Τι σημαίνει το classé στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης classé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του classé στο Γαλλικά.
Η λέξη classé στο Γαλλικά σημαίνει ταξινομημένος, τάξη, κλάση, φινέτσα, κλάση, δεύτερος, κλάση, θέση, κλάση, ομοταξία, αρχειοθετημένος, σχολική αίθουσα, διαβαθμισμένος, πολυτελής, τάξη, κυριλέ, επίπεδο, μοδάτος, στυλάτος, τάξη, κλάση, στυλάτος, φίνος, στιλάτος, ταξινομημένος, ταξινομημένος, τάξη, κομψός, κομψός, στιλάτος, αριστοκρατικός, κομψότητα, άλυτος, σικάτος, με στυλ, με φινέτσα, εντυπωσιακά, κατατάσσω, ταξινομώ, κατατάσσω, κατηγοριοποιώ, ταξινομώ, συμπεριλαμβάνω, κατατάσσω, χαρακτηρίζω, κρίνω, κατατάσσω, τοποθετώ, βάζω, κατηγοριοποιώ, κατατάσσω, ταξινομώ, ταξινομώ, κατατάσσω, κατατάσσω, τακτοποιώ, ταξινομώ, κατατάσσω, θεωρώ, κατηγοριοποιώ, βάζω κπ/κτ σε κατηγορία, φυλάω, χαρακτηρίζω κπ/κτ ως κτ, ταξινομώ, κατατάσσω, ταξινομώ, κομψός, τάξη, που έχει ταξικές προκαταλήψεις, κοινωνική τάξη, αθλητής ο οποίος έχασε, ανειδίκευτος ναύτης, υποκατηγορία, κομψά, ταξική προκατάληψη, εμπιστευτικός, απόρρητος, αταξινόμητος, ακατάταχτος, ακατάτακτος, προπαρασκευαστικές σπουδές πριν την ιατρική, απλασάριστος, παγκοσμίου επιπέδου, παγκόσμιας κλάσης, μεταξύ των πρώτων, μαθητής, μαθήτρια, συμμαθητής, άτομο που κάνει αλφαβητική ταξινόμηση, απλός λαός, συμμαθητής, σχολική αίθουσα, οικονομική θέση, πρώτη θέση, ταξική συνείδηση, μαθητικό βιβλίο, συμμαθητής, μεσαία τάξη, μέρος του λόγου, κοινωνική τάξη, μεγαλοαστική τάξη, κυρίαρχη τάξη, διαπολιτισμική τάξη, σχολική εκδρομή, άριστος μαθητής, άριστη μαθήτρια, εργατική τάξη, αριστούχος, μέρος του λόγου, τρίτη κατηγορία, τρίτη τάξη, μικρομεσαία τάξη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης classé
ταξινομημένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
τάξηnom féminin (groupe d'élèves) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'est la meilleure élève dans notre classe de chimie. // Le remplaçant a demandé à la classe ce qu'ils avaient étudié avec leur professeur. Είναι η καλύτερη μαθήτρια της τάξης στη Χημεία. Η αναπληρώτρια ρώτησε την τάξη σε ποιο σημείο της ύλης είχαν φτάσει με την κανονική καθηγήτριά τους. |
κλάση, φινέτσαnom féminin (distinction) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette dame a beaucoup de classe. Αυτή η κυρία έχει πολλή φινέτσα. |
κλάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il n'y a pas beaucoup de joueurs de sa classe. Δεν υπάρχουν πολλοί παίκτες του δικού του βεληνεκούς. |
δεύτερος(péjoratif, ironique) (μειωτικό, μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Est-ce que t'as vu cette mini-jupe moulante qu'elle portait ? Vraiment classe ! |
κλάσηnom féminin (élégance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il s’exécuta avec classe, faisant fi de toute distraction. |
θέσηnom féminin (Transports) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lawrence préfère voyager en première classe. |
κλάση, ομοταξίαnom féminin (Biologie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) À quelle classe appartient cet animal ? |
αρχειοθετημένοςadjectif (documents) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
σχολική αίθουσα
Οι μαθητές άρχισαν να μπαίνουν στην αίθουσα γύρω στις 8. |
διαβαθμισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Les cahiers d'exercices contiennent une série de tâches classées par niveau à faire faire aux élèves. |
πολυτελής(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τάξηnom féminin (Scolaire) (σχολείο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle a 10 ans, donc probablement en classe de CM1. Είναι δέκα ετών, οπότε μάλλον πηγαίνει στην τέταρτη τάξη. |
κυριλέ(familier) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
επίπεδο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Kyle était heureux avec les gens qu'il avait embauché mais Tom dans la classe au-dessus. Ο Κάιλ ήταν ικανοποιημένος με τα άτομα που προσέλαβε, αλλά ο Τομ ήταν σε άλλο επίπεδο. Η Μπρέντα είναι καλή παίχτρια ποδοσφαίρου, αλλά δεν είναι στο ίδιο επίπεδο με την Κάθυ. |
μοδάτος, στυλάτοςadjectif invariable (familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ils se sont rencontrés pour la première fois dans la bibliothèque d'un hôtel classe. |
τάξηnom féminin (Scolaire) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je rentre en classe de première en septembre. |
κλάσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le nouveau restaurant espérait attirer une clientèle d'une certaine classe. |
στυλάτος(personne, bien habillée) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φίνος, στιλάτος(familier) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'adore son sweat trop classe ! |
ταξινομημένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Les livres de Jeremy étaient soigneusement classés (or: rangés). Τα βιβλία του Τζέρεμι ήταν προσεκτικά ταξινομημένα. |
ταξινομημένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Les catégories classées étaient facilement compréhensibles. |
τάξηnom féminin (social) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les classes les plus défavorisées de la société sont les principales victimes des guerres. |
κομψός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ellen est très élégante ; elle est toujours magnifique. Η Έλεν είναι πολύ κομψή. Πάντα είναι υπέροχη. |
κομψός, στιλάτος(vêtements) (ρούχο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Patricia porte une veste bleue très chic aujourd'hui. |
αριστοκρατικός(υπηρεσία, μέρος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Habille-toi bien si tu vas dans ce restaurant : il est très chic (or: c'est un restaurant très classe) ! |
κομψότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle porte ses habits avec style. Ντύνεται με στιλ. |
άλυτος(μυστήριο, έγκλημα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σικάτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με στυλ, με φινέτσα, εντυπωσιακά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle fit son entrée avec style (or: avec panache), en faisant virevolter son foulard. Μπήκε στο δωμάτιο με στυλ, τινάζοντας το κασκόλ της. Ας πάρουμε μια λιμουζίνα - θέλω να φτάσω με στυλ! |
κατατάσσωverbe transitif (σε κατηγορία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je le classerais dans la catégorie des élèves studieux mais timides. |
ταξινομώ, κατατάσσω, κατηγοριοποιώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Classez les étudiants par mois de naissance. Να κατατάξεις τους μαθητές σύμφωνα με τον μήνα γέννησης. |
ταξινομώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμπεριλαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne la classerais pas dans mon top 10 de chanteuses préférées. Εάν έκανα μια λίστα με τους δέκα αγαπημένους μου τραγουδιστές δεν θα την συμπεριλάμβανα. |
κατατάσσωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lydia classe Johnny Depp au-dessus de Brad Pitt. Η Λύντια βάζει τον Τζόνι Ντεπ σε υψηλότερη θέση από τον Μπραντ Πιτ. |
χαρακτηρίζω, κρίνωverbe transitif (un film) (ο κριτικός) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η ταινία χαρακτηρίστηκε ακατάλληλη από το συμβούλιο. |
κατατάσσωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je le classerais parmi les dix meilleurs joueurs de tous les temps. |
τοποθετώ, βάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Classe les livres par ordre chronologique. |
κατηγοριοποιώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les gens sont quelquefois classés selon leur situation socio-économique. |
κατατάσσω, ταξινομώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le professeur a classé ses élèves du plus petit au plus grand. Ο δάσκαλος κατέταξε τους μαθητές κατά ύψος. |
ταξινομώ, κατατάσσωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wendy a classé les dossiers en ordre alphabétique. |
κατατάσσω(participant) (διαγωνιζόμενο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τακτοποιώ, ταξινομώ, κατατάσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Τακτοποίησε τα βιβλία με αλφαβητική σειρά. |
θεωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le nouveau professeur fut rapidement déclaré ennuyeux par la classe. Ο νέος δάσκαλος θεωρήθηκε βαρετός πολύ γρήγορα. |
κατηγοριοποιώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Σε ποια κατηγορία κατατάσσει ο νόμος κατατάσσει αυτό το ναρκωτικό; |
βάζω κπ/κτ σε κατηγορίαverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Christa est difficile à classer parce que ses intérêts sont très variés. |
φυλάωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'était une information intéressante qu'il a classée pour référence ultérieure. Ήταν μια ενδιαφέρουσα πληροφορία και τη φύλαξε για μελλοντική χρήση. |
