Τι σημαίνει το combined στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης combined στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του combined στο Αγγλικά.

Η λέξη combined στο Αγγλικά σημαίνει συνδυασμένος, ενωμένος, κοινός, ανακατεύω, αναμιγνύω, αναμειγνύω, ανακατεύω κτ με κτ, αναμιγνύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ, συνδυάζω, συνδυάζω, αναμειγνύομαι, αναμιγνύομαι, ενώνω τις δυνάμεις μου, θεριζοαλωνιστική μηχανή, εμπορική συνεργασία, συλλογική προσπάθεια, συλλογική προσπάθεια, σύνολο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης combined

συνδυασμένος, ενωμένος

adjective (joined, united)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The combined funds will help pay for a new animal shelter.

κοινός

adjective (together, jointly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Our combined efforts succeeded at last.

ανακατεύω, αναμιγνύω, αναμειγνύω

transitive verb (mix)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
First, combine the ingredients with a whisk.
Πρώτα, ανακάτεψε τα υλικά με ένα σύρμα.

ανακατεύω κτ με κτ, αναμιγνύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ

(mix with)

Julia combined the eggs with some milk.
Η Τζούλια ανακάτεψε τα αυγά με λίγο γάλα.

συνδυάζω

(add together) (κτ με κτ, κτ και κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Combine the sum from this column with the sum from that column to get the total.
Συνδύασε το ποσό απ΄αυτήν την στήλη με το ποσό από εκείνη τη στήλη για να δεις το συνολικό ποσό.

συνδυάζω

(add together) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Combining style with class, Audrey Hepburn's fashion is timeless.
Συνδυάζοντας το στυλ με την αριστοκρατικότητα, το στυλ της Ώντρεϋ Χέπμπεορν είναι διαχρονικό.

αναμειγνύομαι, αναμιγνύομαι

intransitive verb (come together)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When the two chemicals combine, an explosion occurs.
Όταν αναμειγνύονται τα δύο χημικά στοιχεία, γίνεται έκρηξη.

ενώνω τις δυνάμεις μου

verbal expression (unite to have an effect) (με κπ για να κάνω κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Poverty and physical disability combined to make life challenging for Wendy.

θεριζοαλωνιστική μηχανή

noun (machine: harvests crops)

You can often see combines in the fields in September.

εμπορική συνεργασία

noun (commercial enterprise)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συλλογική προσπάθεια

noun (joint action)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The success of the canned food drive was the result of a combined effort by the supermarket and the homeless shelter.

συλλογική προσπάθεια

noun (joint venture, joint effort)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σύνολο

noun (sum)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The attorneys in the firm have a combined total of over 100 years of experience in corporate law.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του combined στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του combined

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.