Τι σημαίνει το child στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης child στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του child στο Αγγλικά.

Η λέξη child στο Αγγλικά σημαίνει παιδί, παιδί, των παιδιών, παιδί, μωρό, παιδί, τέκνο, ενήλικο παιδί, όταν ήμουν παιδί, σαν παιδί, μπάσταρδος, κάνω παιδί, παιδική κακοποίηση, παιδική κακοποίηση, παιδική κακοποίηση, επίδομα τέκνου, παιδικός σταθμός, επιμέλεια ανήλικου παιδιού, παιδική εργασία, παιδική πορνογραφία, παιδί θαύμα, παιδοψυχιατρική, παιδοψυχολογία, ανατροφή των παιδιών, παιδικός, διατροφή, Υπηρεσίες Παιδικής Πρόνοιας, φιλικός προς τα παιδιά, εύκολη δουλειά, κηδεμονία, άτεκνος από επιλογή, άτεκνος από επιλογή, ασφαλής για παιδιά, κάνω κτ ασφαλές για παιδιά, θείο βρέφος, άπορο παιδί, παιδί των λουλουδιών, θετό παιδί, προικισμένο παιδί, καλό παιδί, αποπλάνηση, ενήλικα παιδιά, νόθο παιδί, το παιδί μέσα μου, το παιδί μέσα μου, είναι παιχνιδάκι, καρπός παράνομου έρωτα, αγόρι, γιος, ανώριμος άντρας, παιδί, παιδαρέλι, μωρό, μεσαίο παιδί, υποδειγματικό παιδί, γνήσιο τέκνο, νόθο,εξώγαμο παιδί, πρωτότοκο παιδί, μεγαλύτερο παιδί, μοναχοπαίδι, πρότυπο, υπόδειγμα, το παιδί της αφίσας, παιδί προσχολικής ηλικίας, προβληματικό παιδί, μαθητής, κακομαθημένο, θετό παιδί, ατίθασος, παιδί που μεγαλώνει μόνο του, π.χ. στο δάσος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης child

παιδί

noun (boy, girl)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A child needs love.

παιδί

noun (son, daughter)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We have just had our first child.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στην αίτηση υπάρχει η επιλογή τέκνα. Εκεί θα γράψεις πόσα παιδιά έχεις.

των παιδιών

noun as adjective (of children)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Child psychologists study the mind and behaviour of children.
Οι παιδοψυχολόγοι μελετούν το μυαλό και τη συμπεριφορά των παιδιών.

παιδί, μωρό

noun (baby) (μικρή ηλικία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The child was born only a few months ago.

παιδί

noun (figurative (person: immature) (μτφ: ανώριμος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He is such a child. He should treat others better.

τέκνο

noun (figurative, literary (result) (μτφ, λόγιος: δημιούργημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
William Hazlitt once wrote, "Prejudice is the child of ignorance".

ενήλικο παιδί

noun (offspring: grown up)

I have three adult children, two of whom have children of their own.

όταν ήμουν παιδί, σαν παιδί

adverb (during childhood)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
As a child, Henry was scared of dogs but he later went on to become a vet.

μπάσταρδος

noun (dated, offensive (person: unmarried parents) (μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Although he was born a bastard child he was made legitimate when his parents married.

κάνω παιδί

verbal expression (give birth to a baby)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Helen bore a child at the age of 43.

παιδική κακοποίηση

noun (violence towards a child)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Social workers and teachers have to look out for evidence of child abuse.
Οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι δάσκαλοι οφείλουν να προσέχουν τα αποδεικτικά στοιχεία για παιδική κακοποίηση.

παιδική κακοποίηση

noun (neglect of a child)

Failing to provide for a child's basic needs is a form of child abuse.

παιδική κακοποίηση

noun (sexual molestation of a child)

A 36-year-old man has been charged with child abuse and making indecent images of children.

επίδομα τέκνου

noun (UK, CAN, NZ (government payment)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παιδικός σταθμός

noun (day nursery)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Many companies have an on-site child care center for their employees' children.

επιμέλεια ανήλικου παιδιού

noun (guardianship)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
In some cases, child custody can be awarded to the adoptive parent.

παιδική εργασία

noun (children: forced working)

Child labor is still prevalent in some Third World countries.
Η παιδική εργασία επικρατεί ακόμα σε κάποιες χώρες του Τρίτου Κόσμου.

παιδική πορνογραφία

(illegal pornography)

παιδί θαύμα

noun (gifted young person)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mozart was a child prodigy who started composing music before the age of five.

παιδοψυχιατρική

noun (children's mental health)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She is a psychiatrist with a child psychiatry practice specializing in autism.

