Τι σημαίνει το efecto στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης efecto στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του efecto στο ισπανικά.

Η λέξη efecto στο ισπανικά σημαίνει αποτέλεσμα, εμφάνιση, εφέ, φαινόμενο, επίδραση, συνέπεια, συνέπεια, απόρροια, επίδραση, επίδραση, επιρροή, φίλτρο, επίδραση, όντως, πράγματι, πραγματικά, καρκινογένεση, καρκινογενετικότητα, αίτιο και αποτέλεσμα, αρχίζω να επιδρώ, επίδραση πλασέμπο, έχω αποτέλεσμα, δεν ισχύω, άκυρος, ως συνήθως, με άμεση ισχύ, δεν με αγγίζει, για να κερδίσω εντυπώσεις, για να τραβήξω την προσοχή, με άμεση ισχύ, αποτρεπτικό αποτέλεσμα, ανάποδο φάλτσο, φάλτσο, αλυσιδωτές αντιδράσεις, θεωρία του ντόμινο, παρενέργεια, φαινόμενο του θερμοκηπίου, επίδραση εικονικού φαρμάκου, επίδραση πλασίμπο, κόκκινα μάτια, αλυσιδωτή αντίδραση, ηχητικό εφέ, συνολική, γενική εντύπωση, αέριο του θερμοκηπίου, επιθυμητό αποτέλεσμα, επίδραση της διέδρου, μέγεθος της επίδρασης, μέγεθος του αποτελέσματος, υπνωτική δράση, παράπλευρη συνέπεια, μακροπρόθεσμη επίπτωση, μακροπρόθεσμη επίδραση, σαρωτικό μικροσκόπιο σήραγγας, εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, προκαλώ περιστροφή της μπάλας, ενεργώ, λειτουργώ, επιδρώ, γυρίζω μπούμερανγκ, μετ' επιφυλάξεως παντός δικαιώματος, θεωρία του ντόμινο, παράπλευρη απώλεια, γοητεία που ασκεί κάτι, εφέ αντανάκλασης νερού, παραγκωνισμός, δεν πιάνω σε κπ, γυρνάω πίσω, παράπλευρο αποτέλεσμα, δακτυλιδισμός, αμετάφραστο, επίδραση, επιρροή, κίνηση κατά την οποία η μπάλα γυρνά προς τα πίσω μετά το χτύπημα, ξενερώνω, ξεμαστουριάζω, επηρεάζω, επακόλουθο, χτυπάω με ανάποδο φάλτσο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης efecto

αποτέλεσμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La intervención del gobierno no ha tenido ningún efecto.
Η παρέμβαση της κυβέρνησης δεν είχε καμία επίδραση.

εμφάνιση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Este maquillaje crea un encantador efecto.
Με αυτό το μέικ-απ πετυχαίνετε μια πολύ καλή εμφάνιση.

εφέ

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La banda usó algunos efectos de luces en su presentación.
Η μπάντα χρησιμοποίησε ορισμένα εφέ φωτισμού στο σόου.

φαινόμενο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Este ensayo discute la producción de efectos mecánicos.

επίδραση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνέπεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una de las consecuencias de tener un camión es que todo el mundo te pide favores.
Μια συνέπεια του να έχεις φορτηγάκι είναι πως όλοι ζητάνε χάρες.

συνέπεια, απόρροια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επίδραση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El impacto del maltrato puede durar toda la vida.
Η επίδραση μιας τέτοιας κακοποίησης μπορεί να διαρκέσει μια ζωή.

επίδραση, επιρροή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La presentación tuvo un gran impacto en su forma de pensar.
Η παρουσίαση είχε πραγματικά αντίκτυπο στον τρόπο σκέψης του.

φίλτρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Este sitio web te permite añadir un filtro a las fotos para hacer que parezcan viejas.

επίδραση

(από αλκοόλ, καφέ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El brandy tiene un golpe muy fuerte.
Αυτό το μπράντι είναι αρκετά δυνατό.

όντως, πράγματι, πραγματικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sí, ciertamente tengo planes de salir a cenar esta noche.
Ναι, όντως, σκοπεύω να φάω έξω απόψε.

καρκινογένεση, καρκινογενετικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αίτιο και αποτέλεσμα

locución nominal común en cuanto al género

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La ley de causa-efecto es un principio importante del budismo.

αρχίζω να επιδρώ

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los efectos del tranquilizante deberían comenzar a notarse en unos minutos.

επίδραση πλασέμπο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω αποτέλεσμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Funcionó la medicina?
Έπιασε αυτό το φάρμακο;

δεν ισχύω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La cubierta de la póliza de seguro estará vencida la próxima semana.

άκυρος

(derecho)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Una nueva ley deja nuestro contracto sin efecto legal.

ως συνήθως

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Como era de esperar, el gato apareció a la hora de la comida.

με άμεση ισχύ

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La ley aprobada se aplicará con efecto inmediato.

δεν με αγγίζει

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

για να κερδίσω εντυπώσεις, για να τραβήξω την προσοχή

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με άμεση ισχύ

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποτρεπτικό αποτέλεσμα

nombre masculino

ανάποδο φάλτσο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φάλτσο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αλυσιδωτές αντιδράσεις

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La Revolución tunecina tuvo un efecto dominó en toda la región.

θεωρία του ντόμινο

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si el efecto dominó se cumple, la crisis económica del país afectará a todos sus vecinos.

παρενέργεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los efectos secundarios de esta medicación incluyen las náuseas y la erupción cutánea.
Οι παρενέργειες αυτού του φαρμάκου ενδέχεται να περιλαμβάνουν ναυτία και εξανθήματα.

φαινόμενο του θερμοκηπίου

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Las temperaturas están subiendo gradualmente en todo el mundo debido al efecto invernadero.

επίδραση εικονικού φαρμάκου, επίδραση πλασίμπο

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Él realmente creía que las píldoras que estaba tomando funcionaban, pero era solamente el efecto placebo.

κόκκινα μάτια

(σε φωτογραφία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La mayoría de las cámaras modernas tienen un dispositivo que permite minimizar el efecto ojos rojos.

αλυσιδωτή αντίδραση

(μεταφορικά: αρνητικές καταστάσεις)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Cuando una persona aplaude y todo el resto se une puedes ver el efecto dominó en acción.
Όταν ένα άτομο χειροκροτεί και, στη συνέχεια, τον μιμούνται κι άλλοι, τότε μιλάμε για αλλεπάλληλα κύματα χειροκροτημάτων.

ηχητικό εφέ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Una buena película de acción necesita excelentes efectos de sonido.
Μια καλή ταινία δράσης χρειάζεται εξαιρετικά ηχητικά εφέ.

συνολική, γενική εντύπωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Individualmente los actores no eran gran cosa, pero puestos juntos el efecto global era estupendo.

αέριο του θερμοκηπίου

nombre masculino plural (συνήθως πληθυντικός)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Muchos países han llegado al acuerdo de reducir sus emisiones de gases causantes del efecto invernadero.
Πολλές χώρες έχουν συμφωνήσει να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.

επιθυμητό αποτέλεσμα

nombre masculino

Con esos gritos consiguió el efecto buscado: que todos se dieran vuelta para mirarla.

επίδραση της διέδρου

nombre masculino (ζαργκόν: αεροπορία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El efecto diedro es la tendencia de un avión a girar sobre su eje longitudinal.

μέγεθος της επίδρασης, μέγεθος του αποτελέσματος

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υπνωτική δράση

Su perfume tenía un efecto hipnótico en quienes la rodeaban.

παράπλευρη συνέπεια

locución nominal masculina

La inflación puede ser un efecto lateral del aumento de los gastos gubernamentales.

μακροπρόθεσμη επίπτωση, μακροπρόθεσμη επίδραση

nombre masculino

La inyección tiene efectos prolongados, la próxima hay que aplicarla dentro de veinte días.

σαρωτικό μικροσκόπιο σήραγγας

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου

nombre masculino plural

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El consenso científico indica que una de las causas principales del cambio climático son las elevadas emisiones de gases de efecto invernadero de las sociedades industrializadas.

προκαλώ περιστροφή της μπάλας

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενεργώ, λειτουργώ, επιδρώ

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dentro de media hora, el medicamento va a tener efecto y va a desaparecer el dolor.
Μέσα σε μισή ώρα τα χάπια ενήργησαν (or: επέδρασαν) και ο πόνος εξαφανίστηκε. Το δηλητήριο άρχισε να ενεργεί γρήγορα .

γυρίζω μπούμερανγκ

(ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le salió el tiro por la culata y ahora los votantes le piden la renuncia.
Το σχέδιο γύρισε μπούμερανγκ και τώρα οι ψηφοφόροι απαιτούν να παραιτηθεί.

μετ' επιφυλάξεως παντός δικαιώματος

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si desestimaron la demanda sin efecto de cosa juzgada podrías entablarles un nuevo juicio pero tendrías que reunir más pruebas.

θεωρία του ντόμινο

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Según la teoría del dominó, si Vietnam adopta el comunismo, otros países de la región los seguirán.

παράπλευρη απώλεια

(κάτι κακό)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Bajar de peso es un efecto adicional de ayunar para la Cuaresma.
Το αδυνάτισμα είναι μια ευπρόσδεκτη παρενέργεια του να νηστεύει κανείς τη Σαρακοστή.

γοητεία που ασκεί κάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εφέ αντανάκλασης νερού

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραγκωνισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δεν πιάνω σε κπ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γυρνάω πίσω

(la acción perjudica a su autor)

παράπλευρο αποτέλεσμα

El crecimiento de la ciudad ha traído beneficios al pequeño pueblo como un efecto secundario.

δακτυλιδισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αμετάφραστο

(televisión, cine)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επίδραση, επιρροή

(σε κάποιον/κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sus quejas no surten ningún efecto en mí.
Τα παράπονά του δεν έχουν καμία επίδραση πάνω μου.

κίνηση κατά την οποία η μπάλα γυρνά προς τα πίσω μετά το χτύπημα

(γκολφ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
El golfista golpeó la bola con efecto hacia atrás para que no se fuera rodando.

ξενερώνω, ξεμαστουριάζω

(αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Esa mariguana estaba tan fuerte que el efecto solo se me pasó después de tres horas.
Εκείνο το χόρτο ήταν τόσο καλό που μου πήρε 3 ώρες για να ξεμαστουριάσω τελικά.

επηρεάζω

(κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se espera que la recesión económica tenga impacto en los beneficios de la compañía.
Η οικονομική ύφεση αναμένεται να επηρεάσει τα κέρδη της εταιρείας.

επακόλουθο

(económico)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χτυπάω με ανάποδο φάλτσο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El golfista golpeó la bola con efecto a la derecha.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του efecto στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του efecto

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.