Τι σημαίνει το closing στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης closing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του closing στο Αγγλικά.
Η λέξη closing στο Αγγλικά σημαίνει καταληκτικός, κλείσιμο συμφωνίας, κοντά, κοντά, κοντά, στενός, στενός, δεμένος με κπ, όμοιος, παρόμοιος, κλείνω, κλείνω, όμοιος, κοινός, όμοιος, παρόμοιος, στενός, πυκνός, -, βαθύς, εντός, αυστηρός, προσεκτικός, σχολαστικός, αποπνικτικός, πνιγηρός, αμφίρροπος, επτασφράγιστος, -, σχεδόν, περίπου, κλείσιμο, τέλος, αδιέξοδο, ενώνω, ολοκληρώνομαι, κλείνω, κλείνω, κατεβαίνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, ολοκληρώνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, κλείνω, πλησιάζω, υπόλοιπο κλεισίματος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, λήξη της προθεσμίας, τιμή κλεισίματος, εκκαθάριση, τελική δήλωση, καταληκτική δήλωση, ενεργώ όταν είναι πλέον πολύ αργά, η ώρα που κλείνει, η ώρα που κλείνουν οι παμπ, κλείσιμο μαγαζιού νωρίτερα από το συνηθισμένο, όταν κλείνουν νωρίς τα μαγαζιά, κλειστό λόγω διακοπών, που κλείνει αυτόματα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης closing
καταληκτικόςadjective (ending, concluding) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The speaker's closing remarks were about the future of farming. |
κλείσιμο συμφωνίαςnoun (making a sale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The closing for our new house is in two weeks. |
κοντάadverb (nearby) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Keep your phone close, in case he calls! Έχε σιμά σου το τηλέφωνο, μήπως τηλεφωνήσει! |
κοντάadjective (near) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Be careful, the 'edit' and 'delete' buttons are dangerously close! ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα σπίτια τους είναι σε κοντινή απόσταση. |
κοντάpreposition (near to) (σε κάτι/κάποιον) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The bank is close to the post office. Η τράπεζα είναι κοντά στο ταχυδρομείο. |
στενόςadjective (relation: near) (η σχέση, όχι οι συγγενείς) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The two boys are close cousins. Τα δυο αγόρια είναι κοντινά ξαδέρφια. |
στενόςadjective (people: intimate) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jill and I are close friends. Η Τζιλ και εγώ ήμαστε στενές φίλες. |
δεμένος με κπ(figurative (intimate with) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ben has always been close to his sister. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχω πολύ στενή σχέση με τα ξαδέρφια μου, παρόλο που ζουν στο εξωτερικό. |
όμοιος, παρόμοιοςadjective (closely associated) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Her philosophy is close to that of Roger, who was her teacher and mentor. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχουμε παρεμφερείς απόψεις για θέματα διαπαιδαγώγησης. |
κλείνωtransitive verb (shut) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please close the window. Σε παρακαλώ κλείσε το παράθυρο. |
κλείνωintransitive verb (become shut) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The door slowly closed. Η πόρτα έκλεισε αργά. |
όμοιος, κοινόςadjective (united) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Their views about history are extremely close. |
όμοιος, παρόμοιοςadjective (similar) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The twins are close in appearance. Τα δίδυμα μοιάζουν εμφανισιακά. |
στενόςadjective (relationship: intimate) (σχέση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) They have a close, romantic relationship. |
πυκνόςadjective (compact, tight) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) My sweater has a close weave. |
-adjective (fitting tightly) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) This key is a close fit to the lock. Το κλειδί ταιριάζει ακριβώς στην κλειδαριά. |
βαθύςadjective (cut near to the base) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I prefer a straight razor because it gives me a close shave. Προτιμώ τα ίσια ξυραφάκια γιατί προσφέρουν πιο βαθύ ξύρισμα. |
εντόςadjective (on topic) (μεταφορικά: θέμα) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Please stay close to the question under discussion. Σε παρακαλώ, μην ξεφεύγεις από το υπό συζήτηση ερώτημα. |
αυστηρός, προσεκτικός, σχολαστικόςadjective (rigorous) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A close examination will reveal that the theory is correct. |
αποπνικτικός, πνιγηρόςadjective (informal (atmosphere: stuffy) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The atmosphere in the room was close. |
αμφίρροποςadjective (contest: almost even) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alan won a close race. Ο Άλαν κέρδισε έναν αμφίρροπο αγώνα. |
επτασφράγιστοςadjective (secret: well guarded) (για μυστικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The information was a close secret. |
-adjective (confined) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) The guards kept the prisoner at close quarters. Οι φύλακες είχαν από κοντά τον κρατούμενο. |
