Τι σημαίνει το claro στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης claro στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του claro στο πορτογαλικά.
Η λέξη claro στο πορτογαλικά σημαίνει σαφής, προφανής, ξεκάθαρος, απρόσκοπτος, ανεμπόδιστος, φωτεινός, καθαρός, καθαρός, καθαρός, διαυγής, καθαρός, καθαρός, καθαρός, απλός, ανοιχτόχρωμος, ασφαλώς, βεβαίως, φυσικά, φυσικά, βεβαίως, ευχαρίστως, εννοείται, καθαρός, ανοιχτόχρωμος, ανοιχτός, απαλός, σίγουρα, βέβαια, οπωσδήποτε, ξανθός, ηλιόλουστος, φωτεινός, σαφής, ξεκάθαρος, ξεκάθαρος, καλός, προφανής, σαφής, απαλός, ανοιχτός, ανοιχτόχρωμος, διαυγής, καθαρός, αυτονόητος, καθαρός, εμφανής, σίγουρος, βέβαιος, φως, εμφανής, προφανής, οφθαλμοφανής, προφανής, σαφής, ξεκάθαρος, βεβαίως, ασφαλώς, σίγουρα, εμφανής, σαφής, ξεκάθαρος, ευδιάκριτος, διακριτός, ευδιάκριτος, διακριτός, πλούσιος, ανοικτός, νοητός, μελαχρινός, φυσικά, εντάξει, ναι, κιαροσκούρο, γαλάζιο, ανοιχτό καφέ, απαλό πράσινο, γαλάζιο, ανοιχτός καφέ, ανοιχτό καφέ, ανοιχτός καφέ, ανοιχτός καφέ, καμηλό, άυπνος, άγρυπνος, που βγάζει μάτι, που κάνει μπαμ, ευδιόρατος, καθάριος, ωχρός, χλωμός, σίγουρα όχι, σίγουρα, Φυσικά, με την καμία, όπως και δήποτε, όπως + δήποτε, Και βέβαια όχι!, Φυσικά όχι!, Σίγουρα όχι!, Και πολύ καλά κάνεις!, γραμματοσειρά με λεπτούς χαρακτήρες, γαλάζιο, ξεκάθαρο σημάδι, ξανθά, ανοιχτόχρωμα μαλλιά, καστανοκόκκινο, απαλό γκρι, ξεκαθαρίζω, είμαι σαφής, διαρρέω, είμαι σαφής, γίνομαι σαφής, προφανής, πασιφανής, πολύ ανοιχτόχρωμος, γαλάζιος, γαλάζιος, απαλός γκρι, σίγουρα όχι, κάνω κτ σαφές σε κτ, καθιστώ κτ σαφές σε κπ, ανοιχτό χρώμα, κιτρινόφαιος, πιο ανοιχτόχρωμος, πιο ανοιχτός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης claro
σαφήςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A mensagem da nova lei é clara. Το μήνυμα του νέου νόμου είναι ξεκάθαρο (or: σαφές). |
προφανής, ξεκάθαρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A verdade está clara para nós. Η αλήθεια είναι προφανής σ' εμάς. |
απρόσκοπτος, ανεμπόδιστοςadjetivo (sem obstrução) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Os alunos têm uma visão clara do professor. Οι μαθητές βλέπουν καθαρά τον δάσκαλο. |
φωτεινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Essa é uma cor agradável, clara e azul. |
καθαρόςadjetivo (cor) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Os olhos dela eram azul claro. |
καθαρόςadjetivo (calmo, sereno) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Eu saio sempre da minha aula de ioga com uma mente clara. |
καθαρόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Esta televisão tem uma imagem nítida. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το αστρικό φαινόμενο ήταν πιο ευκρινές από το βορινό μπαλκόνι του σπιτιού. |
διαυγής, καθαρόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A água desta lagoa é muito límpida. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Κολύμπησαν σε κρυστάλλινες λίμνες στο βουνό. |
καθαρός(sem nuvens) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O céu está claro hoje. |
καθαρός, απλόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A mensagem estava clara; ninguém a tinha codificado. |
ανοιχτόχρωμοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A menina escocesa tinha uma bela tez clara. Η Σκοτσέζα είχε ωραίο ανοιχτόχρωμο δέρμα. |
ασφαλώς, βεβαίως, φυσικάadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Claro, você pode ir. Ασφαλώς, μπορείς να πηγαίνεις. |
φυσικά, βεβαίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Claro que você pode sair para jantar! Φυσικά και μπορείς να βγεις για δείπνο! |
ευχαρίστως(pedido) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εννοείται
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
καθαρόςadjetivo (μτφ: μυαλό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανοιχτόχρωμοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανοιχτός, απαλόςadjetivo (cor: pálido) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Viste a minha camisa azul claro? ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αγόρασε ένα καινούριο φόρεμα σε ανοιχτό (or: απαλό) γκρι χρώμα. |
σίγουρα, βέβαια, οπωσδήποτε
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Se eu posso ajudar você a se mudar? Claro! Αν θα σε βοηθήσω να μετακομίσεις; Σίγουρα! |
ξανθόςadjetivo (louro) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Seus cabelos louros e pele clara tornavam óbvio que ela era do norte da Europa. Τα ξανθά της μαλλιά και το ανοιχτό της δέρμα φανέρωναν καθαρά ότι ήταν από τη Βόρεια Ευρώπη. |
