Τι σημαίνει το living στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης living στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του living στο Αγγλικά.

Η λέξη living στο Αγγλικά σημαίνει εν ζωή, δουλειά, τα προς το ζην, ζωντανοί, ζωή, ζωντανός, ζωντανός, ζω, μένω, ζω, ζω, ζω, ζω, ζωντανός, ζωντανός, ζωντανά, αναμμένος, πυρωμένος, ενεργός, ηλεκτροφόρος, ζωντανός, ζωντανός, ζωντανά, ζω, επιβιώνω, ζω, ζω, κάνω, βιώνω, ζω, ακολουθώ, κάνω, επιβοηθούμενη διαβίωση, κόστος ζωής, βγάζω τα προς το ζην, εύκολη ζωή, άνετη ζωή, ίσα που τα φέρνω βόλτα, μόλις που τα φέρνω βόλτα, μη παρασιτικός, άνετη ζωή, καλή ζωή, υγιεινός τρόπος ζωής, υψηλό βιοτικό επίπεδο, απ'όσο θυμάμαι, ανεξάρτητη διαβίωση, αυτόνομη διαβίωση, επίδομα διαβίωσης, συνθήκες διαμονής, συνθήκες διαβίωσης, ζώο, ζωντανό πλάσμα, συνθήκες διαβίωσης, βίος αβίωτος, ζωή χωρίς χαρά/συγκινήσεις, βασικά έξοδα, ζωντανή/ομιλούμενη γλώσσα, οργανική ύλη, ζωντανή απόδειξη, χώρος διαμονής, χώρος διαβίωσης, καθιστικό, σαλόνι, κατάσταση διαβίωσης, άνθρωπος, πλάσμα, ψυχή ζώσα, ωφέλιμος χώρος, σαλόνι, ζωτικός χώρος, έκταση κατοικίας, βιοτικό επίπεδο, επίπεδο ζωής, ζωντανό ον, ζωντανοί οργανισμοί, μισθός που επαρκεί για τη διαβίωση, διαθήκη ζωής, βγάζω το ψωμί μου, βγάζω τα προς το ζην, άψυχος, νεκρός, άψυχος, κοψοχολιάζω, τα βγάζω πέρα, τα κουτσοπερνάω, την παλεύω, τα βγάζω πέρα, βιοτικό επίπεδο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης living

εν ζωή

adjective (alive)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
He is Norway's greatest living writer.
Είναι ο σπουδαιότερος εν ζωή συγγραφέας της Νορβηγίας.

δουλειά

noun (job)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What do you do for a living? I am a dentist.
Τί επάγγελμα κάνεις; Είμαι οδοντίατρος.

τα προς το ζην

noun (subsistence)

He earns a modest living as a janitor.
Βγάζει με κόπο τα προς το ζην δουλεύοντας ως επιστάτης.

ζωντανοί

plural noun (people: alive)

After the bombing attack, she was among the living.
Μετά τη βομβιστική επίθεση, ήταν ανάμεσα στους ζωντανούς.

ζωή

noun (lifestyle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Their way of living is too materialistic for my tastes.
Ο τρόπος ζωής τους είναι πολύ υλιστικός για τα γούστα μου.

ζωντανός

adjective (figurative (language: in use) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Latin is not a living language.
Τα Λατινικά δεν είναι ζωντανή γλώσσα.

ζωντανός

adjective (figurative (strong) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They have a living faith, unlike the nominal belief of many others.
Η πίστη τους είναι ζωντανή, αντίθετα από την επιφανειακή πίστη πολλών άλλων ανθρώπων.

ζω, μένω

intransitive verb (reside)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Luca lives on the second floor.
Ο Λουκάς ζει (or: μένει) στον δεύτερο όροφο.

ζω

intransitive verb (manage your life)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Two full time jobs is no way to live.

ζω

intransitive verb (be alive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The king is not dead! He lives!
Ο βασιλιάς δεν είναι νεκρός! Ζει (or: Είναι ζωντανός)!

ζω

intransitive verb (remain alive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Yes, he still lives. He must be ninety years old.
Ναι, ζει ακόμα. Πρέπει να είναι ενενήντα ετών.

