Τι σημαίνει το cleaning στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cleaning στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cleaning στο Αγγλικά.

Η λέξη cleaning στο Αγγλικά σημαίνει καθάρισμα, καθαριστικός, καθαρός, καθαρίζω, καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω, βγάζω, καθαρίζω, καθαρίζω, μαζεύω κτ από κτ, καθαρός, καθαρός, ολόκληρος, καθαρός, ευπρεπής, αγνός, σεμνός, καθαρός, καθαρός, εποικοδομητικός, καθαρός, καθαρός, ξεκάθαρος, σαφής, απλός, ανεμπόδιστος, κόσμιος, ευπρεπής, τίμια, έντιμα, τελείως, εντελώς, καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω, αδειάζω, καθαρισμός χαλιών, καθαριστικό προΐόν, απορρυπαντικό, καθαρίστρια, αφρός καθαρισμού, καθαρίστρια, καθάρισμα, συγύρισμα, καθαρισμός δεδομένων, στεγνό καθάρισμα, ρούχα από το καθαριστήριο, που καθαρίζεται αυτόματα, καθαρισμός με ατμό, σκούπισμα με ηλεκτρική σκούπα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cleaning

καθάρισμα

noun (act of cleaning)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cleaning may not be enjoyable, but it's necessary.
Το καθάρισμα δεν είναι ίσως ευχάριστο, αλλά είναι αναγκαίο.

καθαριστικός

adjective (person, product: cleans)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I only use cleaning products that are natural.
Χρησιμοποιώ μόνο προϊόντα καθαρισμού που είναι φυσικά.

καθαρός

adjective (not dirty)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I need to put on a clean shirt.
Πρέπει να φορέσω καθαρό πουκάμισο.

καθαρίζω

transitive verb (wash, sanitize [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I always use bleach when I clean the kitchen.
Πάντα χρησιμοποιώ χλωρίνη όταν καθαρίζω την κουζίνα.

καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω

transitive verb (organize or tidy [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Clean your room and put away your clothes!
Νοικοκύρεψε το δωμάτιό σου και τακτοποίησε τα ρούχα σου!

βγάζω

(dirt: remove)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I hosed the car down to clean off the dirt.
Ξέπλυνα το αυτοκίνητο με λάστιχο για να βγάλω (or: καθαρίσω) τη βρωμιά.

καθαρίζω

(dirt, etc.: remove from)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I cleaned the mud off my boots.
Καθάρισα τη λάσπη από τα παπούτσια μου.

καθαρίζω

intransitive verb (remove dirt, sanitize)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Your kitchen is immaculate, so I know you must like to clean.
Η κουζίνα σου είναι πεντακάθαρη, συνεπώς ξέρω πως σου αρέσει να καθαρίζεις.

μαζεύω κτ από κτ

(tidy away, remove)

The waiter came and cleaned the plates off the table.
Ο σερβιτόρος ήρθε και μάζεψε τα πιάτα απ' το τραπέζι.

καθαρός

adjective (pure, uncontaminated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The sample is completely clean, with no contamination.

καθαρός

adjective (design: sleek, neatly defined) (μεταφορικά: γραμμές)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The sculpture has very clean lines.

ολόκληρος

adjective (sum: total, complete)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The robbers got away with a clean million.

καθαρός

adjective (legible) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The office needs a clean copy of the form.

ευπρεπής, αγνός, σεμνός

adjective (behavior: decent, pure)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I expect clean behaviour from all of you, so don't dance too closely.

καθαρός

adjective (fair) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The referee wants a clean fight.

καθαρός

adjective (figurative, informal (drug-free) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My friend has been clean for one year.

εποικοδομητικός

adjective (figurative (wholesome)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Our family enjoys clean entertainment.

καθαρός

adjective (without irregularity) (μεταφορικά: άψογος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The saw made a clean cut through the tree.

καθαρός, ξεκάθαρος, σαφής, απλός

adjective (simple)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His writing style is clean, without excessive verbal ornaments.

ανεμπόδιστος

adjective (without interference)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The thieves made a clean getaway.
Η διαφυγή των ληστών ήταν ανεμπόδιστη (or: χωρίς εμπόδια).

κόσμιος, ευπρεπής

adjective (language: without obscenity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Keep your language clean, and leave the dirty words out of your talk.

τίμια, έντιμα

adverb (informal (honestly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No one will play cards with him because he doesn't play clean.

τελείως, εντελώς

adverb (informal (completely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's her birthday, and I clean forgot.
Είναι τα γενέθλιά της και το ξέχασα τελείως.

καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω

intransitive verb (organize, tidy)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My house is disorganized because I hate cleaning.

αδειάζω

transitive verb (empty of contents)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Birds cleaned the trees of fruit.
Τα πουλιά άδειασαν τα δέντρα από τα φρούτα.

καθαρισμός χαλιών

noun (cleaning of carpets, rugs)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

καθαριστικό προΐόν

noun (substance that cleans)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Supermarkets stock a bewildering range of cleaning agents, from old-fashioned soap to the latest detergent.

απορρυπαντικό

noun (liquid: cleans fabrics)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You can dab off small grease spots and oil stains with cleaning fluid, but for a really thorough job you need to send the article to a dry cleaner.

καθαρίστρια

noun (woman: cleaner)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
How much do you pay your cleaning lady each month?

αφρός καθαρισμού

noun (household cleaning product: foam)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
We cleaned the old leather chair with a spray-on cleaning mousse.

καθαρίστρια

noun (female cleaner)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My grandmother always tidies up before her cleaning woman arrives.

καθάρισμα, συγύρισμα

noun (act of clearing a mess)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καθαρισμός δεδομένων

noun (computing: corrupt data)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
When a computer crashes, it will automatically scan the hard drive and perform data cleaning, if necessary.

στεγνό καθάρισμα

noun (cleaning clothes with chemicals)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dry cleaning is a lot cheaper than it used to be.
Το στεγνό καθάρισμα είναι πολύ πιο οικονομικό απ' ότι ήταν παλιότερα.

ρούχα από το καθαριστήριο

noun (clothes for chemical cleaning) (καθαρά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Please pick up the dry cleaning on your way home.

που καθαρίζεται αυτόματα

adjective (automatically cleans itself)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθαρισμός με ατμό

noun (use of pressurized steam to clean)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκούπισμα με ηλεκτρική σκούπα

noun (cleaning using a vacuum cleaner)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cleaning στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cleaning

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.