Τι σημαίνει το cloud στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cloud στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cloud στο Αγγλικά.

Η λέξη cloud στο Αγγλικά σημαίνει σύννεφο, σύννεφο, σύννεφο, cloud, στο cloud, θολώνω, συννεφιάζω, συννεφιάζω, σκυθρωπιάζω, κατσουφιάζω, ταινία, υπολογιστικό νέφος, σύννεφα, τροπικό δάσος, βομβαρδισμός νεφών, να παρατηρώ τα σύννεφα, θολώνω την κρίση, νεφελοκοκκυγία, μαύρο σύννεφο, μαύρο σύννεφο, σύννεφο σκόνης, σε ένα σύννεφο, σύννεφο καπνού σε σχήμα μανιταριού από έκρηξη πυρηνικής βόμβας, στον έβδομο ουρανό, μελανόστρωμα, μαύρο σύννεφο, σύννεφο ετικετών, ύποπτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cloud

σύννεφο

noun (vapor in sky)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Heavy rain fell from the clouds.
Δυνατή βροχή έπεσε από τα σύννεφα.

σύννεφο

noun (figurative (fluffy mass) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She had a cloud of curly, dark hair.

σύννεφο

noun (figurative (sense of threat) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A dark cloud of fear hung over the refugees.

cloud

noun (figurative (computing: remote storage)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
You can store music in the cloud and play it anywhere.
Μπορείς να αποθηκεύσεις μουσική στο cloud και να την ακούς οπουδήποτε.

στο cloud

noun as adjective (figurative (computing: in, using the cloud)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cloud storage is an extremely cost-effective way to store large amounts of data.

θολώνω

transitive verb (figurative (judgment, issue: obscure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His optimism clouded his judgment.
Η αισιοδοξία του θόλωσε την κρίση του.

συννεφιάζω

phrasal verb, intransitive (sky, weather: go cloudy) (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The day started fine and sunny, but by midday it began to cloud over, and by late afternoon it was raining hard.

συννεφιάζω, σκυθρωπιάζω, κατσουφιάζω

phrasal verb, intransitive (figurative (look suddenly serious or sad) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
At the thought of his wife's illness his face - usually so cheerful and open - clouded over.

ταινία

noun (mass of cloud) (επίσημο: μετεωρολογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Do you see that bank of clouds over there?

υπολογιστικό νέφος

noun (with internet storage)

With cloud computing, everyday people can store large amounts of data on centralized servers.

σύννεφα

noun (overcast sky)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The cloud cover was so thick that drivers turned their headlights on.

τροπικό δάσος

noun (many trees with clouds above)

Many tropical birds live in the cloud forest.

βομβαρδισμός νεφών

noun (meteorology: add [sth] to a cloud)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

να παρατηρώ τα σύννεφα

noun (observing clouds)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I enjoy cloud watching while lying on the grass in the park.

θολώνω την κρίση

verbal expression (impair or prejudice [sb]'s reasoning) (μεταφορικά: κάποιου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't let your love for someone cloud your judgment.

νεφελοκοκκυγία

noun (idealized realm) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαύρο σύννεφο

noun (literal (grey cloud threatening rain) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They went outside to play despite the dark clouds that were quickly moving in.

μαύρο σύννεφο

noun (figurative (bad omen, pessimism) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bad news placed a dark cloud over her happiness.

σύννεφο σκόνης

noun (airborne dust)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σε ένα σύννεφο

adverb (enveloped, shrouded: by [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He appeared in a cloud of smoke.

σύννεφο καπνού σε σχήμα μανιταριού από έκρηξη πυρηνικής βόμβας

noun (cloud of smoke from a nuclear bomb)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στον έβδομο ουρανό

adjective (figurative (blissfully happy) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Children are on cloud nine when they get their favorite desserts.

μελανόστρωμα

(meteorology) (επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαύρο σύννεφο

noun (often plural (raincloud before storm)

The storm clouds gathering at dusk indicated a cold rainy night.
Τα μαύρα σύννεφα που συγκεντρώθηκαν το σούρουπο προμήνυαν μια κρύα βροχερή νύχτα.

σύννεφο ετικετών

noun (internet: visual representation of common words)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ύποπτος

adverb (suspected of guilt, mistrusted)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was under a cloud of suspicion.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cloud στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.