σχεδόν, περίπου(nearly equal, almost) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) You and I are close to the same height. |
κλείσιμοnoun (act of closing) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) You have to finish by close of business today. |
τέλοςnoun (conclusion) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The conference came to a close. Το συνέδριο έφτασε στο τέλος του. |
αδιέξοδοnoun (UK (cul-de-sac) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We live on a lovely close near the edge of town. |
ενώνωintransitive verb (unite) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Her hands closed in prayer as she bowed her head. Τα χέρια της ενώθηκαν σε θέση προσευχής, καθώς έσκυβε το κεφάλι της. |
ολοκληρώνομαιintransitive verb (end) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The proceedings closed on time. |
κλείνωintransitive verb (cease to operate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My favourite restaurant closed. |
κλείνωintransitive verb (store: cease trading) (μαγαζί) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The store closed at nine pm. Το μαγαζί έκλεισε στις 9 μμ. |
κατεβαίνωintransitive verb (end performances) (τέλος παραστάσεων) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The play closes on Monday. |
κλείνωintransitive verb (financial: market day end) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The market closed on a high today. |
κλείνωtransitive verb (fill in) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The builders closed the wall with the last brick. |
κλείνω, ολοκληρώνωtransitive verb (conclude) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The final speaker closed the session. |
κλείνωtransitive verb (block) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Workers have closed the road. |
κλείνωtransitive verb (join, unite) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The people closed the circle by joining hands. |
κλείνωtransitive verb (finalize) (οριστικοποιώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let's close the negotiations now. Ας κλείσουμε τις διαπραγματεύσεις τώρα. |
κλείνωtransitive verb (informal (make a sale) (μια συμφωνία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The salesman hopes to close the deal today. |
κλείνωtransitive verb (cease operations) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The company closed the factory on Christmas day. |
πλησιάζωtransitive verb (nautical: approach) (σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The ship closed land that morning. |
υπόλοιπο κλεισίματοςnoun (bank account: ending balance) (τραπεζικού λογαριασμού) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The closing balance of your account was $1,879 as of the end of the month. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>plural noun (US (fees paid when buying a house) The closing costs added 5% to the of the cost of the house. |
λήξη της προθεσμίαςnoun (deadline for applications, entries) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The closing date for submitting an application form is July 15th. |
τιμή κλεισίματοςnoun (stock market: ending price) (χρηματιστήριο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The closing price of the telephone company stock has risen for five consecutive days. |
εκκαθάρισηnoun (property purchase document) (αγοραπωλησίας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τελική δήλωση, καταληκτική δήλωσηnoun (lawyer's summing up in court) Lawyers for the prosecution and the defense gave their closing statements today. |
ενεργώ όταν είναι πλέον πολύ αργάnoun (figurative, informal (acting too late) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tony's debts are huge now; buying a few items second-hand seems like closing the stable door after the horse has bolted. |
η ώρα που κλείνειnoun (hour when a business closes) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The closing time of most shops in the city centre is between 5pm & 8pm. |
η ώρα που κλείνουν οι παμπnoun (UK (hour when a pub closes) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) At closing time, there are lots of drunk people on the streets. |
κλείσιμο μαγαζιού νωρίτερα από το συνηθισμένοnoun (shop closure at earlier hour than usual) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Wednesday's early closing day in my hometown. |
όταν κλείνουν νωρίς τα μαγαζιάadjective (shop closure: earlier than usual) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Wednesday's early closing day in my hometown. Στην πόλη μου τα μαγαζιά κλείνουν νωρίς τις Τετάρτες. |
κλειστό λόγω διακοπώνnoun (UK (business closure during vacation) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Summer holiday closing: we will be closed for business from 18 to 31 August inclusive. |
που κλείνει αυτόματαadjective (can close by itself) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του closing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του closing
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.