Τι σημαίνει το chill out στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chill out στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chill out στο Αγγλικά.

Η λέξη chill out στο Αγγλικά σημαίνει χαλαρώνω, κρύο, βάζω κτ να κρυώσει, κρύος, ψυχρός, χαλαρός, κρύωμα, κρυολόγημα, κρυάδες, ανατριχίλα, ανατριχίλα, χαλαρώνω, αράζω, αράζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chill out

χαλαρώνω

phrasal verb, intransitive (informal (relax)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I like to chill out in front of the television with a glass of wine and some nibbles. My friend was upset and uptight so I told him to chill out.
Μου αρέσει να χαλαρώνω μπροστά στην τηλεόραση με ένα ποτήρι κρασί και μερικά μεζεδάκια. Ο φίλος μου ήταν στενοχωρημένος και τσιτωμένος κι έτσι του είπα να χαλαρώσει.

κρύο

noun (coldness)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ian put on a thick scarf to protect against the chill.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το ψύχος στην κορυφή του βουνού ήταν δριμύ.

βάζω κτ να κρυώσει

transitive verb (food, drink: cool)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You should chill white wine before serving it.
Θα πρέπει να βάλετε το άσπρο κρασί να κρυώσει πριν το σερβίρετε.

κρύος, ψυχρός

adjective (wind: cold)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A chill wind rattled the dry leaves on the porch.
Ένας ψυχρός άνεμος παρέσυρε τα ξεραμένα φύλλα στη βεράντα.

χαλαρός

adjective (slang (person: easy-going) (καθομιλουμένη, μτφ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I don't think he'll get angry, he's pretty chill.

κρύωμα, κρυολόγημα

noun (illness: slight cold)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
After hiking in the rain, John caught a chill.

κρυάδες

plural noun (cold sensation, shivering)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
If you've got chills, you may have the flu.

ανατριχίλα

plural noun (feeling of fear, unease) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That horror film gave me the chills. I get the chills when I'm alone in this house at night.

ανατριχίλα

plural noun (feeling moved by [sth]) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That beautiful melody always gives me chills.

χαλαρώνω

intransitive verb (slang (calm down, not worry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I wish you would just chill; I'll be fine!

αράζω

intransitive verb (slang (hang out, socialize) (ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm chilling with the guys at Frankie's Bar today.

αράζω

intransitive verb (slang (relax) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm just chilling at home today.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chill out στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του chill out

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.