a star. She had that something extra. Δεν ήταν απλά σταρ. Είχε αυτό το κάτι. |
επιπλέονadjective (supplementary) Due to changes to the schedule, the railway issued an extra timetable. Λόγω αλλαγής στο πρόγραμμα, στον σιδηροδρομικό σταθμό αναρτήθηκε ένας επιπλέον πίνακας δρομολογίων. |
εξτρά, έξτραadverb (informal (above usual amount) (καθομιλουμένη, προφορικό) The restaurant charges extra if you want a side of ice cream with your apple pie. A side of ice cream will be $2 extra. Το εστιατόριο χρεώνει επιπλέον, αν ζητήσεις παγωτό μαζί με τη μηλόπιτά σου. |
πολύ, ιδιαίτεραadverb (informal (above usual degree) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) They worked extra hard that day. Δούλεψαν υπερβολικά σκληρά εκείνη τη μέρα. |
παραπανίσιοςadjective (more than needed) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) My father always makes extra food when he cooks, just in case unexpected guests arrive. Ο πατέρας μου πάντα βάζει παραπανίσιο φαγητό όταν μαγειρεύει, σε περίπτωση που έρθουν απρόσμενοι καλεσμένοι. |
ειδική έκδοσηnoun (newspaper) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The news was so special they printed an extra. Τα νέα ήταν τόσο ξεχωριστά που τύπωσαν ειδική έκδοση. |
κομπάρσοςnoun (movies) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) He was an extra in the scene and played the third soldier on the left. Ήταν βοηθητικός ηθοποιός στη σκηνή και έπαιξε τον τρίτο στρατιώτη από αριστερά. |
επιπλέον χρέωσηnoun (additional fee) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επιπλέον βαθμόςnoun (US (school: extra points) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The teacher gave the class an opportunity to write a paper for extra credit. |
πολύ λεπτόςadjective (very thin) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ποιοτικός, καλής ποιότηταςadjective (extremely high quality) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
XLadjective (clothing: XL, outsize) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
πολύ μεγάλοςadjective (serving of pizza, etc.: big) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ανταλλακτικόnoun (spare piece) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The website sells extra parts for Renault cars. |
extra smalladjective (clothing size: XS, smallest) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
παράτασηnoun (mainly UK (sports: further period of play) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εξαιρετικά παρθένοςadjective (olive oil: of finest quality) |
κάνω το κάτι παραπάνωverbal expression (figurative, informal (make an exceptional effort) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εξτραδάκιnoun (often plural, informal (bonus, additional feature) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
το κάτι παραπάνω, αυτό το κάτι παραπάνωnoun (informal (additional effort) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He always puts in that little extra in order to make his projects a success. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του extra στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του extra
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.