ηλιόλουστος, φωτεινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era uma manhã clara de primavera. |
σαφής, ξεκάθαροςadjetivo (κυριολεκτικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξεκάθαροςadjetivo (questão, problema) (μτφ: υπόθεση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καλόςadjetivo (tempo) (καιρός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hoje vai ser um dia claro de primavera: quente com poucas nuvens. Σήμερα θα είναι μια ωραία ανοιξιάτικη μέρα, ζεστή με λίγα σύννεφα. |
προφανής, σαφής(evidente) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era óbvio que ela ficara chateada com a escolha. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έκανε μπαμ ότι είχε στενοχωρηθεί πολύ. |
απαλός, ανοιχτός, ανοιχτόχρωμος(cor fraca) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A sala está pintada em tons pálidos. Uma lua pálida está no céu. Το δωμάτιο είναι βαμμένο σε παλ αποχρώσεις. |
διαυγής, καθαρός(κυριολεκτικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αυτονόητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καθαρός(figurado) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A caligrafia limpa de Kelsey era fácil de ler. Τα καθαρά γράμματα της Κέλσεϋ ήταν ευανάγνωστα. |
εμφανής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σίγουρος, βέβαιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A polícia confirmou o avistamento certo do homem desaparecido. |
φως(luz do dia) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) É melhor você ir logo à loja enquanto tem luz do dia lá fora. Καλύτερα να πας στο μαγαζί όσο είναι ακόμα μέρα. |
εμφανής, προφανής, οφθαλμοφανήςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) É evidente para mim que você nunca leu o livro. Είναι ολοφάνερο ότι ποτέ δε διάβασες το βιβλίο. |
προφανήςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σαφήςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Demos a eles instruções claras para reportar quaisquer violações às regras. Τους δώσαμε ξεκάθαρες οδηγίες να αναφέρουν οποιαδήποτε παραβίαση κανόνα. |
ξεκάθαρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βεβαίως, ασφαλώς, σίγουρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) "Posso pegar sua caneta emprestada um momento?" " Com certeza!" «Μπορώ να δανειστώ μια στιγμή το στυλό σου;» «Βεβαίως!» |
εμφανήςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Υπήρχαν εμφανή σημάδια πάλης κοντά στο πτώμα. |
σαφής, ξεκάθαρος(figurativo) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευδιάκριτος, διακριτόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Eugene podia avistar no gramado o nítido formato de um monte de terra. |
ευδιάκριτος, διακριτόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Houve uma clara falta de entusiasmo dos alunos quando o professor sugeriu que eles fizessem um dever de casa adicional. Υπήρξε σαφής έλλειψη ενθουσιασμού μεταξύ των μαθητών όταν ο δάσκαλος πρότεινε να αναλάβουν επιπλέον εργασία για το σπίτι. |
πλούσιος(música) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O compositor usa muitos violinos para obter um som forte. |
ανοικτόςadjetivo (que não esconde nada) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νοητός(presumivelmente conhecido) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Υπήρχε μια άγραφη συμφωνία ανάμεσα στους φίλους ότι εάν κάποιος από αυτούς βρισκόταν σε ανάγκη, οι υπόλοιποι θα έσπευδαν να τον βοηθήσουν. |
μελαχρινόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φυσικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Naturalmente, vou precisar saber aonde você está indo. Φυσικά και θα πρέπει να ξέρω που πηγαίνεις. |
εντάξει, ναιinterjeição (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) |
κιαροσκούρο(arte: luz e sombra) (τέχνη) |
γαλάζιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Você tem essa camisa em azul-claro? Έχετε αυτό το πουκάμισο σε ανοιχτό μπλε; |
ανοιχτό καφέ
A antiga bolsa de couro tinha um tom castanho-claro desbotado. Η παλιά δερμάτινη τσάντα ξεθώριασε και τώρα έχει χρώμα ανοιχτό καφέ. |
απαλό πράσινοsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γαλάζιοsubstantivo masculino (cor azul clara) (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ανοιχτός καφέsubstantivo masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A polícia descreveu o agressor como alguém alto e com cabelo castanho-claro. Σύμφωνα με τους αστυνομικούς, το άτομο που έκανε την επίθεση είναι ψηλό με κοντά μαλλιά ανοικτού καστανού χρώματος. |
