Τι σημαίνει το come στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης come στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του come στο Αγγλικά.
Η λέξη come στο Αγγλικά σημαίνει έρχομαι, έρχομαι, έρχομαι, φτάνω, βγαίνω, καταλήγω, έρχομαι, έρχομαι, συμβαίνω, έρχομαι, έρχομαι, προέρχομαι, πηγαίνω, τελειώνω, έρχομαι, μένω, ζω, κατοικώ, έρχομαι, προκύπτω, συμβαίνω, ορτσάρω, βρίσκω, συναντάω, συναντώ, γίνομαι κατανοητός, δίνω εντύπωση, δημιουργώ εντύπωση, καταδιώκω, κυνηγώ, ακολουθώ, προχωράω, προχωρώ, εμφανίζομαι, εμφανίζομαι, μπαίνω, πηγαίνω μαζί, πηγαίνω μαζί με κπ, έρχομαι μαζί με κπ, διαλύομαι, συνέρχομαι, αλλάζω γνώμη, μεταπείθομαι, έρχομαι, απομακρύνομαι, γυρίζω, κάνω come back, ξανάρχομαι σε κπ, απαντώ με κτ, εμφανίζομαι ενώπιον, παρουσιάζομαι ενώπιον κάποιου, βρίσκομαι ανάμεσα, μπαίνω ανάμεσα, έρχομαι, πετυχαίνω, κατεβαίνω, καταρρέω, διαλύομαι, ξενερώνω, ξεμαστουριάζω, επιπλήττω, πέφτω πάνω σε κτ, κατά βάθος, στην ουσία, αρρωσταίνω, παρουσιάζομαι/παραδίνομαι στην αστυνομία, προσφέρομαι, μετακινούμαι προς τα εμπρός, μπαίνω, φτάνω, έρχομαι, τερματίζω, βγαίνω, τελειώνω, έρχομαι, μπαίνω, τσακώνομαι, ο καλύτερος δυνατός, ναυαγώ, πάω κατά διαόλου, αποτυγχάνω, σωριάζομαι, δείχνω, φαίνομαι, πως είπατε;, ζωντανεύω, ζωντανεύω, Άντε!, φέρνω, πηγαινοέρχομαι, λειτουργώ με διακοπές, είμαι φευγαλέος, ακριβοθώρητος, ξηλώνονται οι ραφές, πάω στραβά, καταρρέω, έρχομαι, έρχομαι ξαφνικά/απότομα, αποτελώ έκπληξη, είμαι έκπληξη, Έλα όπως είσαι, έχω κάποιο κόστος, έχω κόστος, φεύγω από κτ, απομακρύνομαι από κτ, φεύγω από κτ, βγαίνω από κτ, επανέρχομαι, ανασταίνομαι, ανακάμπτω, κτ δεν με αφήνει σε ησυχία, κτ με στοιχειώνει, προηγούμαι, προηγούμαι, εξομολογούμαι, μιλάω ανοιχτά για κτ, πλησιάζω, έρχομαι κοντά, προσεγγίζω, κατεβαίνω, επιπλήττω αυστηρά, πέφτει η τιμή μου, εμφανίζομαι, προσγειώνομαι, έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο, έρχομαι πρώτος, τερματίζω πρώτος, βγαίνω πρώτος, προηγούμαι, προηγούμαι, κατάγομαι, είμαι, προέρχομαι από κτ, κερδίζω αν και είμαι το αουτσάιντερ, ξαναβρίσκομαι στο ίδιο σημείο, επιστρέφω στο ίδιο σημείο, βρέξει χιονίσει, ότι και να γίνει, Έλα δω!, Έλα εδώ!, Έρχεσαι συχνά εδώ;, γυρίζω σπίτι, γυρνάω σπίτι, έρχομαι σπίτι, έχω αρνητικές επιπτώσεις, εκτίθεμαι σε κάτι, γνωρίζω, συναντώ κάποιον, δέχομαι, χρειάζομαι, έρχομαι ειρηνικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης come
έρχομαιintransitive verb (move toward) (προχωρώ προς) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Come here and read this. Έλα εδώ να διαβάσεις κάτι. |
έρχομαιintransitive verb (arrive) (φτάνω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) What time are they coming? Τι ώρα θα έρθουν; |
έρχομαιintransitive verb (approach in time) (χρόνος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Winter is coming. Έρχεται ο χειμώνας. |
φτάνωintransitive verb (reach) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The bus line doesn't come this far. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το λεωφορείο δεν έρχεται ως εδώ. |
βγαίνωintransitive verb (be available) (είμαι διαθέσιμος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Shaving cream comes in a can. Ο αφρός ξυρίσματος διατίθεται σε μεταλλικό δοχείο. |
καταλήγωintransitive verb (reach a state, condition) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) How did you come to be a marine biologist? That shirt just won't come clean. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πώς κατάντησες να ζητιανεύεις για να ζήσεις; |
έρχομαιintransitive verb (appear) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The rain came from nowhere. |
έρχομαι, συμβαίνωintransitive verb (occur, happen) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Good things come to those who wait. |
έρχομαιintransitive verb (occur in relation to [sth]) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Friday comes at the end of the week. |
έρχομαι, προέρχομαιintransitive verb (emanate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A great heat was coming from the fireplace. |
