Τι σημαίνει το confianza στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης confianza στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του confianza στο ισπανικά.

Η λέξη confianza στο ισπανικά σημαίνει εμπιστοσύνη, εμπιστευτικότητα, εχεμύθεια, οικειότητα, υπερβολική διαχυτικότητα, αυτοπεποίθηση, οικειότητα, σιγουριά, πίστη, εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνη, πεποίθηση, σιγουριά, βεβαιότητα, ηθικό, φρόνημα, αξιοπιστία, βεβαιότητα, αυτοπεποίθηση, καταφύγιο, πίστη, σιγουριά, αυτοπεποίθηση, με σιγουριά, ανασφάλεια, κεφάτα, χαρούμενα, πιστεύω, δυσπιστία, καχυποψία, δυσπιστία, καχυποψία, που τον εμπιστεύομαι, με σιγουριά, με αυτοπεποίθηση, αναξιόπιστος, αναξιόπιστος, αφερέγγυος, αυτός που εμπιστεύομαι, το άτομο που εμπιστεύομαι, υπέρμετρη αυτοπεποίθηση, αθέτηση υπόσχεσης, ανασφάλεια, υπέυθυνο άτομο, άλμα πίστης, αυτοπεποίθηση, αξιοπιστία, εμπιστοσύνη του καταναλωτή, εμπιστοσύνη των καταναλωτών, αυτοπεποίθηση, αυτοπεποίθηση, έχω οικειότητα, κερδίζω την εμπιστοσύνη, εμπνέω αυτοπεποίθηση, εμψυχώνω, ενθαρρύνω, χάνω την αυτοπεποίθηση μου, έχω αυτοπεποίθηση, εγκαταλείπω, αφήνω, αποκτώ αυτοπεποίθηση, αναξιόπιστος, με εμπιστοσύνη, εμπιστευτικός, ψήφος εμπιστοσύνης, εμπνέω εμπιστοσύνη, συμπεριφέρομαι υπερβολικά φιλικά σε κπ, έχω αυτοπεποίθηση, έχω εμπιστοσύνη σε κπ, βέβαιος ότι/πως, σίγουρος ότι/πως, ασταθής, πιστεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης confianza

εμπιστοσύνη

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tengo confianza plena en ti.
Σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη.

εμπιστευτικότητα, εχεμύθεια

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No puedo contarte lo que pasa con Juan sin traicionar su confianza.
Δεν μπορώ να σου πω τι συμβαίνει στον Τζον χωρίς να προδώσω την εμπιστοσύνη που μου έδειξε.

οικειότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dan se toma mucha confianza cuando habla con su jefe.

υπερβολική διαχυτικότητα

La confianza de Jules con su jefe era inapropiada.

αυτοπεποίθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La confianza del hombre de negocios lo ayudó a triunfar.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η αυτοπεποίθησή του τον βοήθησε να πετύχει.

οικειότητα

(με κάποιον)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi familiaridad con Emma me convierte en la mejor persona para hablar con ella sobre el problema.

σιγουριά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πίστη

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La confianza que el padre tenía en su hijo le permitió darle gran libertad.
Χάρη στην εμπιστοσύνη του πατέρα του, ο νεαρός είχε αρκετή ελευθερία.

εμπιστοσύνη

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tienes mi confianza, siento que puedo contarte lo que sea.
Έχεις κερδίσει την εμπιστοσύνη μου. Νιώθω ότι μπορώ να σου πω οτιδήποτε.

εμπιστοσύνη

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tengo mi confianza puesta en su honestidad.

εμπιστοσύνη

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ahora tengo confianza en el mentor y espero estar bien.

πεποίθηση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tengo confianza en que no me decepcionará.

σιγουριά, βεβαιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Puedes actuar con la confianza de que todo marchará de acuerdo al plan.

ηθικό, φρόνημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La buena moral de los empleados se refleja en el aumento de los niveles de productividad.
Το ηθικό των εργατών είναι ψηλά και αυτό αντανακλάται στην αυξανόμενη παραγωγικότητα.

αξιοπιστία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nunca he dudado de la honradez de James, siempre ha sido totalmente fiable.

βεβαιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Henry me dijo con seguridad que el técnico vendría hoy.
Ο Χένρυ μου είπε με βεβαιότητα πως ο μάστορας θα ερχόταν σήμερα.

αυτοπεποίθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El pastelero colocó el glaseado en la tarta con autoridad.
Ο ζαχαροπλάστης έβαζε το γλάσο πάνω στην τούρτα με σιγουριά.

καταφύγιο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πίστη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ella tenía fe en que él cumpliría su promesa.
Του είχε εμπιστοσύνη ότι θα έκανε αυτό που είπε.

σιγουριά, αυτοπεποίθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bill mostró firmeza durante las negociaciones.

με σιγουριά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανασφάλεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κεφάτα, χαρούμενα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πιστεύω

(ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Creo que, tal como prometió, regresará.
Πιστεύω ότι θα γυρίσει, όπως υποσχέθηκε.

