Τι σημαίνει το conscious στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης conscious στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του conscious στο Αγγλικά.
Η λέξη conscious στο Αγγλικά σημαίνει που έχει τις αισθήσεις του, έχω επίγνωση ότι/πως, γνωρίζω ότι/πως, συνειδητός, που έχει αίσθηση, αντιλαμβάνομαι, γνωρίζω, αντιλαμβάνομαι ότι/πως κάνω κτ, νιώθω ανασφάλεια για κτ/κπ, προσέχω, το συνειδητό, ξύπνιος, με ταξική συνείδηση, που έχει επίγνωση του κόστους, που ξέρει από μόδα, που ακολουθεί τη μόδα, κπ που προσέχει την εικόνα του/της, αμήχανος, μισοκοιμισμένος, μοντέρνος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης conscious
που έχει τις αισθήσεις τουadjective (not unconscious, aware) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The patient is conscious and talking. Ο ασθενής έχει τις αισθήσεις του και μιλάει. |
έχω επίγνωση ότι/πως, γνωρίζω ότι/πωςverbal expression (with clause: aware that) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) When I took the exam, I was conscious that my parents were expecting a lot of me. Όταν έγραψα το διαγώνισμα, είχα επίγνωση ότι οι γονείς μου περίμεναν πολλά από μένα. |
συνειδητόςadjective (intentional) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Steve's disobedience was a conscious act. Η ανυπακοή του Στηβ ήταν συνειδητή πράξη. |
που έχει αίσθησηadjective (as suffix (aware of [sth]) (συνήθως καλό: με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Marnie is a very fashion-conscious person. Η Μάρνι έχει αίσθηση της μόδας. |
αντιλαμβάνομαι, γνωρίζωverbal expression (aware) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He was conscious of the people around him, but did not acknowledge them. Αντιλαμβανόταν ότι υπήρχε κόσμος γύρω του, αλλά δεν τους έδινε σημασία. |
αντιλαμβάνομαι ότι/πως κάνω κτverbal expression (aware of your actions) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We make judgements about people all the time without being conscious of doing so. |
νιώθω ανασφάλεια για κτ/κπverbal expression (self-conscious about [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He was conscious of his big feet, so he avoided dancing. Ένιωθε ανασφάλεια για τα μεγάλα πόδια του, και έτσι απέφευγε να χορεύει. |
προσέχωverbal expression (mindful of your actions) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Be conscious of how you step, because the rocks are slippery. Να προσέχεις πως πατάς, γιατί οι πέτρες γλιστράνε. |
το συνειδητόnoun (psychology: conscious mind) The conscious is responsible for reasoning. |
ξύπνιοςadjective (humorous (awake) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It's already 11:00--isn't Hazel conscious yet? |
με ταξική συνείδησηadjective (aware of social differences) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) So class-conscious was Bunter that he never could bring himself to smoke in the presence of Lord Peter. |
που έχει επίγνωση του κόστουςadjective (frugal, thrifty) (άτομο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που ξέρει από μόδα, που ακολουθεί τη μόδαadjective (enjoys trendy clothing) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κπ που προσέχει την εικόνα του/τηςadjective (concerned with one's appearance) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Most professional athletes are very image conscious, so they avoid public scandals. |
αμήχανοςadjective (embarrassed, too self-aware) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Knowing that everyone was watching made me feel very self-conscious. |
μισοκοιμισμένοςadjective (half asleep) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) William looked semiconscious as he slowly ate his breakfast. |
μοντέρνοςadjective (fashionable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του conscious στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του conscious
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.