πηγαίνωintransitive verb (to fare, manage) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) How's that report coming? Πώς πάει η αναφορά; |
τελειώνω, έρχομαιintransitive verb (slang (have an orgasm) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) They came at the same time, crying out in joy. |
μένω, ζω, κατοικώintransitive verb (place: live currently) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I come from New York, although I grew up in Connecticut. |
έρχομαιintransitive verb (place: previous location) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I came from Chicago yesterday. |
προκύπτω, συμβαίνωphrasal verb, intransitive (happen) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dave's idea to start his own business came about after he lost his job. Η ιδέα του Ντέιβ να ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση προέκυψε αφότου έχασε τη δουλειά του. |
ορτσάρωphrasal verb, intransitive (nautical: tack) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The yacht came about. Το ιστιοφόρο ορτσάρισε. |
βρίσκωphrasal verb, transitive, inseparable (encounter [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I came across an interesting article in the newspaper today. Βρήκα ένα ενδιαφέρον άρθρο στην εφημερίδα σήμερα. |
συναντάω, συναντώphrasal verb, transitive, inseparable (encounter [sb] by chance) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We came across Monica in the post office. Συναντήσαμε τη Μόνικα στο ταχυδρομείο. |
γίνομαι κατανοητόςphrasal verb, intransitive (figurative (message: be clear) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The President's message came across very clearly in his speech. Το μήνυμα του Προέδρου στην ομιλία του έγινε κατανοητό. |
δίνω εντύπωση, δημιουργώ εντύπωσηphrasal verb, intransitive (give impression) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'm not sure how my speech comes across. Δεν είμαι σίγουρος τη εντύπωση δημιουργεί η ομιλία μου. |
καταδιώκω, κυνηγώphrasal verb, transitive, inseparable (informal (pursue, chase) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The police came after the robbers in a patrol car. |
ακολουθώphrasal verb, transitive, inseparable (follow in sequence) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προχωράω, προχωρώphrasal verb, intransitive (informal (progress) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My history project is coming along nicely. Η εργασία που κάνω για την ιστορία προχωράει καλά. |
εμφανίζομαιphrasal verb, intransitive (appear, arrive) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Suddenly, two buses came along at the same time. Ξαφνικά, κατέφτασαν δύο λεωφορεία την ίδια στιγμή. |
εμφανίζομαι, μπαίνωphrasal verb, intransitive (figurative (enter [sb]'s life) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I was 30 when Jason came along and changed my life forever. Ήμουν 30 χρονών, όταν εμφανίστηκε στη ζωή μου ο Τζέισον και την άλλαξε μια για πάντα. |
πηγαίνω μαζίphrasal verb, intransitive (accompany, go with) Jack and I are going to the movies this afternoon; you can come along if you like. Εγώ κι ο Τζακ θα πάμε το απόγευμα στον κινηματογράφο. Μπορείς να έρθεις μαζί μας, αν θέλεις. |
πηγαίνω μαζί με κπ, έρχομαι μαζί με κπ(accompany) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nancy came along with us to the park. Η Νάνσι ήρθε μαζί μας στο πάρκο. |
διαλύομαιphrasal verb, intransitive (fall to pieces) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The delicate necklace came apart in Gisela's hands. |
συνέρχομαιphrasal verb, intransitive (informal (recover consciousness) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The patient came around soon after his operation. Ο ασθενής συνήλθε γρήγορα μετά την εγχείρηση. |
αλλάζω γνώμηphrasal verb, intransitive (figurative (be persuaded) My parents aren't keen on my new boyfriend, but they'll come round when they get to know him. |
μεταπείθομαι(revise your opinion) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Steve eventually came round to my opinion. Τελικά, ο Στιβ μεταπείστηκε και συμφώνησε μαζί μου. |