δυσπιστία, καχυποψία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La desconfianza entre los compañeros de trabajo está perjudicando la calidad del trabajo.

δυσπιστία, καχυποψία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dijo varias cosas reconfortantes que hicieron que mi desconfianza se fuera.

που τον εμπιστεύομαι

(amigo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El viajero se horrorizó cuando sus leales compañeros resultaron ser ladrones que solo se habían hecho amigos suyos para quitarle el dinero.

με σιγουριά, με αυτοπεποίθηση

Confiadamente caminó a través de la habitación a oscuras hacia la ventana.

αναξιόπιστος

(persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A veces Henry trabaja bien, pero algunas veces es perezoso y otras ni siquiera aparece en el trabajo; ha perdido muchos trabajos porque no se puede confiar en él.
Μερικές φορές ο Χένρι εργάζεται καλά, αλλά κάποιες φορές είναι τεμπέλης και κάποιες άλλες δεν εμφανίζεται καν για δουλειά· έχει χάσει πολλές δουλειές επειδή είναι αναξιόπιστος.

αναξιόπιστος, αφερέγγυος

locución verbal

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Algunos políticos no son de confianza.

αυτός που εμπιστεύομαι, το άτομο που εμπιστεύομαι

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Jenny llamó a Maria, su persona de confianza, para que la acompañase en su peligrosa misión.
Η Τζένη τηλεφώνησε στην Μαρία, το άτομο που εμπιστευόταν, για να τη συνοδεύσει στην επικίνδυνη αποστολή της.

υπέρμετρη αυτοπεποίθηση

αθέτηση υπόσχεσης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανασφάλεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La falta de confianza en si mismo le dificulta las relaciones personales.
Η ανασφάλειά του στάθηκε εμπόδιο στις σχέσεις του με τις γυναίκες.

υπέυθυνο άτομο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Deja las llaves del departamento con el conserje. Es una persona de confianza.

άλμα πίστης

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aceptar el plan requiere fe ciega.

αυτοπεποίθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El líder de la banda derrochaba confianza en sí mismo sobre el escenario.
Επάνω στη σκηνή ο τραγουδιστής του συγκροτήματος ήταν γεμάτος αυτοπεποίθηση.

αξιοπιστία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Toyota ha destruido su confianza en la marca por todos los defectos ocultos.

εμπιστοσύνη του καταναλωτή, εμπιστοσύνη των καταναλωτών

locución nominal femenina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτοπεποίθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτοπεποίθηση

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

έχω οικειότητα

locución adverbial

La conozco pero no tenemos confianza.

κερδίζω την εμπιστοσύνη

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He logrado ganarme la confianza de nuestro nuevo cliente.
Κατάφερα να κερδίσω την εμπιστοσύνη του τελευταίου πελάτη. Κέρδισε την εμπιστοσύνη των διευθυντών του με την άψογη δουλειά του.

εμπνέω αυτοπεποίθηση, εμψυχώνω, ενθαρρύνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Verlo actuar con tal determinación y seguridad nos inspiraba confianza y nos daba fuerzas para no bajar los brazos.

χάνω την αυτοπεποίθηση μου

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No pierdas la confianza en ti mismo por un error.

έχω αυτοπεποίθηση

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu tienes confianza en ti mismo.

εγκαταλείπω, αφήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No pierdas la confianza en mí, sólo necesito algo de ánimo.
Μη με εγκαταλείπεις! Απλά χρειάζομαι λίγη παραπάνω ενθάρρυνση.

αποκτώ αυτοπεποίθηση

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναξιόπιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El termostato de este horno es poco fiable; a veces la comida queda perfectamente cocinada, pero otras veces sale quemada o cruda.
Ο θερμοστάτης αυτού του φούρνου είναι αναξιόπιστος· μερικές φορές το φαγητό βγαίνει τέλεια ψημένο, αλλά άλλες φορές είναι καμένο ή άψητο.

με εμπιστοσύνη

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Te recomiendo aceptar su consejo con confianza.

εμπιστευτικός

locución adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Te voy a contar un chisme pero en confianza.

ψήφος εμπιστοσύνης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Deberemos darle un voto de confianza al nuevo presidente.

εμπνέω εμπιστοσύνη

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La verdad, un dentista sin dientes no me inspira confianza.

συμπεριφέρομαι υπερβολικά φιλικά σε κπ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω αυτοπεποίθηση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sue se sentía segura cuando entró a la entrevista.

έχω εμπιστοσύνη σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Yo creo en el nuevo Primer Ministro.

βέβαιος ότι/πως, σίγουρος ότι/πως

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Janine está segura de que ganará.
Η Τζανίν είναι βέβαιη ότι θα κερδίσει.

ασταθής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sus opiniones son de poca confianza y lo harían un mal director.

πιστεύω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tengo confianza en que mi problema con el tutor se resolverá por sí mismo.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του confianza στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.