ανοιχτό καφέ(BRA, cor: marrom claro) |
ανοιχτός καφέ(BRA, cor) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) O homem estava usando calças marrom-claro. Ο άντρας φορούσε ανοιχτό καφέ παντελόνι. |
ανοιχτός καφέ(BRA, de cor marrom claro) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
καμηλό(χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
άυπνος, άγρυπνος(noite) (λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που βγάζει μάτι, που κάνει μπαμ(informal: óbvio) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Μετά από εκείνο το πέσιμο τα καρούμπαλα στο κεφάλι του έβγαζαν μάτι. |
ευδιόρατος, καθάριοςlocução adjetiva (κυριολεκτικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ωχρός, χλωμόςadjetivo (cor: branca) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σίγουρα όχιinterjeição (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σίγουρα(sim enfático) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) "Θα πας στο παιχνίδι απόψε;" "Σίγουρα!" |
Φυσικάinterjeição (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
με την καμία(enfaticamente, não) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όπως και δήποτε, όπως + δήποτε(enfaticamente, sim) (αργκό, ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Και βέβαια όχι!, Φυσικά όχι!, Σίγουρα όχι!interjeição (εμφατικός τύπος) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) "Você beijaria um sapo?" ele perguntou. "Claro que não!" ela respondeu. |
Και πολύ καλά κάνεις!(expressando concordância enfática) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γραμματοσειρά με λεπτούς χαρακτήρες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γαλάζιο(cor azul clara) (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ξεκάθαρο σημάδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ξανθά, ανοιχτόχρωμα μαλλιά
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Τα άτομα που έχουν ανοιχτόχρωμα μαλλιά είναι πιθανότερο να υποστούν εγκαύματα από τον ήλιο. Η Λουίζ έχει ξανθά μαλλιά και χλωμή επιδερμίδα. |
καστανοκόκκινοsubstantivo masculino (vermelho claro amarronzado) |
απαλό γκρι
|
ξεκαθαρίζωlocução verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
είμαι σαφήςexpressão (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
διαρρέωlocução verbal (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ficou claro que duas outras pessoas haviam reclamado o prêmio. Διέρρευσε ότι άλλα δύο άτομα είχαν ήδη διεκδικήσει το έπαθλο. |
είμαι σαφής, γίνομαι σαφήςexpressão verbal (mensagem) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) A mensagem do primeiro-ministro foi muito clara no discurso. Το μήνυμα του Πρωθυπουργού έγινε σαφές μέσα από την ομιλία του. |
προφανής, πασιφανήςlocução adjetiva (figurado: óbvio) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estava claro como o dia para mim que o Primeiro Ministro não tinha a intenção de cumprir com suas promessas. Ήταν προφανές (or: πασιφανές) για μένα ότι η πρωθυπουργός δεν είχε την πρόθεση να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της. |
πολύ ανοιχτόχρωμοςadjetivo (embaçado, claro) |
γαλάζιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γαλάζιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απαλός γκριlocução adjetiva (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
σίγουρα όχιinterjeição (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κάνω κτ σαφές σε κτ, καθιστώ κτ σαφές σε κπexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Το τροχαίο μου με έκανε να συνειδητοποιήσω την σημασία του να φοράει κανείς ζώνη ασφαλείας. |
ανοιχτό χρώμα
Tim não podia passar muito tempo ao sol por causa do tom claro da pele dele. Ο Τιμ δεν μπορούσε να περάσει πολλή ώρα στον ήλιο λόγω του ανοιχτού χρώματος του δέρματός του. |
κιτρινόφαιοςadjetivo (χρώμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Um suéter castanho claro ficaria bem com essa blusa. |
πιο ανοιχτόχρωμος, πιο ανοιχτόςlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dan queria repintar seu quarto porque uma parede era de uma cor mais clara do que a parede ao lado. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του claro στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του claro
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.