έρχομαιphrasal verb, intransitive (date, event: occur again) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jill always feels sad when the anniversary of her husband's death comes around. Η Τζιλ νιώθει πάντα λυπημένη όταν έρχεται η επέτειος θανάτου του συζύγου της. |
απομακρύνομαιphrasal verb, intransitive (step back, leave) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I had to come away or I would have ended up swearing at them. Έπρεπε να απομακρυνθώ, διαφορετικά θα κατέληγα να τους βρίσω. |
γυρίζωphrasal verb, intransitive (return) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I came back from the office at about 6.30pm. Γύρισα από το γραφείο περίπου στις 6:30 μ.μ. |
κάνω come backphrasal verb, intransitive (return to success) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In 2013, the pop singer came back with a best-selling album. Το 2013 ο ποπ τραγουδιστής έκανε come back με ένα άλμπουμ που έσπασε ρεκόρ πωλήσεων. |
ξανάρχομαι σε κπ(return to memory) (η ανάμνηση) The name of the film suddenly came back to me. Ξαφνικά ξαναθυμήθηκα το όνομα της ταινίας. |
απαντώ με κτ(informal (retort) James wanted to come back with a witty retort, but couldn't think of one. Ο Τζέιμς ήθελε να απαντήσει με έξυπνο τρόπο, αλλά δεν μπόρεσε να σκεφτεί κάτι. |
εμφανίζομαι ενώπιονphrasal verb, transitive, inseparable (formal (appear in court) (δικαστήριο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The defendant came before the court for sentencing. |
παρουσιάζομαι ενώπιον κάποιουphrasal verb, transitive, inseparable (appear in court) (με γενική) Miller came before the judge two months after pleading guilty to assault. |
βρίσκομαι ανάμεσαphrasal verb, transitive, inseparable (separate, obstruct) A brick wall came between the wooden building and the store. |
μπαίνω ανάμεσαphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (cause estrangement) (μεταφορικά) We are such good friends that nothing can come between us. Είμαστε τόσο καλές φίλες, που τίποτα δεν μπορεί να μπει ανάμεσά μας. |
έρχομαιphrasal verb, intransitive (informal (pay a visit) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He doesn't come by often. Δεν περνάει συχνά. |
πετυχαίνωphrasal verb, transitive, inseparable (informal (find, obtain by chance) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We came by these old coins in our garden when we were digging over the vegetable plot. Βρήκαμε αυτά τα παλιά νομίσματα στον κήπο μας, ενώ σκάβαμε στο κομμάτι με τα λαχανικά. |
κατεβαίνωphrasal verb, intransitive (descend) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Go upstairs and tell your sister to come down for dinner. Πήγαινε επάνω και πες στην αδερφή σου να κατέβει για δείπνο. |
καταρρέω, διαλύομαιphrasal verb, intransitive (structure: collapse) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) After the wrecking ball hit the side of the building it came down quickly. Όταν η μπάλα κατεδάφισης χτύπησε στην πλευρά του κτιρίου, αυτό κατέρρευσε γρήγορα. |
ξενερώνω, ξεμαστουριάζωphrasal verb, intransitive (slang, figurative (cease to be high on drugs) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) That weed was so good that it took me 3 hours to finally come down. Εκείνο το χόρτο ήταν τόσο καλό που μου πήρε 3 ώρες για να ξεμαστουριάσω τελικά. |
επιπλήττω(figurative, informal (punish) (λόγια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The teacher came down on him for his repeated absence. Η δασκάλα τον τιμώρησε επειδή απουσίαζε επανειλημμένα. |
πέφτω πάνω σε κτ(collapse) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The bedroom ceiling came down on us during the hurricane. Η οροφή του υπνοδωματίου έπεσε πάνω μας κατά τη διάρκεια του τυφώνα. |
κατά βάθος, στην ουσία(be essentially) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) What this strike comes down to is a failure to communicate with your staff. Αυτή η απεργία είναι, κατά βάθος, ένα πρόβλημα επικοινωνίας με το προσωπικό. |
αρρωσταίνω(figurative, informal (fall ill) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I've just come down with a cold. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η γιαγιά μου αρρώστησε από μια περίεργη ασθένεια και κανείς δεν μπόρεσε να βγάλει διάγνωση. |
