Τι σημαίνει το complètement στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης complètement στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του complètement στο Γαλλικά.

Η λέξη complètement στο Γαλλικά σημαίνει εντελώς, τελείως, πλήρως, εξαιρετικά, ολότελα, εντελώς, απόλυτα, απολύτως, παντελώς, εντελώς, απόλυτα, πλήρως, εξονυχιστικά, υπερβολικά, -, εντελώς, πλήρως, τελείως, εντελώς, τελείως, καθαρός, σκέτος, εντελώς, τελείως, παντελώς, πλήρως, τελείως, εντελώς, ολότελα, εντελώς, πλήρως, συνολικά, εντελώς, τελείως, τελείως, εντελώς, πλήρως, πλήρως, εντελώς, απολύτως, απόλυτα, εντελώς, τελείως, πλήρως, τελείως, εντελώς, με όλο μου το είναι, ντιπ για ντιπ, μπιτ για μπιτ, τελείως, απολύτως, εντελώς, ολότελα, απόλυτα, εντελώς, -, εντελώς, τελείως, απολύτως, εντελώς, απολύτως, πλήρως, αποκλειστικά, ολοκληρωτικά, ολόψυχα, μακάρια, βασικά, ουσιαστικά, εντελώς, απόλυτα, εξαιρετικά, τρελά, κατάφωρος, εντελώς, παντελώς, εντελώς, τελείως, εντελώς, απολύτως, απόλυτα, ολόκληρος, στο μεγαλύτερο βαθμό, σε όλη την έκταση, εντελώς, τελείως, τρελά, αποκλειστικά, ολοκληρωτικά, εντελώς, τελείως, απλά, απλώς, οικτρά, παταγωδώς, συμφωνώ, εντελώς, τελείως, βουλωμένος, κατεστραμμένος, απόλυτα σωστός, εντελώς παγωμένος, παλάβρας, μουσκεμένος, ταπί, στον άσο, πανί με πανί, που έχει παγώσει, που έχει ξεπαγιάσει, τρελός, παλαβός, παράφρονας, τύφλα, ντίρλα, πλάκα, άφραγκος, αδέκαρος, το δάγκωσα από το κρύο, ολόγυμνος, για τίποτα στον κόσμο, δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω μία, δεν δίνω φράγκο, δεν δίνω πεντάρα τσακιστή, έχω ακατάστατα μαλλιά, είμαι αναμαλλιασμένος, δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω δεκάρα τσακιστή, ξυρίζω, τρελός, παλαβός, λιώμα, εντελώς λάθος, που έχει παγώσει, 100% πληρότητα, ανεπαρκώς ανεπτυγμένος, σαραβαλιάζω, σμπαραλιάζω, θεόκουφος, διαλύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης complètement

εντελώς, τελείως, πλήρως

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je suis complètement (or: totalement) exténuée !
Είμαι ντιπ για ντιπ εξαντλημένος!

εξαιρετικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les critiques complètement négatives n'ont pas incité les gens à aller voir la pièce.
Οι εξαιρετικά αρνητικές κριτικές είχαν ως αποτέλεσμα να μην έρθει κόσμος στο έργο.

ολότελα, εντελώς, απόλυτα, απολύτως, παντελώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εντελώς, απόλυτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Robert en avait complètement marre après avoir passé la journée à s'occuper d'adolescents indisciplinés.
Ο Ρόμπερτ ήταν εντελώς μπουχτισμένος ύστερα από μια ημέρα ενασχόλησης με απείθαρχους εφήβους.

πλήρως, εξονυχιστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

υπερβολικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

-

adverbe (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Le lac était complètement gelé.
Η λίμνη είχε παγώσει τελείως.

εντελώς, πλήρως, τελείως

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il a complètement remboursé son prêt en seulement trois ans.

εντελώς, τελείως

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je suis complètement fauché. J'ai besoin d'un travail.

καθαρός, σκέτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est complètement idiot d'essayer de résoudre un problème par la violence.
Είναι πέρα για πέρα χαζό α προσπαθεί κανείς να λύσει ένα πρόβλημα με καβγάδες.

εντελώς, τελείως, παντελώς, πλήρως

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle est complètement folle !

