Τι σημαίνει το cleaned στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cleaned στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cleaned στο Αγγλικά.

Η λέξη cleaned στο Αγγλικά σημαίνει καθαρός, καθαρίζω, καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω, βγάζω, καθαρίζω, καθαρίζω, μαζεύω κτ από κτ, καθαρός, καθαρός, ολόκληρος, καθαρός, ευπρεπής, αγνός, σεμνός, καθαρός, καθαρός, εποικοδομητικός, καθαρός, καθαρός, ξεκάθαρος, σαφής, απλός, ανεμπόδιστος, κόσμιος, ευπρεπής, τίμια, έντιμα, τελείως, εντελώς, καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω, αδειάζω, καθαρίζω, αδειάζω,ξεκαθαρίζω, ξεκαθαρίζω, ξεφορτώνομαι, ξεπαραδιάζω, γδύνω, ξετινάζω, καθαρίζω, καθαρίζω, σαρώνω, κόβω τα ναρκωτικά, καθαρίζω, -, -, -, άδεια οδήγησης για την οποία δεν έχουν καταγραφεί παραβάσεις, καθαρή ενέργεια, επιτυχής απόδραση, καθαρά χέρια, καθαρά χέρια, καθαρίζω, συγυρίζω σπίτι, ανασχηματίζω, αναδιανέμω καθήκοντα, καθαρό σπίτι, καθαρό δωμάτιο, αποστειρωμένος χώρος, καινούρια αρχή, νέα αρχή, νέο ξεκίνημα, καλό καθάρισμα, θριαμβευτική νίκη, μεγάλη μεταρρύθμιση, συμμαζεύομαι, ευπαρουσίαστος, περιποιημένος, λιτός, απέριττος, απλός, φρεσκοξυρισμένος, καθαρισμός, καθαριότητας, εξομολογούμαι, μιλάω ανοιχτά για κτ, κάνω στεγνό καθάρισμα σε κτ, συμπεριφέρομαι καλά, μαδάω, καθαρίζω κτ τοπικά, γενική καθαριότητα, κάνω γενική καθαριότητα, κάνω γενική, πεντακάθαρος, άμεμπτος, σκουπίζω, κάνω μια νέα αρχή, με καθαρά χέρια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cleaned

καθαρός

adjective (not dirty)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I need to put on a clean shirt.
Πρέπει να φορέσω καθαρό πουκάμισο.

καθαρίζω

transitive verb (wash, sanitize [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I always use bleach when I clean the kitchen.
Πάντα χρησιμοποιώ χλωρίνη όταν καθαρίζω την κουζίνα.

καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω

transitive verb (organize or tidy [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Clean your room and put away your clothes!
Νοικοκύρεψε το δωμάτιό σου και τακτοποίησε τα ρούχα σου!

βγάζω

(dirt: remove)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I hosed the car down to clean off the dirt.
Ξέπλυνα το αυτοκίνητο με λάστιχο για να βγάλω (or: καθαρίσω) τη βρωμιά.

καθαρίζω

(dirt, etc.: remove from)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I cleaned the mud off my boots.
Καθάρισα τη λάσπη από τα παπούτσια μου.

καθαρίζω

intransitive verb (remove dirt, sanitize)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Your kitchen is immaculate, so I know you must like to clean.
Η κουζίνα σου είναι πεντακάθαρη, συνεπώς ξέρω πως σου αρέσει να καθαρίζεις.

μαζεύω κτ από κτ

(tidy away, remove)

The waiter came and cleaned the plates off the table.
Ο σερβιτόρος ήρθε και μάζεψε τα πιάτα απ' το τραπέζι.

καθαρός

adjective (pure, uncontaminated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The sample is completely clean, with no contamination.

καθαρός

adjective (design: sleek, neatly defined) (μεταφορικά: γραμμές)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The sculpture has very clean lines.

ολόκληρος

adjective (sum: total, complete)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The robbers got away with a clean million.

καθαρός

adjective (legible) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The office needs a clean copy of the form.

ευπρεπής, αγνός, σεμνός

adjective (behavior: decent, pure)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I expect clean behaviour from all of you, so don't dance too closely.

