Τι σημαίνει το will στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης will στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του will στο Αγγλικά.

Η λέξη will στο Αγγλικά σημαίνει θα, διαθήκη, θέληση, θέληση, επιθυμία, θέλημα, -, θα, -, θα, πρέπει, -, -, -, -, κάνω κπ/κτ να κάνει κτ με τη δύναμη της θέλησης, θέλω, θέλω, θέλω κτ πολύ για να γίνει, κληροδοτώ, αντίθετα προς τη θέληση του, όπως επιθυμείς, όπως θέλεις, κατά βούληση, επιβάλλω τη θέλησή μου σε κπ, ακολουθώ οδηγίες κάποιου, ελεύθερη βούληση, θέλημα Θεού, θέλημα Θεού, καλή θέληση, καλή θέληση, καλή διάθεση, φήμη και πελατεία, θα πέσουν κεφάλια, δέχομαι, θα μου λείψεις, με άλλα λόγια, αν έχεις την καλοσύνη, κακία, ακλόνητη θέληση, αποφασιστικότητα, έτσι θα γίνει, διαθήκη ζωής, κάνω τη διαθήκη μου, με τη θέλησή μου, ο χρόνος θα δείξει, επιλογή μου, αποφασιστικότητα να κάνω αυτό που θέλω, δύναμη της θέλησης, αυτό αρκεί, αυτό είναι αρκετό, Ο χρόνος θα δείξει., Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει., εντάξει, ναι, θέληση, Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;, άπιαστος, άφταστος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης will

θα

auxiliary verb (future: prediction or schedule)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
I will cook dinner tomorrow. Her birthday will be on a Sunday next year.
Θα μαγειρέψω δείπνο αύριο. Του χρόνου τα γενέθλιά της θα πέσουν Σάββατο.

διαθήκη

noun (law: testament)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her father left her the house in his will.
Ο πατέρας της τής άφησε το σπίτι στη διαθήκη του.

θέληση

noun (determination)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She accomplished the task through sheer will.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο γάμος έγινε με δική της βούληση.

θέληση

noun (faculty of conscious decisions)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The power of the will often exceeds logic.

επιθυμία

noun (wish)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She went against her father's will and married the musician.

θέλημα

noun (volition)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My grandmother says that what happens is God's will.
Η γιαγιά μου λέει πως ότι συμβαίνει είναι θέλημα Θεού.

-

noun (with qualifying adjective (disposition)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I bear him no ill will, in spite of what he has done.
Δεν του κρατάω κακία, παρά τα όσα μου έχει κάνει.

θα

auxiliary verb (be willing or disposed to)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
The elderly will sacrifice for their grandchildren if they have to.
Οι ηλικιωμένοι είναι διατεθιμένοι να θυσιαστούν για τα εγγόνια τους αν χρειαστεί.

-

auxiliary verb (be required or expected to) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
You will present yourself to the commanding officer immediately.
Οφείλεις να παρουσιαστείς άμεσα στο διοικητή σου.

θα

auxiliary verb (may be expected to)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
She will not have given up hope, as he was only reported missing this morning.
Δεν αναμένεται να έχει χάσει κάθε ελπίδα καθώς δηλώθηκε αγνοούμενος μόλις σήμερα το πρωί.

πρέπει

auxiliary verb (may be supposed to)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
This will be the place, at least if I have understood the directions.
Αυτό πρέπει να είναι το σωστό μέρος, αν δηλαδή έχω καταλάβει σωστά τις οδηγίες.

-

auxiliary verb (be sure to) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Most people talk about helping others, but will take good care of themselves first.
Οι περισσότεροι μιλάνε για βοήθεια προς τους άλλους αλλά πρώτα φροντίζουν τον εαυτό τους.

-

auxiliary verb (habitual action) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
They will forget to wash at least some of the pots.
Ξεχνάνε να πλύνουν τουλάχιστον κάποιες από τις γλάστρες.

-

auxiliary verb (negative (ability) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The lock will not open.
Η κλειδαριά δεν λέει να ανοίξει.

-

auxiliary verb (be determined to) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
"From our very first date I've wanted to marry her, and I will", he thought.
«Από το πρώτο μας ραντεβού θέλω να την παντρευτώ και θα το κάνω», σκέφτηκε.

κάνω κπ/κτ να κάνει κτ με τη δύναμη της θέλησης

verbal expression (try to influence with thoughts)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He willed the plant to survive, but it withered in the drought.
Προσπάθησε να κάνει το φυτό να επιζήσει με τη δύναμη της θέλησής του αλλά αυτό μαράθηκε λόγω ξηρασίας.

θέλω

transitive verb (literary (wish, want)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Do what you will! I'm leaving in five minutes.