τελείως, εντελώς

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
C'est son anniversaire et j'ai complètement oublié !
Είναι τα γενέθλιά της και το ξέχασα τελείως.

ολότελα

(καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ils ont attendu qu'il soit complètement hors de vue et ont couru à la grange. La porte s'est complètement dégondée avant de tomber.
Περίμεναν μέχρι να εξαφανιστεί τελείως και μετά έτρεξαν στον στάβλο. Η πόρτα βγήκε τελείως από τους μεντεσέδες της.

εντελώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πλήρως, συνολικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εντελώς, τελείως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mais c'est complètement débile : tu ne peux pas faire pousser des bananes dans le désert !

τελείως, εντελώς, πλήρως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le patient était parfaitement conscient, mais aussi totalement paralysé.
Ο ασθενής ήταν εντελώς ξύπνιος, αλλά και εντελώς παραλυμένος.

πλήρως, εντελώς, απολύτως, απόλυτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il n'y a pas d'hypothèque sur notre maison, nous en sommes entièrement propriétaires.
Δεν έχουμε υποθήκη στο σπίτι μας. Είναι εντελώς δικό μας.

εντελώς, τελείως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cet étalage est totalement inacceptable.
Η παρουσίαση είναι εντελώς απαράδεκτη.

πλήρως, τελείως, εντελώς

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tony a conduit le camion à la décharge une fois qu'il était complètement plein.
Ο Τόνυ πήγε το φορτηγό στη χωματερή όταν ήταν εντελώς γεμάτο.

με όλο μου το είναι

(δίνομαι σε κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lisa se plongea de tout cœur dans le projet.

ντιπ για ντιπ, μπιτ για μπιτ

adverbe (αργκό: εντελώς, απολύτως)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τελείως, απολύτως, εντελώς, ολότελα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Voler le sac de la vieille dame était absolument immoral !
Η κλοπή της τσάντας της γηραιάς κυρίας ήταν εντελώς λάθος.

απόλυτα, εντελώς

adverbe (adhésion totale)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je suis entièrement d'accord avec toi.

-

adverbe (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Je suis totalement crevée après toutes ces emplettes.
Έχω εξαντληθεί μετά από όλα αυτά τα ψώνια!

εντελώς, τελείως, απολύτως

(εμφατικό)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il s'est complètement planté !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτό που λες είναι μπιτ για μπιτ λάθος!

εντελώς, απολύτως, πλήρως

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je ne suis pas complètement certain si c'est John qui m'a dit ça ou Steve.

αποκλειστικά, ολοκληρωτικά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
J'étais complètement concentré sur mon livre et je n'ai pas du tout remarqué l'inconnu qui s'était assis à côté de moi.

ολόψυχα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μακάρια

(heureux)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

βασικά, ουσιαστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εντελώς, απόλυτα

(être au courant, avoir raison)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je suis parfaitement au courant de la situation.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είμαστε εντελώς (or: απόλυτα) ευχαριστημένοι που καθόμαστε εδώ.

εξαιρετικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τρελά

(familier, jeune) (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle est incroyable et j'en suis tombé grave amoureux.
Είναι καταπληκτική και την ερωτεύτηκα τρελά.

κατάφωρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Κατηγορήθηκαν για κατάφωρα ψεύδη.

εντελώς, παντελώς

(entièrement)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il est entré tout couvert de boue.
Ήρθε εντελώς (or: παντελώς) καλυμμένος από λάσπη.

εντελώς, τελείως

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'homme était totalement (or: complètement) aveugle ; il ne pouvait rien voir.

εντελώς, απολύτως, απόλυτα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nous avons été tout à fait (or: complètement) pris au dépourvu par le nombre de candidatures que nous avons reçues.
Ήμασταν εντελώς απροετοίμαστοι για τον αριθμό των αιτήσεων που λάβαμε.

ολόκληρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a lu le livre en entier durant le voyage.
Διάβασε ολόκληρο το βιβλίο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.

στο μεγαλύτερο βαθμό, σε όλη την έκταση

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εντελώς, τελείως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τρελά

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Brian veut descendre la cascade en canoë ? Il est extrêmement (or: complètement) stupide !
Ο Μπράιαν θέλει να περάσει με κανό πάνω από τον καταρράκτη; Είναι τρελά ηλίθιος!

