Τι σημαίνει το combinar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης combinar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του combinar στο πορτογαλικά.

Η λέξη combinar στο πορτογαλικά σημαίνει ανακατεύω κτ με κτ, αναμιγνύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ, αναμειγνύομαι, αναμιγνύομαι, ενώνω τις δυνάμεις μου, συνδυάζω, συνδυάζω, ταιριάζω, ενώνω, ταιριάζω, συνδυάζω, συνδυάζω κτ με κυ, συνδυάζω, τα φτιάχνω σε κπ με κπ, ταιριάζω, ταιριάζω με κτ, ταιριάζω, παντρεύω κτ με κτ, ταιριάζω, ταιριάζω με κτ, συνδυάζω κτ με κτ, αποφασίζω, δένω, ταιριάζω, ταιριάζω, σετάρω, ταιριάζω, αντιστοιχίζω, ανακατεύω, σχεδιάζω, κανονίζω, συνδυάζω, ανακατεύω, συνδέομαι, ανακατεύω κτ με κτ, συγχωνεύω κτ με κτ, ταιριάζω, ταιριάζω με κτ, συγχωνεύω, ανακατεύω, ανακατεύω,συνδυάζω, συνδυάζω, ενώνω, συγχωνεύομαι με κτ, ενώνομαι με κτ, κανονίζω, ενώνω, συνδυάζω, ταιριάζω, παντρεύω, αντιστοιχώ, ενώνομαι με κτ, συνωμοτώ, συνδυάζω, προκαθορίζω, απομονώνω, ζευγαρώνω, συνδυάζω κτ με κτ, κανονίζω να κάνω κτ, είμαι χωρισμένος σε ζεύγη, πάω μαζί, ταιριάζω, είμαι κομμάτι του/της, ταιριάζω με κτ, δεν ταιριάζω με κτ, δεν ταιριάζω κτ σωστά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης combinar

ανακατεύω κτ με κτ, αναμιγνύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ

verbo transitivo

Júlia combinou os ovos com um pouco de leite.
Η Τζούλια ανακάτεψε τα αυγά με λίγο γάλα.

αναμειγνύομαι, αναμιγνύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando dois químicos se combinam, uma explosão ocorre.
Όταν αναμειγνύονται τα δύο χημικά στοιχεία, γίνεται έκρηξη.

ενώνω τις δυνάμεις μου

verbo transitivo (με κπ για να κάνω κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνδυάζω

(κτ με κτ, κτ και κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Combine a soma desta coluna com a soma daquela coluna para obter o total.
Συνδύασε το ποσό απ΄αυτήν την στήλη με το ποσό από εκείνη τη στήλη για να δεις το συνολικό ποσό.

συνδυάζω

verbo transitivo (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Combinando estilo com classe, a moda de Audrey Hepburn é atemporal.
Συνδυάζοντας το στυλ με την αριστοκρατικότητα, το στυλ της Ώντρεϋ Χέπμπεορν είναι διαχρονικό.

ταιριάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ενώνω, ταιριάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδυάζω

verbo transitivo (κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδυάζω κτ με κυ

verbo transitivo

A Sra. Jones quer combinar as cortinas com a mobília.
Η κα. Τζόουνς θέλει να συνδυάσει τις κουρτίνες με τα έπιπλα.

συνδυάζω

verbo transitivo (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα φτιάχνω σε κπ με κπ

(amorosamente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Minha mãe continua tentando me combinar com a sobrinha da amiga dela.
Η μητέρα μου συνεχίζει να προσπαθεί να μου τα φτιάξει με τον ανιψιό της φίλης της.

ταιριάζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As cores na sala de reunião combinam bem.
Τα χρώματα στην αίθουσα συσκέψεων ταιριάζουν ωραία.

ταιριάζω με κτ

A paleta de cores escolhida para este quarto combina bem com a arquitetura.
Η χρωματική παλέτα που έχει επιλεγεί για αυτό το δωμάτιο ταιριάζει ωραία με την αρχιτεκτονική.

ταιριάζω

verbo transitivo (harmonizar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você fez um ótimo trabalho ao harmonizar tão bem todos os móveis neste aposento com o papel de parede.
Κατάφερες πολύ καλά να κάνεις όλα τα έπιπλα σε αυτό το δωμάτιο να ταιριάζουν τόσο καλά με την ταπετσαρία.

παντρεύω κτ με κτ

verbo transitivo (μεταφορικά)

ταιριάζω

(roupa etc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Minha roupa está combinando?
Ταιριάζουν τα ρούχα μου;

ταιριάζω με κτ

verbo transitivo

O novo sofá dela combina perfeitamente com o resto da decoração estilosa do apartamento.
Ο νέος της καναπές ταιριάζει άψογα με την υπόλοιπη στυλάτη διακόσμηση στο διαμέρισμά της.