παρουσιάζομαι/παραδίνομαι στην αστυνομίαphrasal verb, intransitive (go to police) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The investigators pleaded for anyone with information about the crime to come forward. Οι υπεύθυνοι της έρευνας παρακάλεσαν όσους είχαν πληροφορίες για το έγκλημα να παρουσιαστούν στην αστυνομία. |
προσφέρομαιphrasal verb, intransitive (figurative (volunteer) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) When they requested volunteers, I came forward since I had nothing better to do. Όταν ζήτησαν εθελοντές, προσφέρθηκα καθώς δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω. |
μετακινούμαι προς τα εμπρόςphrasal verb, intransitive (move to front) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The preacher said; "Come forward now if you feel the spirit." Ο ιεροκήρυκας είπε: «Μετακινηθείτε τώρα προς τα εμπρός, εάν νιώθετε το πνεύμα.» |
μπαίνωphrasal verb, intransitive (enter, go indoors) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Please come in; the door is open. Εισέλθετε παρακαλώ. Η πόρτα είναι ανοιχτή. |
φτάνω, έρχομαιphrasal verb, intransitive (be available) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The shipment of parts did not come in, so we will not be able to fill that order. Δεν έφτασε το φορτίο με τα εξαρτήματα, γι' αυτό δεν θα μπορέσουμε να εκτελέσουμε εκείνη την παραγγελία. |
τερματίζω, βγαίνω, τελειώνωphrasal verb, intransitive (finish race: in nth place) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I don't care if I win the race, I just don't want to come in last. Δεν με νοιάζει αν θα κερδίσω τον αγώνα. Θέλω απλώς να μην τερματίσω τελευταίος. |
έρχομαι, μπαίνωphrasal verb, intransitive (figurative (become involved) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We need expert advice, and that's where you come in. Χρειαζόμαστε τη συμβουλή ενός ειδικού και αυτός είναι ο δικός σου ρόλος. |
τσακώνομαιverbal expression (argue) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ο καλύτερος δυνατόςexpression (the best available) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ναυαγώ, πάω κατά διαόλου, αποτυγχάνωverbal expression (informal (suffer defeat, misfortune) (ΗΒ, αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σωριάζομαιverbal expression (informal (fall badly) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) If you don't get down off that wall you're going to come a cropper. |
δείχνω, φαίνομαιverbal expression (give certain impression) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I don't know Emily very well, but she comes across as an intelligent girl. Δεν ξέρω καλά την Έμιλι, αλλά φαίνεται να είναι έξυπνο κορίτσι. |
πως είπατε;interjection (slang (what did you say?) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Come again? I didn't hear what you said. |
ζωντανεύω(figurative (fiction: seem real) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The characters in the film really come alive thanks to the director. |
ζωντανεύω(figurative (become lively) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Despite a quiet first half, the match came alive after the break. |
Άντε!interjection (hurry) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Come along! We don't want to be late! |
φέρνωverbal expression (informal (fetch) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you want it come and get it, but you better hurry 'cause it's goin' fast. |
πηγαινοέρχομαιverbal expression (walk to and fro) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) During recess the students are allowed to come and go as they please. |
λειτουργώ με διακοπέςverbal expression (be intermittent) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The wireless reception is unreliable here, my connection keeps coming and going. |
είμαι φευγαλέος, ακριβοθώρητοςverbal expression (be fleeting) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) As the Great Depression taught us, financial security can come and go. |