ζω

intransitive verb (exist)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cockroaches have lived for millions of years.
Οι κατσαρίδες ζουν εδώ και εκατομμύρια χρόνια.

ζωντανός

adjective (living)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We bought live crabs for dinner.
Αγοράσαμε ζωντανά καβούρια για το δείπνο.

ζωντανός

adjective (broadcast: direct)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Is this broadcast live or pre-recorded?
Αυτή η μετάδοση είναι ζωντανή (or: λάιβ) ή μαγνητοσκοπημένη;

ζωντανά

adverb (perform: in front of people)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The comedian loved performing live.
Στον κωμικό άρεσε πολύ να δίνει παραστάσεις ζωντανά (or: λάιβ).

αναμμένος, πυρωμένος

adjective (coals: burning)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Don't touch the coals from the fire; they are still live.
Μην αγγίζετε τα κάρβουνα από τη φωτιά. Είναι ακόμα αναμμένα (or: πυρωμένα).

ενεργός

adjective (weapons) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In training, the army uses blanks instead of live ammunition.
Στην εκπαίδευση, ο στρατός χρησιμοποιεί άσφαιρα και όχι αληθινά πυρά.

ηλεκτροφόρος

adjective (electrical: with current)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Don't touch the wires; they are still live with electricity.

ζωντανός

adjective (sports: in play) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The ball was still live because it had not gone out of bounds.
Η μπάλα ήταν ακόμα ζωντανή, γιατί δεν είχε βγει εκτός γηπέδου.

ζωντανός

adjective (audience: present at performance) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The comedian loved performing in front of a live audience.
Στον κωμικό άρεσε πολύ να δίνει παραστάσεις μπροστά σε ζωντανό κοινό.

ζωντανά

adverb (broadcast: direct) (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We are broadcasting live from the scene of the protest.
Εκπέμπουμε ζωντανά από την περιοχή των διαδηλώσεων.

ζω, επιβιώνω

intransitive verb (subsist)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Many people around the world live on less than a dollar per day.
Πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν (or: επιβιώνουν) με λιγότερο από ένα δολάριο τη μέρα.

ζω

intransitive verb (enjoy life) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You can't work all your life; you have to live!
Δεν μπορείς να δουλεύεις όλη σου τη ζωή. Πρέπει και να ζήσεις!

ζω, κάνω

intransitive verb (live in some manner)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Many monks live a Spartan life.
Πολλοί μοναχοί διάγουν σπαρτιάτικη ζωή.

βιώνω, ζω

transitive verb (experience)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He still lives the war in his imagination.
Βιώνει (or: Ζει) ακόμα τον πόλεμο με τη φαντασία του.

ακολουθώ, κάνω

transitive verb (way of life) (τρόπος ζωής)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He lives a moral life, as he speaks a moral life.
Ζει ηθικά, όπως υποστηρίζει και με τα λόγια του.

επιβοηθούμενη διαβίωση

noun (care facility)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Assisted living residences combine housing and health care.

κόστος ζωής

noun (cost of basic necessities)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cost of living is outrageous in this city.

βγάζω τα προς το ζην

verbal expression (work as)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What does he do for a living?
Τι δουλειά κάνει;

εύκολη ζωή

noun (relaxed way of life)

άνετη ζωή

noun (wealthy lifestyle)

ίσα που τα φέρνω βόλτα, μόλις που τα φέρνω βόλτα

verbal expression (subsist) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μη παρασιτικός

adjective (plant, animal: not parasitic)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άνετη ζωή, καλή ζωή

noun (comfortable or hearty lifestyle)

He makes a good living from his paintings.
Βγάζει καλά λεφτά από τη ζωγραφική του.

υγιεινός τρόπος ζωής

noun (regular exercise and good nutrition)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υψηλό βιοτικό επίπεδο

noun (material comfort)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απ'όσο θυμάμαι

adverb (as far back as people remember)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This was the worst snowstorm in living memory.
Ποτέ στα χρονικά δεν έχει υπάρξει χειρότερη χιονοθύελλα.

ανεξάρτητη διαβίωση, αυτόνομη διαβίωση

noun (assisted or sheltered accommodation) (θεωρία, τρόπος ζωής)

My parents were in their 80s when they moved out of their house into independent living.