καθαρός

adjective (fair) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The referee wants a clean fight.

καθαρός

adjective (figurative, informal (drug-free) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My friend has been clean for one year.

εποικοδομητικός

adjective (figurative (wholesome)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Our family enjoys clean entertainment.

καθαρός

adjective (without irregularity) (μεταφορικά: άψογος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The saw made a clean cut through the tree.

καθαρός, ξεκάθαρος, σαφής, απλός

adjective (simple)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His writing style is clean, without excessive verbal ornaments.

ανεμπόδιστος

adjective (without interference)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The thieves made a clean getaway.
Η διαφυγή των ληστών ήταν ανεμπόδιστη (or: χωρίς εμπόδια).

κόσμιος, ευπρεπής

adjective (language: without obscenity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Keep your language clean, and leave the dirty words out of your talk.

τίμια, έντιμα

adverb (informal (honestly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No one will play cards with him because he doesn't play clean.

τελείως, εντελώς

adverb (informal (completely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's her birthday, and I clean forgot.
Είναι τα γενέθλιά της και το ξέχασα τελείως.

καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω

intransitive verb (organize, tidy)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My house is disorganized because I hate cleaning.

αδειάζω

transitive verb (empty of contents)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Birds cleaned the trees of fruit.
Τα πουλιά άδειασαν τα δέντρα από τα φρούτα.

καθαρίζω

phrasal verb, transitive, separable (place: clean)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jack cleaned out the stables and fed the horses.

αδειάζω,ξεκαθαρίζω

phrasal verb, transitive, separable (place: empty) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you don't clean out the garage soon I won't be able to park my car.
Αν δεν αδειάσεις το γκαράζ σύντομα, δε θα μπορέσω να παρκάρω το αμάξι μου.

ξεκαθαρίζω, ξεφορτώνομαι

phrasal verb, transitive, separable (items: clear) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I cleaned out all the children's old toys and gave them to charity.
Ξεκαθάρισα όλα τα παλιά παιχνίδια των παιδιών και τα έδωσα σε ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα.

ξεπαραδιάζω, γδύνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, slang (take all money) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Their business failed and cleaned them out.
Η επιχείρηση δεν πήγε καλά και ξεπαραδιάστηκαν.

ξετινάζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, slang (win all of [sb]'s money) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The blackjack tables cleaned me out.
Με ξετίναξαν τα τραπέζια του μπλάκτζακ.

καθαρίζω

phrasal verb, intransitive (make things clean)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We have to clean up before the guests arrive.
Πρέπει να καθαρίσουμε πριν καταφτάσουν οι καλεσμένοι.

καθαρίζω

phrasal verb, transitive, separable (remove dirt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Clean up your face and change your clothes before dinner.
Καθάρισε το πρόσωπό σου και άλλαξε ρούχα πριν το δείπνο.

σαρώνω

phrasal verb, intransitive (figurative, slang (win, make: lot of money) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He really cleaned up at the poker table.
Πραγματικά σάρωσε στο τραπέζι του πόκερ.

κόβω τα ναρκωτικά

phrasal verb, intransitive (figurative, slang (stop abusing drugs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ralph promised to clean up and be a better husband.

καθαρίζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, slang (rid of undesirable things) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The governor vowed to clean up the state and put an end to the trafficking rings.
Ο κυβερνήτης ορκίστηκε να καθαρίζει την πολιτεία και να βάλει τέλος στις σπείρες διακίνησης.

-

noun (medicine: [sb] is healthy) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The doctor has given me a clean bill of health.
Ο γιατρός δήλωσε ότι είμαι υγιής.

-

noun (figurative (confirmation: [sth] is ok) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
It's good to see the building project has a clean bill of health.
Είναι ευχάριστο που μάθαμε ότι το κατασκευαστικό έργο είναι σε καλή κατάσταση.

-

noun (US (confirmation of good health) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He was worried by a chest pain but the cardiologist gave him a clean checkup.
Ανησυχούσε για έναν πόνο στο στήθος, αλλά ένας καρδιολόγος τον βρήκε υγιή.