ξηλώνονται οι ραφέςverbal expression (come unstitched) (ενός υφάσματος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The sofa cushion is coming apart at the seams so the stuffing is sticking out. |
πάω στραβάverbal expression (figurative (go wrong) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The proposed merger appears to be coming apart at the seams. |
καταρρέωverbal expression (figurative (lose control of emotions) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She started getting frazzled when she lost her job; now her husband has left her, and she's really coming apart at the seams. |
έρχομαι(visit [sb]) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) If you come round later, we can do our homework together. Αν περάσεις αργότερα, μπορούμε να κάνουμε μαζί τα μαθήματά μας. |
έρχομαι ξαφνικά/απότομαverbal expression (news: be unexpected) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Since you are always late to work, it should not come as a shock that you would get fired. |
αποτελώ έκπληξη, είμαι έκπληξηverbal expression (be unexpected) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The letter offering me a job came as a total surprise. |
Έλα όπως είσαιverbal expression (no dress code) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) What should I wear to the party? Just come as you are. |
έχω κάποιο κόστος, έχω κόστοςverbal expression (figurative (have a downside or disadvantage) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Rock stars discover that fame and fortune come at a price. |
φεύγω από κτverbal expression (leave) Lucy came away from the interview feeling confident that she had got the job. |
απομακρύνομαι από κτ, φεύγω από κτverbal expression (move further) Come away from that cliff edge; it may crumble. |
βγαίνω από κτverbal expression (become detached) (μεταφορικά) The cupboard door had come away from one of its hinges. |
επανέρχομαιverbal expression (return in order to do [sth]) (για να κάνω κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ava left home at 18, but came back ten years later to care for her mother. |
ανασταίνομαιverbal expression (figurative (succeed again) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) In last place going into the final lap, the runner came back from the dead to win the race. |
ανακάμπτωverbal expression (figurative (recover) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) After the triple bypass, he came back from the dead and now he is living an active life. |
κτ δεν με αφήνει σε ησυχίαverbal expression (figurative, informal (cause problems later) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κτ με στοιχειώνειverbal expression (figurative, informal (cause regret later) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προηγούμαι(precede) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The number 2 comes before 3, and 4 comes before 5. |
προηγούμαι(figurative (be more important than) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The welfare of my family comes before anything else. Η ευημερία της οικογένειάς μου προηγείται. |
εξομολογούμαι(informal (confess) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μιλάω ανοιχτά για κτ(informal (confess to [sth]) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You might feel better if you go to your boss and just come clean about what you did. |
πλησιάζω, έρχομαι κοντά, προσεγγίζωintransitive verb (approach, get nearer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you come closer to the nest, you will be able to hear the birds better. |
κατεβαίνω(descend) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) An avalanche prevented them from coming down the mountain. Μια χιονοστιβάδα δεν τους άφησε να κατέβουν το βουνό. |
επιπλήττω αυστηράverbal expression (informal, figurative (punish) (χωρίς ποινή) |
πέφτει η τιμή μουverbal expression (informal (become less expensive) (γίνομαι λιγότερο ακριβός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) That computer will come down in price when a faster model becomes available. Θα αγοράσω το καινούριο μοντέλο κινητού όταν πέσει η τιμή του. |
