Τι σημαίνει το velocidad στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης velocidad στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του velocidad στο ισπανικά.
Η λέξη velocidad στο ισπανικά σημαίνει ταχύτητα, ταχύτητα, ταχύτητα, ταχύτητα, ταχύτητα, ταχύτητα, ταχύτητα, γρηγοράδα, ταχύτητα, ταχύτητα, ρυθμός, ρυθμός, τρέχω, ταχύμετρο, επιβράδυνση, κομμάτι δρόμου όπου η ταχύτητα παρακολουθείται, ταχοστάτης, ορμώ, χιμάω, επιταχύνομαι, πρώτη, δευτέρα, δεύτερη, τρίτη, πέμπτη, τετάρτη, επιβραδύνω, που τρέχει, γρήγορα, ολοταχώς, με ιλιγγιώδη ταχύτητα, με ταχύτητα φωτός, ταχύτητα πτήσης, που τρέχει πολύ, αργή κίνηση, όριο ταχύτητας, ταχύτητα διαφυγής από το πεδίο βαρύτητας, μεγαλύτερη ταχύτητα, ταχύτητα τροχιάς, ταχύτητα διαφράγματος/φωτοφράκτη, ρεκόρ ταχύτητας, υπερηχητική ταχύτητα, μέγιστη ταχύτητα, υψηλή ταχύτητα, κλήση, σκέιτερ ταχύτητας, speed skater, ρυθμός παραμόρφωσης, ταχύτητα ανέμου, ταχύτητα πλεύσης, πρόστιμο λόγω υπερβολικής ταχύτητας, ταχύτητα φωτός, ταχύτητα του ήχου, αποκτώ ορμή, τρέχω, φεύγω/απομακρύνομαι γρήγορα, περνάω βιαστικά, περνώ με μεγάλη ταχύτητα, περνώ πολύ γρήγορα, βάζω χαμηλότερη ταχύτητα, κατεβάζω ταχύτητα σε κτ, αυξάνω ταχύτητα, ανεβάζω ταχύτητα, αποκτώ ορμή, που τρέχει, κινούμενος ολοταχώς, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κατεβάζω ταχύτητα, προσπερνάω βιαστικά, γράφω βιαστικά, υπερβολική ταχύτητα, ρίπτης του κρίκετ, επιβραδύνω, κινούμαι σταθερά, πηγαίνω σταθερά, ξεπετάω, ξεπετώ, εκσφενδονίζω, βάζω όριο σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης velocidad
ταχύτηταnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El auto de carreras anduvo a gran velocidad. Το αγωνιστικό αυτοκίνητο έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. |
ταχύτητα(οδήγηση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cuando entres a la carretera, cambia a quinta velocidad. Μόλις βγεις στην εθνική οδό, βάλε πέμπτη ταχύτητα. |
ταχύτηταnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿A qué velocidad estamos yendo? Πόσο γρήγορα πάμε; |
ταχύτηταnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tengo una bicicleta de diez velocidades. |
ταχύτηταnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La policía usaba un radar para medir la velocidad de los vehículos en movimiento. |
ταχύτητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se esperan vientos de gran velocidad para esta tarde. Υψηλές ταχύτητες ανέμου αναμένονται το απόγευμα. |
ταχύτηταnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El esquiador iba a bastante velocidad cuando se chocó con el árbol. |
γρηγοράδα, ταχύτητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El perro saltó a la mesa con rapidez y se robó la pechuga de pollo. |
ταχύτητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Eligieron a la mecanógrafa por su rapidez. |
ρυθμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El ritmo de crecimiento es sorprendente. Ο ρυθμός ανάπτυξης είναι εκπληκτικός. |
ρυθμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El grupo de hombres arrancó a buen ritmo. |
τρέχωlocución verbal (καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No excedas el límite de velocidad o la policía te sacará tu licencia. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έχετε υπερβεί κατά πολύ το όριο ταχύτητας και θα πρέπει να υποβληθείτε σε αλκοτέστ. |
ταχύμετρο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El velocímetro de mi coche debe estar roto. ¡No estoy yendo tan rápido! |
επιβράδυνση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κομμάτι δρόμου όπου η ταχύτητα παρακολουθείται
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ταχοστάτης(όχημα: ρυθμιστής ταχύτητας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ορμώ, χιμάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jeffrey se lanzó a través de la tienda. |
επιταχύνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El cohete empieza a acelerarse cuando está por encima de la atmósfera. |
πρώτη
Cambia a primera cuando subas por colinas empinadas. Βάλε πρώτη όταν ο δρόμος είναι ανηφορικός. |
δευτέρα, δεύτερη
En una cuesta, mete segunda. Όταν είσαι σε λόφο, να βάζεις δευτέρα. |
τρίτη(για ταχύτητες) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cambió a tercera para adelantar al camión. |
πέμπτη
El conductor metió la quinta en la autopista. |
τετάρτη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιβραδύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Frenó el coche para ver el accidente. |
που τρέχει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nadie miró bien al auto que se movía velozmente porque iba demasiado rápido. |
γρήγοραlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ολοταχώς(για ταχύτητα) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με ιλιγγιώδη ταχύτηταlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) China está expandiéndose a una velocidad de vértigo. |