άδεια οδήγησης για την οποία δεν έχουν καταγραφεί παραβάσεις

noun (UK (driver's permit: no endorsements)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
A clean driving licence lowers insurance costs.

καθαρή ενέργεια

noun (non-polluting fuel source) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Hydrogen is considered a form of clean energy.

επιτυχής απόδραση

noun (informal (successful escape)

καθαρά χέρια

plural noun (figurative (lack of guilt) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The party is searching for someone with clean hands to run for the office.

καθαρά χέρια

plural noun (hands that are free of dirt) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You should have clean hands before you eat.

καθαρίζω, συγυρίζω σπίτι

(do housework) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Now that spring has come, it's time to clean house.
Τώρα που ήρθε η άνοιξη, είναι καιρός να συγυρίσουμε το σπίτι.

ανασχηματίζω, αναδιανέμω καθήκοντα

(figurative (office: change personnel) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When staffing his office, the first thing a new president does is clean house.

καθαρό σπίτι

noun (home: free of dirt)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Trevor tried to cheer me up by saying that women with clean houses are boring.

καθαρό δωμάτιο

noun (room that is free of dust and dirt)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hotel guests expect to find a clean room when they check in.

αποστειρωμένος χώρος

noun (laboratory: sterile environment)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hardware manufacturing requires a clean room for creating central-processing chips.

καινούρια αρχή, νέα αρχή

noun (UK, figurative (clean slate)

νέο ξεκίνημα

noun (figurative (fresh start)

καλό καθάρισμα

noun (thorough clearing-up)

Before leaving the campground, we did a clean sweep of the site.

θριαμβευτική νίκη

noun (overwhelming victory)

μεγάλη μεταρρύθμιση

noun (thorough reform, change)

συμμαζεύομαι

verbal expression (informal (behave properly) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ευπαρουσίαστος, περιποιημένος

adjective (man: neat) (για πρόσωπα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
People trusted him because he had that that clean-cut Boy Scout image.

λιτός, απέριττος, απλός

adjective (lines: sharply defined) (αρχιτεκτονική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Modernist architects abandoned the frills and ornamentation of the Victorian and Edwardian eras in favor of simple shapes and clean-cut lines.

φρεσκοξυρισμένος

adjective (man: no beard, stubble)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He usually wears a beard in the winter but goes clean shaven during the summer months.

καθαρισμός

noun (getting rid of dirt, mess)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The kids' clean-up of the room left a lot to be desired.
Το καθάρισμα που έκαναν τα παιδιά στο δωμάτιο απέχει πολύ από το ιδανικό.

καθαριότητας

noun as adjective (to get rid of dirt, mess) (σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
After the festival, the cleanup operation took two days.
Η επιχείρηση καθαρισμού μετά το φεστιβάλ διάρκεσε δύο μέρες.

εξομολογούμαι

(informal (confess) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μιλάω ανοιχτά για κτ

(informal (confess to [sth]) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You might feel better if you go to your boss and just come clean about what you did.

κάνω στεγνό καθάρισμα σε κτ

transitive verb (clean using chemicals)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I won't buy any clothes that I have to have dry-cleaned.

συμπεριφέρομαι καλά

expression (informal, figurative (behave well)

μαδάω

(remove meat from a bone)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The hyenas picked the bones clean.
Οι ύαινες μάδησαν το κρέας από τα κόκαλα.

καθαρίζω κτ τοπικά

transitive verb (remove stain, mark)

γενική καθαριότητα

noun (UK (annual thorough housecleaning)

κάνω γενική καθαριότητα, κάνω γενική

transitive verb (UK (house: clean thoroughly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πεντακάθαρος

adjective (extremely clean)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άμεμπτος

adjective (figurative (person: wholesome)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκουπίζω

verbal expression (clean by rubbing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω μια νέα αρχή

verbal expression (figurative (begin afresh)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Let's just wipe the slate clean and forget about past mistakes.

με καθαρά χέρια

adverb (figurative (innocently) (μεταφορικά)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
She went into the court room with clean hands.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cleaned στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cleaned

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.