Τι σημαίνει το continue στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης continue στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του continue στο Γαλλικά.
Η λέξη continue στο Γαλλικά σημαίνει συνεχής, διαρκής, αδιάκοπος, επαναλαμβανόμενος, επίμονος, συνεχής, διαρκής, καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, ασταμάτητος, αδιάκοπος, απευθείας, εξακολουθητικός, εξακολουθητικός, συνεχής, συνεχής, ατελείωτος, ασταμάτητος, αδιάκοπος, ακατάπαυστος, συνεχιζόμενος, τρέχων, συνεχής, διαρκής, μόνιμος, ισόβιος, ακατάπαυστος, αδιάκοπος, αδιάλειπτος, επίμονος, Ας συνεχίσουμε!, συνεχίζω, συνεχίζομαι, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, -, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, προχωράω αργά αλλά σταθερά, διατηρώ, συνεχίζω, επιμένω, προχωρώ, συνεχίζω, επιμένω, συνεχίζω, συνεχίζω, παρατείνω, κίνηση, μετακίνηση, μετατόπιση, διαρκής αξιολόγηση, συνεχής αξιολόγηση, εξακολουθητικός ενεστώτας, συνεχής ροή ειδήσεων, συνεχές ρεύμα, συνεχές ρεύμα, συνεχής, μηχανή κλώσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης continue
συνεχής, διαρκής, αδιάκοπος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le bruit de l'autoroute avoisinante était continu et m'empêchait de dormir. Ο θόρυβος από τον παρακείμενο αυτοκινητόδρομο ήταν ασταμάτητος και δε μπορούσα να κοιμηθώ. |
επαναλαμβανόμενοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La jupe de Mary avait un motif continu de minuscules cercles. Η φούστα της Μαίρης είχε ένα επαναλαμβανόμενο σχέδιο με μικροσκοπικά κυκλάκια. |
επίμονος, συνεχής, διαρκήςadjectif (permanent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il a enfin avoué à l'issue d'un interrogatoire continu. Τελικά ομολόγησε μετά από επίμονη ανάκριση. |
καθ' όλη τη διάρκεια του έτουςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le chef d'établissement envisage d'assurer un service continu en échelonnant les vacances d'été des élèves. |
ασταμάτητος, αδιάκοποςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La circulation continue descendait la route. Η ατελείωτη κίνηση προχωρούσε κατά μήκος του δρόμου. |
απευθείας
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εξακολουθητικόςadjectif (Phonétique) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εξακολουθητικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συνεχής(long terme) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il n'y a pas eu d'avancées dans les négociations continues (or: permanentes). |
συνεχής, ατελείωτος, ασταμάτητος, αδιάκοπος, ακατάπαυστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La musique incessante du voisin a empêché Steve de fermer l'œil de la nuit. |
συνεχιζόμενος, τρέχων(γίνεται τώρα) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Η ενημέρωση του λεξικού είναι μια συνεχής δουλειά. |
συνεχής, διαρκής, μόνιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'en ai assez de tes lamentations continuelles ! |
ισόβιος(ami, passe-temps) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Germaine et moi sommes des amies de longue date (or: de toujours). ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο γάμος πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια ισόβια δέσμευση. |
ακατάπαυστος, αδιάκοπος, αδιάλειπτοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επίμονος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La pluie persistante (or: continue) a laissé la terre saturée d'eau. Η συνεχής (or: διαρκής) βροχή έχει διαποτίσει το χώμα. |
Ας συνεχίσουμε!verbe intransitif (changement de sujet) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Le spectacle doit continuer, on ne va pas laisser quelques gouttes de pluie nous arrêter ! |
συνεχίζω, συνεχίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La bataille a continué et les attaques n'ont pas arrêté. |
συνεχίζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Allez, continue, tu es presque arrivé au sommet de la colline. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μην σταματάς, λίγο ακόμα και θα πετύχεις τον σκοπό σου. |
συνεχίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle a continué comme si de rien n'était. Συνέχισε σα να μην είχε συμβεί τίποτε. |
συνεχίζω(χωρίς διακοπή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a continué son travail sans faire de pause pour le déjeuner. Συνέχισε τη δουλειά του χωρίς να σταματήσει για μεσημεριανό. |
συνεχίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La prof nous a dit de continuer l'exercice qu'elle avait donné pendant qu'elle préparait un test. Η δασκάλα μας είπε να συνεχίσουμε με την άσκηση που μας έβαλε, ενώ η ίδια ετοίμαζε ένα τεστ. |
συνεχίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ne regarde pas la télé. Continue plutôt tes devoirs ! Μη χαζεύεις τηλεόραση. Συνέχισε τα μαθήματά σου! |
συνεχίζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il a continué, sans même prendre de pause déjeuner. |
-verbe transitif (continuité) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Continuez à faire ce que vous faisiez. Συνέχισε αυτό που κάνεις. |
συνεχίζωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bien que le chemin devenait très escarpé, les randonneurs ont décidé de continuer. |
συνεχίζωverbe intransitif (με κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Malgré les conditions météorologiques qui empiraient, les explorateurs ont décidé de continuer leur voyage. |
συνεχίζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συνεχίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je me suis excusé de l'avoir interrompu et il a poursuivi son histoire. |
προχωράω αργά αλλά σταθεράverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le projet est difficile mais je continue. |
διατηρώ, συνεχίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous devons continuer la grève car nous pouvons gagner. Πρέπει να διατηρήσουμε (or: συνεχίσουμε) την απεργία, γιατί μπορούμε να νικήσουμε. |
επιμένω, προχωρώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συνεχίζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επιμένω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συνεχίζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pardon de vous avoir interrompu ; je vous en prie, poursuivez (or: continuez). Συγγνώμη που σας διέκοψα· συνεχίστε παρακαλώ. |
συνεχίζω, παρατείνω(prolonger) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je me demande s'ils vont poursuivre (or: maintenir) le programme l'année prochaine. Αναρωτιέμαι αν θα δώσουν παράταση στο πρόγραμμα για ένα ακόμη έτος. |
κίνηση, μετακίνηση, μετατόπιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Janet observait le mouvement constant du sable dans le vent. Η Τζάνετ παρακολουθούσε την κίνηση της άμμου στον άνεμο. |
διαρκής αξιολόγηση, συνεχής αξιολόγησηnom masculin (εκπαίδευση) |
εξακολουθητικός ενεστώταςnom masculin (Grammaire anglaise,...) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) "I am writing a sentence" est un exemple de phrase au présent progressif. «Ι am writing a sentence» είναι ένα παράδειγμα πρότασης σε εξακολουθητικό ενεστώτα. |
συνεχής ροή ειδήσεωνnom féminin pluriel (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les chaînes d'informations en continu sont par essence monotones. |
συνεχές ρεύμαnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
συνεχές ρεύμαnom masculin |
συνεχής(répétition) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il y a eu de la grêle continuelle (or: incessante) toute la nuit. |
μηχανή κλώσηςnom masculin (machine) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του continue στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του continue
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.