Τι σημαίνει το cleaner στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cleaner στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cleaner στο Αγγλικά.

Η λέξη cleaner στο Αγγλικά σημαίνει καθαριστής, καθαρίστρια, καθαριστικό, πιο καθαρός, συσκευή καθαρισμού, καθαριστήριο, καθαρός, καθαρίζω, καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω, βγάζω, καθαρίζω, καθαρίζω, μαζεύω κτ από κτ, καθαρός, καθαρός, ολόκληρος, καθαρός, ευπρεπής, αγνός, σεμνός, καθαρός, καθαρός, εποικοδομητικός, καθαρός, καθαρός, ξεκάθαρος, σαφής, απλός, ανεμπόδιστος, κόσμιος, ευπρεπής, τίμια, έντιμα, τελείως, εντελώς, καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω, αδειάζω, σφουγγάρι, σκούπα χαλιών/μοκέτας, υγρό καθαρισμού χαλιών, καθαριστήριο, δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήρας, καθαριστικό δαπέδου, καθαριστικό πατώματος, καθαριστής, οικονόμος, καθαριστής πίπας, ατμοκαθαριστής, συσκευή καθαρισμού με ατμό, οδοκαθαριστής, οδοκαθαρίστρια, καθαριστικό τουαλέτας, ηλεκτρική σκούπα, σακούλα για ηλεκτρική σκούπα, καθαριστικό για τα τζάμια, καθαριστής παραθύρων, καθαρίστρια παραθύρων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cleaner

καθαριστής, καθαρίστρια

noun (person who cleans houses, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
A cleaner visits twice a week to clean the mansion.
Μια καθαρίστρια έρχεται δυο φορές την εβδομάδα να καθαρίσει την έπαυλη.

καθαριστικό

noun (substance: cleans floors, objects)

Eco-friendly cleaners are becoming more popular.
Τα φιλικά προς το περιβάλλον καθαριστικά γίνονται όλο και πιο δημοφιλή.

πιο καθαρός

adjective (comparative: more clean)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sandra's house is always cleaner than mine.
Το σπίτι της Σάντρας είναι πάντα καθαρότερο από το δικό μου.

συσκευή καθαρισμού

noun (object used for cleaning) (γενικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθαριστήριο

plural noun (dry cleaner's shop)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Please pick up my jacket from the cleaners' this afternoon.

καθαρός

adjective (not dirty)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I need to put on a clean shirt.
Πρέπει να φορέσω καθαρό πουκάμισο.

καθαρίζω

transitive verb (wash, sanitize [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I always use bleach when I clean the kitchen.
Πάντα χρησιμοποιώ χλωρίνη όταν καθαρίζω την κουζίνα.

καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω

transitive verb (organize or tidy [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Clean your room and put away your clothes!
Νοικοκύρεψε το δωμάτιό σου και τακτοποίησε τα ρούχα σου!

βγάζω

(dirt: remove)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I hosed the car down to clean off the dirt.
Ξέπλυνα το αυτοκίνητο με λάστιχο για να βγάλω (or: καθαρίσω) τη βρωμιά.

καθαρίζω

(dirt, etc.: remove from)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I cleaned the mud off my boots.
Καθάρισα τη λάσπη από τα παπούτσια μου.

καθαρίζω

intransitive verb (remove dirt, sanitize)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Your kitchen is immaculate, so I know you must like to clean.
Η κουζίνα σου είναι πεντακάθαρη, συνεπώς ξέρω πως σου αρέσει να καθαρίζεις.

μαζεύω κτ από κτ

(tidy away, remove)

The waiter came and cleaned the plates off the table.
Ο σερβιτόρος ήρθε και μάζεψε τα πιάτα απ' το τραπέζι.

καθαρός

adjective (pure, uncontaminated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The sample is completely clean, with no contamination.

καθαρός

adjective (design: sleek, neatly defined) (μεταφορικά: γραμμές)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The sculpture has very clean lines.

ολόκληρος

adjective (sum: total, complete)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The robbers got away with a clean million.

καθαρός

adjective (legible) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The office needs a clean copy of the form.

ευπρεπής, αγνός, σεμνός

adjective (behavior: decent, pure)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I expect clean behaviour from all of you, so don't dance too closely.

καθαρός

adjective (fair) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The referee wants a clean fight.

καθαρός

adjective (figurative, informal (drug-free) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My friend has been clean for one year.

εποικοδομητικός

adjective (figurative (wholesome)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Our family enjoys clean entertainment.

καθαρός

adjective (without irregularity) (μεταφορικά: άψογος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The saw made a clean cut through the tree.

καθαρός, ξεκάθαρος, σαφής, απλός

adjective (simple)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His writing style is clean, without excessive verbal ornaments.

ανεμπόδιστος

adjective (without interference)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The thieves made a clean getaway.
Η διαφυγή των ληστών ήταν ανεμπόδιστη (or: χωρίς εμπόδια).

κόσμιος, ευπρεπής

adjective (language: without obscenity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Keep your language clean, and leave the dirty words out of your talk.

τίμια, έντιμα

adverb (informal (honestly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No one will play cards with him because he doesn't play clean.

τελείως, εντελώς

adverb (informal (completely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's her birthday, and I clean forgot.
Είναι τα γενέθλιά της και το ξέχασα τελείως.

καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω

intransitive verb (organize, tidy)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My house is disorganized because I hate cleaning.

αδειάζω

transitive verb (empty of contents)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Birds cleaned the trees of fruit.
Τα πουλιά άδειασαν τα δέντρα από τα φρούτα.

σφουγγάρι

noun (eraser for a chalkboard) (για μαυροπίνακα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκούπα χαλιών/μοκέτας

noun (device for sweeping carpets)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υγρό καθαρισμού χαλιών

noun (substance for cleaning carpets)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That spray can of carpet cleaner was very expensive.

καθαριστήριο

noun (company: cleans clothing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That suit's too delicate for the washing machine; you'll have to take it to the dry cleaner.

δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήρας

noun (machine for cleaning floors) (μηχάνημα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καθαριστικό δαπέδου, καθαριστικό πατώματος

noun (substance used for cleaning floors) (απορρυπαντικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mix the floor cleaner with water before use.

καθαριστής, οικονόμος

noun ([sb] employed to do domestic cleaning)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καθαριστής πίπας

noun (fuzzy wire for cleaning a pipe)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
He cleaned the inside of a tube with a pipe cleaner.

ατμοκαθαριστής, συσκευή καθαρισμού με ατμό

noun (device using pressurized steam to clean)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Since I got my steam cleaner I don't use any cleaning chemicals.

οδοκαθαριστής, οδοκαθαρίστρια

noun ([sb] employed to sweep roads)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

καθαριστικό τουαλέτας

noun (liquid bleach used in lavatory bowl)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ηλεκτρική σκούπα

noun (cleaning appliance that uses suction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The vacuum cleaner wasn't working very well because I'd forgotten to empty it.
Η ηλεκτρική σκούπα δεν λειτουργούσε πολύ καλά επειδή είχα ξεχάσει να την αδειάσω.

σακούλα για ηλεκτρική σκούπα

noun (sack for vacuumed dust)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθαριστικό για τα τζάμια

noun (liquid for cleaning glass)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καθαριστής παραθύρων, καθαρίστρια παραθύρων

noun ([sb] who cleans windows)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cleaner στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cleaner

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.