παιδοψυχολογία

noun (children's minds, behavior)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As a student of child psychology, you'll focus on the development of children from infancy through adolescence and learn about related disorders.

ανατροφή των παιδιών

noun (parenting, raising of offspring)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Child rearing doesn't end when the children become adults, it just changes form.

παιδικός

adjective (miniature, small) (αναφορά στο μέγεθος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διατροφή

noun (money paid by absent parent)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My ex-husband has to pay child support every month.

Υπηρεσίες Παιδικής Πρόνοιας

noun (services: protect children)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Foster parents are an important part of the child welfare system.

φιλικός προς τα παιδιά

adjective (accommodating children's needs)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Some companies have become child friendly, offering on-site daycare facilities. // The menu looks good, but is it a child-friendly restaurant?

εύκολη δουλειά

noun (figurative ([sth] very easy) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I finished the crossword puzzle very quickly; it was child's play.

κηδεμονία

noun (professional care of children)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Working parents need good childcare for their kids.

άτεκνος από επιλογή

adjective (having no children by choice)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

άτεκνος από επιλογή

expression (voluntarily having no children)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Glen and his wife are childless by choice, although they have three dogs.

ασφαλής για παιδιά

adjective (safe for children)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

κάνω κτ ασφαλές για παιδιά

transitive verb (make safe for children)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θείο βρέφος

noun (Christianity: infant Jesus)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

άπορο παιδί

noun (child: disadvantaged)

This government has done nothing to alleviate the problems of deprived children.

παιδί των λουλουδιών

(idealistic young person) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θετό παιδί

noun (child placed with a family)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She became a foster child when both of her parents went to jail.

προικισμένο παιδί

noun (young person: talented, clever)

Mozart was a gifted child, composing from the age of five.

καλό παιδί

noun (child who is well behaved)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My mother says I was a good child when I was younger.

αποπλάνηση

noun (preying sexually on a child)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The paedophile was arrested for child grooming.
Ο παιδόφιλος συνελήφθη για αποπλάνηση ανηλίκου.

ενήλικα παιδιά

noun (adult offspring)

νόθο παιδί

noun (child born to unmarried parents)

Many years ago, she had an illegitimate child who was adopted by a couple with no children of their own.

το παιδί μέσα μου

noun (childlike part of psyche) (εσωτερικός κόσμος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το παιδί μέσα μου

noun (figurative, informal (sense of playfulness)

My inner child wants to do coloring in all day, but I have to go to work.

είναι παιχνιδάκι

expression (it's extremely easy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's so easy to do -- it's child's play, really.

καρπός παράνομου έρωτα

noun (slang (illegitimate offspring)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That girl is a love child; she has never met her father.

αγόρι

noun (literary (male child, boy)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γιος

noun (literary (son)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ανώριμος άντρας

noun (figurative, pejorative (emotionally immature man)

παιδί, παιδαρέλι, μωρό

noun (very young person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A mere child can't be expected to understand the stock market.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι παιδί ακόμα. Τι περιμένεις να ξέρει για τη ζωή και τις δυσκολίες τις;

μεσαίο παιδί

noun ([sb] with older and younger siblings)

υποδειγματικό παιδί

noun (child: well behaved)

I was a model child. I got good grades and never gave my parents any trouble.

γνήσιο τέκνο

noun (dated (biological offspring) (ξεπερασμένο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The duke never married but had several natural children by different women.

νόθο,εξώγαμο παιδί

noun (child born to unmarried parents)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The king's natural child had no claim to the throne.

πρωτότοκο παιδί, μεγαλύτερο παιδί

noun ([sb] with younger siblings only)

μοναχοπαίδι

noun ([sb] without siblings)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My mother's an only child, but my father has five siblings.
Η μητέρα μου είναι μοναχοπαίδι, αλλά ο πατέρας μου έχει πέντε αδέρφια.

πρότυπο, υπόδειγμα

noun (figurative ([sb] who represents [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

το παιδί της αφίσας

noun (child on poster of organization)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παιδί προσχολικής ηλικίας

noun (child under 5)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Pre-school children must be accompanied by both parents.

προβληματικό παιδί

noun (difficult or unruly child)

He's always been a problem child.

μαθητής

noun (pupil)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Three school children said they saw your dog running around the playground.

κακομαθημένο

noun (child: unpleasant, greedy)

If you always give in to him, he'll become a spoiled child.

θετό παιδί

noun (child of your spouse)

Marcia never had children of her own, but she has a stepchild with her husband.

ατίθασος

noun (UK (undisciplined teenager)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sheila had a reputation for being a wild child.

παιδί που μεγαλώνει μόνο του, π.χ. στο δάσος

noun (feral child)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The film is about a wild child who was found in a forest.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του child στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του child

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.