χαρακτηρίζω κπ/κτ ως κτlocution verbale D'après sa façon de s'habiller, nous avons classé Eli comme étant quelqu'un qui aime passer du temps dehors. |
ταξινομώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Veuillez classer ces revues par ordre chronologique. |
κατατάσσω, ταξινομώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vous devriez classer (or: ranger) les spécimens du plus petit au plus grand. |
κομψός(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τάξηnom féminin (κοινωνική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Beaucoup de gens aspirent à s'élever au-dessus de leur classe sociale. Πολλοί ελπίζουν να ανεβούν σε υψηλότερη τάξη. |
που έχει ταξικές προκαταλήψεις(néologisme) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κοινωνική τάξη
Auparavant, se mélanger aux gens d'autres castes était tabou. |
αθλητής ο οποίος έχασεnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανειδίκευτος ναύτης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υποκατηγορίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κομψά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ταξική προκατάληψη(néologisme) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εμπιστευτικός, απόρρητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle a été reconnue coupable de transmettre des informations classées secret. Καταδικάστηκε για διακίνηση απόρρητων πληροφοριών. |
αταξινόμητος, ακατάταχτος, ακατάτακτοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προπαρασκευαστικές σπουδές πριν την ιατρική(étudiant) (σχολή) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
απλασάριστος(cheval de course) (ιππόδρομος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παγκοσμίου επιπέδου, παγκόσμιας κλάσης
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Itzhak Perlman est un violoniste de classe internationale (or: mondiale). |
μεταξύ των πρώτωνlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαθητής, μαθήτρια(élève d'une classe particulière) (της τάδε τάξης) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα πρωτάκια δυσκολεύονται συχνά να συνηθίσουν στην ιδέα του σχολείου. |
συμμαθητήςnom masculin et féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
άτομο που κάνει αλφαβητική ταξινόμηση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απλός λαός
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
συμμαθητής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σχολική αίθουσαnom féminin |
οικονομική θέσηnom féminin (train) C'est moins cher de voyager en seconde classe qu'en première classe. Το εισιτήριο στη δεύτερη θέση είναι φτηνότερο από το κανονικό. |
πρώτη θέσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ils servent toujours du champagne en première classe. |
ταξική συνείδησηnom féminin |
μαθητικό βιβλίοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
συμμαθητής(université) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μεσαία τάξη
Leur fils est rebelle et rejette les valeurs de la classe moyenne. |
μέρος του λόγου(Grammaire, technique) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Μπορείς να αναγνωρίσεις τι μέρος του λόγου είναι αυτή η λέξη; Είναι ουσιαστικό, ρήμα ή επίθετο; |
κοινωνική τάξηnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les professeurs appartiennent à une classe sociale (or: catégorie sociale) plus haute que celle des ouvriers en usine. |
μεγαλοαστική τάξη
De nos jours, il peut être difficile de payer les frais de scolarité de l'université même pour les familles de la classe moyenne supérieure. |
κυρίαρχη τάξηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διαπολιτισμική τάξηnom féminin (μαθητές) |
σχολική εκδρομήnom féminin |
άριστος μαθητής, άριστη μαθήτρια(σχολείο) Cette année encore, c'est Thomas le premier de la classe. |
εργατική τάξη
Il a commencé en tant que membre de la classe ouvrière, mais il dirige maintenant une société de placement. Κάποτε ανήκε στην εργατική τάξη, αλλά, σήμερα, διευθύνει μια επενδυτική εταιρεία. |
αριστούχος(université surtout) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
μέρος του λόγου(Grammaire, technique) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τρίτη κατηγορία, τρίτη τάξηnom masculin |
μικρομεσαία τάξηnom féminin |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του classé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του classé
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.