επίδομα διαβίωσης

noun (government welfare benefit)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συνθήκες διαμονής, συνθήκες διαβίωσης

plural noun (type of dwelling and with whom)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Kerry's living arrangements are not ideal--she's living with her parents, even though she's 45 years old.

ζώο, ζωντανό πλάσμα

noun (creature: animal or person)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No living being should ever be treated that way.

συνθήκες διαβίωσης

plural noun (material circumstances in which [sb] lives)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Living conditions in the old USSR ranged from poor to deplorable.

βίος αβίωτος, ζωή χωρίς χαρά/συγκινήσεις

noun (joyless existence or experience)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sitting in history class was living death.

βασικά έξοδα

plural noun (money spent on basic needs)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
My family pays for my living expenses while I'm still studying.

ζωντανή/ομιλούμενη γλώσσα

noun (language that is currently spoken)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Welsh is still a living language in many parts of Wales.

οργανική ύλη

noun (organic material)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All living matter contains amino acids.

ζωντανή απόδειξη

noun ([sb] whose existence is evidence of [sth])

χώρος διαμονής, χώρος διαβίωσης

plural noun (accommodation)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Residents must evacuate their living quarters when the alarm sounds.

καθιστικό, σαλόνι

noun (lounge, family room)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The whole family gathered in the living room to play cards. My apartment has a kitchen, living room, two bedrooms, and a bathroom.
Όλη η οικογένεια συγκεντρώθηκε στο καθιστικό για να παίξει χαρτιά. Το διαμέρισμά μου έχει κουζίνα, καθιστικό, δύο κρεβατοκάμαρες και ένα μπάνιο.

κατάσταση διαβίωσης

noun (domestic arrangement)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

άνθρωπος, πλάσμα, ψυχή ζώσα

noun (person)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If I tell you this secret, you must swear not to tell a living soul! There's not another living soul as gentle and kind as you.

ωφέλιμος χώρος

noun (home: rooms, etc.)

The apartment offers 90 square metres of living space.

σαλόνι

noun (living room)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The property has a large open plan living space on the ground floor and three bedrooms and a bathroom on the first floor.

ζωτικός χώρος

noun (historical (Nazi idea: Lebensraum)

έκταση κατοικίας

noun (land, territory to live on)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βιοτικό επίπεδο

(level of comfort in everyday life)

επίπεδο ζωής

plural noun (level of lifestyle comforts)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ζωντανό ον

noun (animal or plant)

ζωντανοί οργανισμοί

plural noun (life forms)

So far as we know, living things only exist on Earth. Animals, plants, and bacteria are all examples of living things.
Από όσο ξέρουμε, ζωντανοί οργανισμοί υπάρχουν μόνο στη Γη. Τα ζώα, τα φυτά και τα βακτήρια είναι όλα παραδείγματα ζωντανών οργανισμών.

μισθός που επαρκεί για τη διαβίωση

noun (sufficient earnings to live on)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This company doesn't even pay its employees a living wage.

διαθήκη ζωής

noun (legal statement of long-term wishes)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βγάζω το ψωμί μου, βγάζω τα προς το ζην

verbal expression (earn money) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sergei earns a living by driving a taxi. Stephen made his living by trading in stocks and shares.
Ο Σεργκέι βγάζει το ψωμί του οδηγώντας ταξί. Ο Στέφεν έβγαζε τα προς το ζην κάνοντας συναλλαγές με χρεόγραφα και μετοχές.

άψυχος

adjective (inanimate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νεκρός, άψυχος

adjective (dead)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοψοχολιάζω

verbal expression (informal (frighten [sb]) (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Did you have to jump out at me like that? You scared the living daylights out of me!

τα βγάζω πέρα, τα κουτσοπερνάω, την παλεύω

verbal expression (obtain daily necessities with difficult)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Even with two jobs, she barely made enough to scrape out a living.

τα βγάζω πέρα

verbal expression (informal (struggle to earn money) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Even with two jobs it's hard to scratch out a living in this city.

βιοτικό επίπεδο

noun (degree of material comfort)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I lost my job, my standard of living plummeted.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του living στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του living

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.