θέλω

transitive verb (bring willpower to bear on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If the runner wills it enough, he could break the record.
Αν το θέλει αρκετά, ο δρομέας μπορεί και να σπάσει το ρεκόρ.

θέλω κτ πολύ για να γίνει

transitive verb (make happen by wishing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It doesn't just happen. You need to will it to happen.

κληροδοτώ

transitive verb (bequeath) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She didn't will anything to her family, and left her estate to charity.

αντίθετα προς τη θέληση του

adverb (in opposition to wishes)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Abby was taken to the cabin in the woods against her will.

όπως επιθυμείς, όπως θέλεις

adverb (archaic (expressing obedience: as you wish)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You may do as you will, but that does not mean your actions will be right.

κατά βούληση

adverb (whenever wished)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She just comes and goes at will.

επιβάλλω τη θέλησή μου σε κπ

verbal expression (force to obey)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακολουθώ οδηγίες κάποιου

intransitive verb (carry out [sb]'s instructions)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελεύθερη βούληση

noun (choice, freedom to choose)

Are all things preordained by God or does the individual have free will?
Είναι τα πάντα προκαθορισμένα από τον Θεό ή έχουν ελεύθερη βούληση οι άνθρωποι;

θέλημα Θεού

noun (figurative ([sth] predetermined or meant to be) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θέλημα Θεού

noun ([sth] determined by God)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καλή θέληση

noun (kindness)

We helped the neighbors repair their fence as a gesture of goodwill.
Βοηθήσαμε τους γείτονες να επισκευάσουν τον φράκτη τους ως κίνηση καλής θέλησης.

καλή θέληση, καλή διάθεση

noun (consent, willingness)

Very few people pay their taxes with complete goodwill.
Πολύ λίγοι πληρώνουν τους φόρους τους με εντελώς καλή θέληση.

φήμη και πελατεία

noun (business asset) (επιχειρήσεις)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The price of the business reflects both tangible assets and goodwill.
Η τιμή της εταιρείας αντικατοπτρίζει και τα κινητά και τα άυλα περιουσιακά στοιχεία.

θα πέσουν κεφάλια

expression (figurative (People will be fired.) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Heads will roll when the manager finds out who broke the machine.

δέχομαι

interjection (marriage vow) (σε γάμο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"Abigail Smith, will you promise to love this man and be faithful?" "I will."
«Άμπιγκεϊλ Σμιθ, δέχεσαι ν' αγαπάς αυτόν τον άντρα και να του είσαι πιστή;» «Δέχομαι.»

θα μου λείψεις

interjection (I will feel your absence)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Goodbye, son. I'll miss you.

με άλλα λόγια

adverb (in other words, so to speak)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αν έχεις την καλοσύνη

adverb (polite request)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κακία

noun (resentment, bad feeling) (για κάτι που έγινε)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is clearly a feeling of ill will between the two politicians.

ακλόνητη θέληση, αποφασιστικότητα

noun (stubbornness, determination)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She governs the country with an iron will. My sister has an iron will when it comes to physical fitness.
Κυβερνάει τη χώρα με αποφασιστικότητα. Η αδερφή μου έχει ακλόνητη θέληση (or: αποφασιστικότητα) όταν πρόκειται για τη σωματική της υγεία.

έτσι θα γίνει

expression (this is indisputably going to happen)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If your mother says you have to go to bed early, it will be so.

διαθήκη ζωής

noun (legal statement of long-term wishes)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάνω τη διαθήκη μου

verbal expression (legal document: write)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με τη θέλησή μου

expression (out of choice)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Do you marry this man of your own free will? I retired of my own free will; I was not fired.

ο χρόνος θα δείξει

expression (will know in the future)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Whether or not the football player recovers from his injury—only time will tell.

επιλογή μου

noun (personal choice)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It was my own free will to start this project so I can't blame anyone else when things get tough.

αποφασιστικότητα να κάνω αυτό που θέλω

noun (adherence to own desires)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δύναμη της θέλησης

noun (determination)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She was horribly tired, but forced her feet to move by sheer strength of will.

αυτό αρκεί, αυτό είναι αρκετό

interjection (informal (that will suffice)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That'll do the job until you can get to a proper mechanic.

Ο χρόνος θα δείξει.

expression ([sth] will be revealed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει.

expression (expressing acceptance of future)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εντάξει, ναι

interjection (informal (expressing agreement to do [sth])

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
“Joe, please take out the garbage.” "Will do, Mom!"

θέληση

noun (determination)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'd like to give up smoking but unfortunately don't have the will power.

Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;

expression (proposal) (σε γυναίκα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I've loved you for so long. Will you marry me?

άπιαστος, άφταστος

noun (figurative ([sth/sb] elusive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του will στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του will

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.