Τι σημαίνει το linked στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης linked στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του linked στο Αγγλικά.

Η λέξη linked στο Αγγλικά σημαίνει συνδεδεμένος, που συνδέεται, που έχει σχέση, συνδεδεμένος, συνδέω, ενώνω, συνδέω κτ με κτ, ενώνω κτ με κτ, συνδέομαι, συνδέω κπ/κτ με κπ/κτ, συνδέω κπ/κτ με κπ/κτ, σύνδεση, συνδέω κπ/κτ με κπ/κτ, κρίκος, κρίκος, σύνδεση, λινκ, σύνδεση, γήπεδο γκολφ, είμαι συνδεδεμένος με κτ/κπ, που σχετίζεται με κπ/κτ, φυλοσύνδετος, φυλοσύνδετος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης linked

συνδεδεμένος

adjective (physically connected) (με κάτι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The old couple's linked arms were a means of support as well as a sign of affection.
Τα ενωμένα χέρια του ηλικιωμένου ζευγαριού ήταν ένα μέσο στήριξης αλλά και ένα δείγμα αγάπης.

που συνδέεται, που έχει σχέση

adjective (figurative (related)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The police detective was investigating a spate of linked crimes.
Ο αστυνομικός ερευνούσε μια σειρά από εγκλήματα που συνδέονταν.

συνδεδεμένος

adjective (internet) (με κάτι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The main company website has several linked sites belonging to its subsidiaries.
Η κύρια ιστοσελίδα της εταιρείας έχει πολλά συνδεδεμένα σάιτ που ανήκουν στις θυγατρικές της.

συνδέω, ενώνω

transitive verb (connect) (κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They linked the two carriages to form a longer train.
Συνέδεσαν (or: ένωσαν) τα δύο βαγόνια για να σχηματιστεί ένα μεγαλύτερο τρένο.

συνδέω κτ με κτ, ενώνω κτ με κτ

(connect physically)

Gaby used a USB cable to link the printer with the computer.
Η Γκάμπι χρησιμοποίησε ένα καλώδιο USB για να συνδέσει τον εκτυπωτή με τον υπολογιστή.

συνδέομαι

intransitive verb (be, become connected)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The carriages linked to form a longer train.
Τα βαγόνια συνδέθηκαν για να σχηματίσουν ένα μεγαλύτερο τρένο.

συνδέω κπ/κτ με κπ/κτ

(figurative (connect mentally) (μεταφορικά)

The detective linked the suspect to the crime scene.
Ο ντετέκτιβ συνέδεσε τον ύποπτο με τον τόπο του εγκλήματος.

συνδέω κπ/κτ με κπ/κτ

(figurative (associate)

The rock star has often been linked with bad behaviour such as taking drugs.

σύνδεση

noun (figurative (connection) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Is there any link between these two murders?
Υπάρχει κάποια σύνδεση (or: σχέση) ανάμεσα στους δύο φόνους;

συνδέω κπ/κτ με κπ/κτ

(correlate, associate)

Several studies have linked smoking with birth defects.

κρίκος

noun (part of a chain)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The chain is only as strong as its weakest link.
Η αλυσίδα είναι τόσο ισχυρή όσο ο πιο αδύναμος κρίκος της.

κρίκος

noun (figurative (connection in a chain) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He's the weakest link in our team.
Είναι ο πιο αδύναμος κρίκος της ομάδας μας.

σύνδεση

noun (phone, communication)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We lost our link to headquarters, and are trying to call back.
Χάσαμε τη σύνδεση με τα κεντρικά και προσπαθούμε να τους ξανακαλέσουμε.

λινκ

noun (internet hyperlink)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Here's a link to an Internet site that I like.
Αυτός είναι ο σύνδεσμος για μία ιστοσελίδα που μου αρέσει.

σύνδεση

noun (means of travel) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a bus link from the airport to the subway.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το καλοκαίρι εγκαινιάζεται η αεροπορική σύνδεση της Θεσσαλονίκης με τα νησιά του Αιγαίου.

γήπεδο γκολφ

noun (golf course)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
"Murder on the Links" is an Agatha Christie mystery.
«Ο Φόνος στο Γήπεδο του Γκολφ» είναι ένα μυθιστόρημα μυστηρίου της Αγκάθα Κρίστι.

είμαι συνδεδεμένος με κτ/κπ

(figurative (caused by, due to)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Heart disease is linked to lifestyle choices.

που σχετίζεται με κπ/κτ

(figurative (associated)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φυλοσύνδετος

adjective (genetics: gene) (γονίδιο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φυλοσύνδετος

adjective (genetics: character) (χαρακτήρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του linked στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του linked

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.