Τι σημαίνει το chest στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chest στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chest στο Αγγλικά.

Η λέξη chest στο Αγγλικά σημαίνει στήθος, στέρνο, στήθος, μπαούλο, σεντούκι, χτυπώ με το στήθος, συρταριέρα, πόνος στο στήθος, περίμετρος θώρακα, θωρακικό τοίχωμα, ακτινογραφία θώρακος, ακτινογραφία θώρακος, βγάζω κτ από μέσα μου, μπαούλο για προίκα, φορητό ψυγείο, ντουλάπι για φάρμακα, αναρρόφηση θαλάσσης, μπαούλο, θήκη μεταφοράς τσαγιού, εργαλειοθήκη, σεντούκι με χρυσάφια, πόροι για την χρηματοδότηση πολεμικών επιχειρήσεων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chest

στήθος, στέρνο

noun (front of torso) (ανατομία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You could see the sunburn on his arms and chest.
Μπορούσες να δεις τα εγκαύματα στα μπράτσα και τον θώρακά του.

στήθος

noun (breasts) (γυναικείο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She had a large chest.

μπαούλο, σεντούκι

noun (strong box)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We keep blankets in that old chest by the bed.

χτυπώ με το στήθος

transitive verb (football) (την μπάλα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He chested the ball to the ground.
Χτύπησε με το στήθος την μπάλα προς το έδαφος.

συρταριέρα

noun (furniture: has drawers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I keep all my tools in an old chest of drawers that used to be in the bedroom.
Φυλάω όλα τα εργαλεία μου σε μια παλιά συρταριέρα που ήταν στο υπνοδωμάτιο.

πόνος στο στήθος

noun (severe discomfort in upper abdomen)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A heart attack causes chest pain.

περίμετρος θώρακα

noun (width of upper torso)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Due to his large chest size, the shirt didn't fit him.

θωρακικό τοίχωμα

noun (anatomy: covering heart and lungs)

ακτινογραφία θώρακος

noun (examination of chest by radiograph)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
He had annual chest x-rays but they failed to detect his lung cancer.
Έβγαζε ακτινογραφίες θώρακος κάθε χρόνο, αλλά δεν ήταν δυνατό να εντοπιστεί ο καρκίνος του πνεύμονα.

ακτινογραφία θώρακος

noun (radiograph picture of [sb]'s chest)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The chest x-ray shows a small spot on the right lung.
Η ακτινογραφία θώρακος δείχνει ένα μικρό σημάδι στον δεξιό πνεύμονα.

βγάζω κτ από μέσα μου

verbal expression (figurative (confess [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπαούλο για προίκα

noun (dated (woman's wedding trunk)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φορητό ψυγείο

(ice box)

ντουλάπι για φάρμακα

noun (bathroom cabinet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I keep my pills in the medicine chest. Can you get a bandage from the medicine chest for me?

αναρρόφηση θαλάσσης

noun (in ship's hull)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μπαούλο

noun (container for sailor's things)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θήκη μεταφοράς τσαγιού

noun (UK (crate for transporting tea)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εργαλειοθήκη

noun (box for handheld instruments)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My dad had a huge tool chest in the garage.

σεντούκι με χρυσάφια

noun (box full of gold, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πόροι για την χρηματοδότηση πολεμικών επιχειρήσεων

noun (figurative (money to finance a war)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We need to double our war chest if we hope to get her elected.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chest στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του chest

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.