Τι σημαίνει το church στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης church στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του church στο Αγγλικά.

Η λέξη church στο Αγγλικά σημαίνει εκκλησία, δόγμα, εκκλησία, Εκκλησία, εκκλησιαστικός, Εκκλησία, καμπάνα, Καθολική Εκκλησία, εκκλησιαστικές καμπάνες, κωδωνοκρουσίες, εκκλησιαστική χορωδία, παππάς της εκκλησίας, εκκλησιαστική μουσική, Εκκλησία της Αγγλίας, Εκκλησία του Σατανά, εκκλησιαστικό σχολείο, εκκλησιαστικό σχολείο, εκκλησιαστική λειτουργία, θρησκευτικός γάμος, επίσημα αναγνωρισμένη εκκλησία, πάω στην εκκλησία, πηγαίνω στην εκκλησία, ενοριακός ναός, Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, Ενωμένη Ελευθέρα Εκκλησία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης church

εκκλησία

noun (building)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There are three churches located within a few blocks of here.
Ο γάμος θα γίνει στον ιερό ναό του Αγίου Ανδρέα.

δόγμα

noun (denomination)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Which church do you belong to?
Σε ποιο δόγμα ανήκεις;

εκκλησία

noun (worship)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Yes, we go to church every Sunday.

Εκκλησία

noun (Christianity) (θεσμός)

(κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.)
The Church has a lot to say about personal morality.

εκκλησιαστικός

noun as adjective (relating to a church)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Are you going to the church fete on Saturday?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πάντα μου άρεσε η εκκλησιαστική μουσική.

Εκκλησία

noun (Catholic church)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
The Church rejects pre-marital sex.

καμπάνα

noun (large: rung in tower)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Father Brown is going to let Alistair ring the bell next Sunday before church.
Ο Πατέρας Μπράουν θα αφήσει τον Άλιστερ να χτυπήσει την καμπάνα την επόμενη Κυριακή πριν την εκκλησία.

Καθολική Εκκλησία

noun (religion: Roman Catholicism)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Pope is the head of the Catholic Church. Members of the Catholic Church live on every continent.
Ο Πάπας είναι ο επικεφαλής της Καθολικής Εκκλησίας. Μέλη της Καθολικής Εκκλησίας ζουν σε κάθε ήπειρο.

εκκλησιαστικές καμπάνες

plural noun (bells in church tower)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The church bells are cast from bronze using the lost wax process.

κωδωνοκρουσίες

plural noun (sound of church bells ringing)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Nearing the town, we heard church bells in the distance.

εκκλησιαστική χορωδία

noun (religious singing group)

My sister sings in our local church choir.

παππάς της εκκλησίας

noun (member of the clergy) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκκλησιαστική μουσική

noun (music played in a church)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Εκκλησία της Αγγλίας

noun (Anglican church in England)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Henry VIII appointed himself head of the Church of England so he could annul his marriage to Catherine of Aragon.

Εκκλησία του Σατανά

noun (devil-worshipping organization)

εκκλησιαστικό σχολείο

noun (US (school run by a church)

εκκλησιαστικό σχολείο

noun (UK (school run by Church of England)

εκκλησιαστική λειτουργία

noun (gathering for formal worship)

θρησκευτικός γάμος

noun (religious marriage ceremony)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They had a civil ceremony in June but she still wants a real church wedding.

επίσημα αναγνωρισμένη εκκλησία

(religion)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πάω στην εκκλησία, πηγαίνω στην εκκλησία

verbal expression (attend religious services)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
David goes to church with his family every Sunday morning.

ενοριακός ναός

noun (local place of worship)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They got married in a quaint little parish church that only has room for about thirty people.

Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία

noun (Christian denomination)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Pope is the head of the Roman Catholic Church.
Ο Πάπας είναι η κεφαλή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Ενωμένη Ελευθέρα Εκκλησία

noun (initialism (United Free Church)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του church στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του church

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.