αποκλειστικά, ολοκληρωτικά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
William était entièrement responsable de son comportement à la fête.

εντελώς, τελείως

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'enfant totalement (or: complètement) sourd apprit la langue des signes dès son plus jeune âge.

απλά, απλώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ο γάμος το Μαρκ και της Ρέιτσελ ήταν απλά τέλειος.

οικτρά, παταγωδώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle était très fatiguée le jour de la course et elle a totalement échoué dans la tentative de battre son propre record.
Ήταν πολύ κουρασμένη τη μέρα του αγώνα και απέτυχε παταγωδώς να καταρρίψει το δικό της ρεκόρ.

συμφωνώ

interjection (je suis d'accord)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
- Il n'aurait pas dû aller à la soirée. - Absolument !
«Δεν έπρεπε να έχει έρθει στο πάρτυ.» «Μαζί σου!»

εντελώς, τελείως

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il faut que je nettoie entièrement (or: complètement) la maison.
Πρέπει να καθαρίσω εντελώς το σπίτι.

βουλωμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Mes oreilles étaient complètement bouchées.

κατεστραμμένος

(κυριολεκτικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les services de secours ont enlevé les véhicules complètement détruits de l'autoroute.

απόλυτα σωστός

locution verbale (απάντηση)

Comment tu connaissais la réponse ? Tu as complètement raison ! Tu avais complètement raison pour ce mec : c'est vraiment un sale type !

εντελώς παγωμένος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Le lac était complètement gelé et des enfants patinaient dessus.

παλάβρας

(αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tu serais fou à lier d'entrer dans la jungle sans guide.

μουσκεμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ταπί, στον άσο, πανί με πανί

locution adjectivale (familier)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Après avoir retapé la maison à notre goût, nous étions complètement fauchés.

που έχει παγώσει, που έχει ξεπαγιάσει

(figuré : personne) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je ne sais pas pour vous, mais moi, je suis frigorifié.

τρελός, παλαβός, παράφρονας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il parle tout seul et gesticule frénétiquement : le pauvre homme semble être fou à lier.

τύφλα, ντίρλα

(καθομιλουμένη, μτφ)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

πλάκα

locution adjectivale (καθομ: επίπεδος)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

άφραγκος, αδέκαρος

adjectif (populaire)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

το δάγκωσα από το κρύο

(καθομιλουμένη)

ολόγυμνος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un homme ouvrit la porte ; il était complètement nu.

για τίποτα στον κόσμο

locution adverbiale (pour une impossibilité)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il est absolument impossible d'obtenir une table dans ce restaurant.

δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω μία, δεν δίνω φράγκο, δεν δίνω πεντάρα τσακιστή

(un peu familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je me fiche complètement des gros titres de la presse à scandale.
Σκασίλα μου για όσα λένε οι παλιοφυλλάδες!

έχω ακατάστατα μαλλιά, είμαι αναμαλλιασμένος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les vêtements de Sarah étaient couverts de boue et elle avait les cheveux en bataille (or: en pétard).

δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω δεκάρα τσακιστή

(vulgaire) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sally a dit qu'elle s'en foutait complètement de ce que faisait son ex-mari infidèle de son temps.

ξυρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan a rasé sa barbe.

τρελός, παλαβός

locution adjectivale (familier) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il faut être complètement cinglé pour demander un tel prix !

λιώμα

locution adjectivale (familier) (αργκό,μτφ, μόνο ενικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εντελώς λάθος

verbe pronominal (familier)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Toi qui croyais en l'équipe de France de football, tu t'es complètement planté.

που έχει παγώσει

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

100% πληρότητα

adjectif (immeuble, résidence) (κτίριο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si l'immeuble est complètement occupé, c'est parce que le quartier est bon marché.

ανεπαρκώς ανεπτυγμένος

locution adjectivale

σαραβαλιάζω, σμπαραλιάζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Μπράιαν είχε ένα ατύχημα και σαραβάλιασε το αυτοκίνητό του.

θεόκουφος

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαλύω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του complètement στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του complètement

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.