εμφανίζομαιverbal expression (US, figurative (appear, emerge) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προσγειώνομαιverbal expression (figurative (be realistic) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He came down to earth with a real bump when he was forced to get his first job. Προσγειώθηκε απότομα όταν αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά για πρώτη φορά. |
έρχομαι πρόσωπο με πρόσωποverbal expression (literal, figurative (be confronted by, meet [sb], [sth]) (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I knew that at some point, I would have to come face to face with my ex. |
έρχομαι πρώτος, τερματίζω πρώτος, βγαίνω πρώτος(finish first in race) Mark came first in the race. |
προηγούμαι(be first in sequence) (είμαι πρώτος σε σειρά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Which came first, the chicken or the egg? |
προηγούμαι(figurative (be top priority) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Caring for her children comes first; her job is second priority. |
κατάγομαι, είμαι(be born or raised in) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She comes from India. He comes from a very poor part of the country. Κατάγεται (or: Είναι) από την Ινδία. Κατάγεται (or: Είναι) από ένα πολύ φτωχό μέρος της χώρας. |
προέρχομαι από κτ(have as its source) (έχω ως πηγή) Three-quarters of our daily water supply comes from lakes, rivers, and streams. Τα τρία τέταρτα της ημερήσιας προμήθειάς μας σε νερό προέρχονται από λίμνες, ποτάμια και ρυάκια. |
κερδίζω αν και είμαι το αουτσάιντερverbal expression (sports: win from a lagging position) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He overtook the leader in the last lap to come from behind to win. |
ξαναβρίσκομαι στο ίδιο σημείο, επιστρέφω στο ίδιο σημείοverbal expression (figurative (return to original situation) (μεταφορικά: κατάσταση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Today I'm starting work back at the firm where I had my first job; I feel like my career's come full circle. |
βρέξει χιονίσει, ότι και να γίνειadverb (whatever the difficulties) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Come hell or high water, I am going to finish this marathon. |
Έλα δω!, Έλα εδώ!interjection (beckoning) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Come here and look at the painting. |
Έρχεσαι συχνά εδώ;expression (informal (chat-up line) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γυρίζω σπίτι, γυρνάω σπίτι, έρχομαι σπίτιverbal expression (return to your home) Come straight home after school today, young man! Finn's parents were anxious when he failed to come home after going to the pub with his friends. |
έχω αρνητικές επιπτώσειςverbal expression (figurative (become a problem) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The company's financial problems came home to roost and it nearly went bankrupt. |
εκτίθεμαι σε κάτιverbal expression (be exposed to: [sth] harmful) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I phoned the doctor as soon as I found out I had come in contact with someone who had Swine Flu. Τηλεφώνησα στη γιατρό μόλις ανακάλυψα ότι είχα εκτεθεί στον ιό της γρίπης των χοίρων μετά από την επαφή μου με κάποιον που είχε προσβληθεί από αυτή. |
γνωρίζω, συναντώ κάποιονverbal expression (meet: [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δέχομαιverbal expression (informal (suffer: criticism, etc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χρειάζομαιverbal expression (informal (prove useful) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I always keep paper clips in my wallet; you never know when they'll come in handy. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το βιβλίο που μου έδωσες μου φάνηκε πολύ χρήσιμο για την πτυχιακή μου. |
έρχομαι ειρηνικάverbal expression (have no hostile intent) When they invade they will undoubtedly say "We come in peace." |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του come στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του come
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.