συνδυάζω κτ με κτ

A cor verde combina o azul e amarelo.
Το χρώμα πράσινο είναι συνδυασμός του μπλε και του κίτρινου.

αποφασίζω

(arranjar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amanhã às duas da tarde. Está combinado então!
Αύριο στις 2 μ.μ. λοιπόν. Έκλεισε!

δένω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A nova cadeira combina bem com a sala.

ταιριάζω

verbo transitivo (roupa, designs)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os meus sapatos combinam com a camisa?
Πάνε τα παπούτσια μου με το πουκάμισο;

ταιριάζω, σετάρω

verbo transitivo (roupa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ταιριάζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αντιστοιχίζω

(κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Neste jogo, você tem que combinar as cartas com a mesma figura.
Σε αυτό το παιχνίδι, πρέπει να αντιστοιχίσεις κάθε κάρτα με μια άλλη κάρτα που έχει το ίδιο σχέδιο.

ανακατεύω

verbo transitivo (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O jardim mistura o plantio formal com áreas mais naturais e selvagens.

σχεδιάζω, κανονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estamos organizando um churrasco da empresa na primavera.
Σχεδίαζουμε (or: Κανονίζουμε) ένα μπάρμπεκιου με τους εργαζόμενους της εταιρείας την άνοιξη.

συνδυάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακατεύω

(κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδέομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανακατεύω κτ με κτ

Como eu mesclo essa célula e a próxima?

συγχωνεύω κτ με κτ

(figurado)

Alex tentou fundir as contas bancárias dele em uma só.
Ο Άλεξ προσπάθησε να ενώσει τους τραπεζικούς του λογαριασμούς σε έναν.

ταιριάζω

(figurativo: cor)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ταιριάζω με κτ

συγχωνεύω

(κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακατεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακατεύω,συνδυάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδυάζω, ενώνω

verbo transitivo (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συγχωνεύομαι με κτ, ενώνομαι με κτ

verbo pronominal/reflexivo

Estes dois rios se juntam e se tornam um só, cerca de 32 kilômetros do litoral.
Αυτά τα δύο ποτάμια ενώνονται μεταξύ τους σε ένα περίπου είκοσι μίλια από την ακτή.

κανονίζω

(acordo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os dois lados chegaram a um acordo.
Οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία.

ενώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνδυάζω, ταιριάζω

(reunir por afinidade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Για να δω αν μπορώ να συνδυάσω (or: ταιριάξω) αυτά τα φλιτζάνια με κάποια παρόμοια πιατάκια.

παντρεύω

verbo transitivo (reunir) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η μουσική του συγκροτήματος παντρεύει τη ροκ και την τζαζ.

αντιστοιχώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Essa chave corresponde a essa fechadura.
Το κλειδί αντιστοιχεί (or: ταιριάζει) στην κλειδαριά.

ενώνομαι με κτ

A Ásia junta-se com a África no Oriente Médio.
Η Ασία ενώνεται με την Αφρική στη Μέση Ανατολή.

συνωμοτώ

(figurado) (μτφ: για να κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνδυάζω

(palavra frequentemente usada com outra) (με άλλη λέξη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προκαθορίζω

(organizar com antecedência)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομονώνω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζευγαρώνω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδυάζω κτ με κτ

κανονίζω να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Faz um tempão que eu não te vejo. A gente devia marcar (or: combinar) de fazer alguma coisa.
Δεν σε έχω δει εδώ και πολύ καιρό. Θα πρέπει να κανονίσουμε να κάνουμε κάτι.

είμαι χωρισμένος σε ζεύγη

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάω μαζί, ταιριάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Esses sapatos combinam com aquela bolsa.
Αυτά Τα παπούτσια ταιριάζουν μ' αυτή την τσάντα.

είμαι κομμάτι του/της

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ταιριάζω με κτ

Quer me encontrar pra almoçar? Estarei na cidade ao meio-dia de qualquer forma, então sim, casa com nossos planos.

δεν ταιριάζω με κτ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O suéter e a saia eram bonitos, mas eu acho que o rosa não combina com o laranja.
Η μπλούζα και η φούστα είναι όμορφες, αλλά νομίζω πως το ροζ δεν ταιριάζει με το πορτοκαλί.

δεν ταιριάζω κτ σωστά

(combinar incorretamente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O desenhista não combinou as cortinas.
Ο διακοσμητής δεν ταίριαξε σωστά τις κουρτίνες.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του combinar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.