με ταχύτητα φωτός(μεταφορικά) Es difícil para las empresas mantenerse en un sector que se mueve a una velocidad endiablada. |
ταχύτητα πτήσης(αεροσκάφος) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
που τρέχει πολύ(οδηγός αυτοκινήτου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αργή κίνηση(κινηματογράφηση) |
όριο ταχύτητας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) En Estados Unidos, el límite de velocidad en la mayoría de las autopistas es de 65 millas por hora. |
ταχύτητα διαφυγής από το πεδίο βαρύτητας
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μεγαλύτερη ταχύτητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La máxima velocidad de este bote es 30 millas por hora. |
ταχύτητα τροχιάςlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La velocidad orbital de la nave es 7.68km por segundo. |
ταχύτητα διαφράγματος/φωτοφράκτηnombre femenino (Fotog.) (φωτογραφία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Con una velocidad de obturación demasiado alta la foto puede estar baja de luz. |
ρεκόρ ταχύτητας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El Libro Guinness de los Récords recoge el récord de velocidad de coches, aviones, barcos, etc. |
υπερηχητική ταχύτητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μέγιστη ταχύτηταlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El Ferrari alcanzó su velocidad punta en la pista de pruebas. |
υψηλή ταχύτητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Iban a alta velocidad por la autopista. |
κλήση(για υπερβολική ταχύτητα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si me hacen una multa más por exceso de velocidad, el estado suspenderá mi licencia. |
σκέιτερ ταχύτητας, speed skater
|
ρυθμός παραμόρφωσηςnombre femenino (μηχανική) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ταχύτητα ανέμουnombre femenino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταχύτητα πλεύσης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πρόστιμο λόγω υπερβολικής ταχύτητας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ταχύτητα φωτόςlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ταχύτητα του ήχου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αποκτώ ορμήverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τρέχωlocución verbal (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vimos a los potentes coches alemanes correr a toda velocidad por la autopista. |
φεύγω/απομακρύνομαι γρήγοραlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περνάω βιαστικάlocución verbal |
περνώ με μεγάλη ταχύτητα, περνώ πολύ γρήγοραlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζω χαμηλότερη ταχύτητα(vehículo) (οδήγηση οχήματος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατεβάζω ταχύτητα σε κτ(AmL, excepto UY) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ben metió una velocidad interior en el auto en la colina. |
αυξάνω ταχύτητα, ανεβάζω ταχύτητα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La bicicleta empezó a tomar velocidad mientras rodaba colina abajo. |
αποκτώ ορμή
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) La bicicleta tomaba velocidad a medida que bajaba por la colina. |
που τρέχειlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La policía persiguió al auto que excedía el límite de velocidad. |
κινούμενος ολοταχώς(για ταχύτητα) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
La bola con cambio de velocidad del lanzador cruzó el home plate a 20 millas menos por hora que su bola rápida. Η πιο αργή μπαλιά του ρίπτη ήρθε στην αρχική βάση κατά 20 μίλια την ώρα πιο αργά από τη γρήγορη μπαλιά του. |
κατεβάζω ταχύτητα
Raquel redujo la velocidad a medida que se acercaba al embotellamiento. |
προσπερνάω βιαστικά(κάποιον/κάτι) |
γράφω βιαστικάlocución adverbial (coloquial) Si dejas tu tarea para último momento y después escribes el trabajo a toda velocidad en media hora, no debería sorprenderte sacar malas notas. |
υπερβολική ταχύτητα
A Allison la habían detenido tres veces por exceso de velocidad. |
ρίπτης του κρίκετ
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
επιβραδύνωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Redujo la velocidad para mirar el accidente. Κόψαμε ταχύτητα για να κοιτάξουμε τον τόπο του ατυχήματος. |
κινούμαι σταθερά, πηγαίνω σταθερά
James circulaba a una velocidad constante de 60 kilómetros por hora. Ο Τζέιμς κινείτο σταθερά με 60 μίλια την ώρα. |
ξεπετάω, ξεπετώ(αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ben hizo el ensayo a las apuradas. Ο Μπεν ξεπέταξε την εργασία. |
εκσφενδονίζω(béisbol) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jugador lanzó una bola rápida hacia su compañero de equipo. |
βάζω όριο σε κτlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του velocidad στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του velocidad
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.