Τι σημαίνει το contrôle στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης contrôle στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του contrôle στο Γαλλικά.

Η λέξη contrôle στο Γαλλικά σημαίνει έλεγχος, αυτοέλεγχος, έλεγχος, έλεγχος, κοντρόλ, διαγώνισμα, έλεγχος, ελεγχόμενος, κατευθυνόμενος, αστυνόμευση, ελεγχόμενος, απόλυτος έλεγχος, έλεγχος, κυριαρχία, επιβολή, εξετάσεις, επιθεώρηση, παρακολούθηση, κυριαρχία, εξουσία, εξέταση, έλεγχος, ελέγχω, ελέγχω, περιορίζω, χειρίζομαι, έχω κπ στο χέρι, ελέγχω, διαχειρίζομαι, ελέγχω, κυβερνώ, διέπω, συγκρατώ, τιθασεύω, δαμάζω, είμαι κύριος, εξετάζω, μέσο ελέγχου, Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων, αυτοπειθαρχία, αυτοσυγκράτηση, λίστα, παρακολούθηση, υπό έλεγχο, υπό επιτήρηση, υπό επίβλεψη, σημείο ελέγχου, πύργος ελέγχου, έλεγχος μισθωμάτων, έλεγχος ενοικίων, αυτόματος έλεγχος, αυτόματος έλεγχος απολαβής, επαναληπτική εξέταση, πλήρης εξουσία, έλεγχος από κοινού, χειροκίνητος έλεγχος, αγορανομικός έλεγχος, αιφνιδιαστικός έλεγχος, ετατισμός, κρατισμός, λίστα, έλεγχος διαβατηρίου, έλεγχος ενάεριας κυκλοφορίας, έλεγχος διοικητικών εγγράφων, διαρκής αξιολόγηση, συνεχής αξιολόγηση, πλήκτρο Control, πλήκτρο ελέγχου, μαθήματα, έλεγχος ανίχνευσης ουσιών, έλεγχος ταυτότητας, τεχνικός έλεγχος οχήματος, διαχείριση σωματικού βάρους, τεστ ορθογραφίας, τεχνικός έλεγχος οχημάτων, γονικός έλεγχος, παίρνω τον έλεγχο, βγαίνω θετικός, παίρνω τον έλεγχο, ανεξέλεγκτος, κουτί από πυξό του Νομισματοκοπείου της Αγγλίας για τη φύλαξη των προς έλεγχο πρότυπων νομισμάτων, παράδοση και έλεγχος αποσκευών, δελτίο τεχνικού ελέγχου, ανάληψη ελέγχου, γονικός έλεγχος, έχω υπό έλεγχο, χάνω τον έλεγχο, βγαίνω θετικός για κτ, καταπιέζω, έλλειψη αυτοελέγχου/αυτοσυγκράτησης, χάνω τον έλεγχο του, μονοπωλώ, κλιματισμός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης contrôle

έλεγχος

nom masculin (εξουσία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le principal a le contrôle sur son établissement.
Ο λυκειάρχης έχει το σχολείο του υπό έλεγχο.

αυτοέλεγχος

nom masculin (de ses émotions)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le témoin a fait preuve d'un grand contrôle lors du contre-interrogatoire.
Ο μάρτυρας έδειξε αυτοέλεγχο στην κατ' αντιπαράσταση εξέταση.

έλεγχος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'île est passée sous contrôle de l'État.

έλεγχος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le contrôle de l'immigration est très difficile dans cette zone du pays.

κοντρόλ

nom masculin (Sports)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Ce lanceur possède un incroyable contrôle.

διαγώνισμα

(Scolaire, familier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'ai une interro d'allemand aujourd'hui. J'espère avoir une bonne note.
Σήμερα έχω τεστ στα γερμανικά, κι ελπίζω να πάρω καλό βαθμό.

έλεγχος

(επιθεώρηση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le technicien va procéder à la vérification de la voiture.
Ο μηχανικός θα κάνει έναν έλεγχο στο αυτοκίνητο.

ελεγχόμενος

adjectif

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Dans les tests contrôlés, huit personnes sur dix n'ont exprimé aucune préférence.
Σε τεστ σε ελεγχόμενο περιβάλλον, οκτώ στους δέκα ανθρώπους δεν εξέφρασαν καμία προτίμηση.

κατευθυνόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

αστυνόμευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ελεγχόμενος

adjectif

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
L'explosion contrôlée a fait descendre la fusée.
Η ελεγχόμενη έκρηξη οδήγησε στην κατάρρευση του ουρανοξύστη.

απόλυτος έλεγχος

έλεγχος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le gouvernement a instauré le contrôle des allocations au budget.
Η κυβέρνηση διεξήγαγε έλεγχο για την κατανομή του προϋπολογισμού.

κυριαρχία, επιβολή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le gouvernement a démontré son contrôle sur la population en l'opprimant brutalement.

εξετάσεις

(scolaire) (τελικές)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
L'examen d'algèbre était difficile.
Μας έκανε απροειδοποίητο διαγώνισμα Ιστορίας.

επιθεώρηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le restaurant a été l'objet d'une inspection de l'hygiène la semaine dernière.

παρακολούθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La surveillance de la porte par le vigile permettait au chef de voir tous ceux qui rentraient.
H παρακολούθηση της πύλης από τον φρουρό επέτρεπε στον προϊστάμενο να βλέπει οποιονδήποτε έμπαινε.

κυριαρχία, εξουσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le dirigeant avait une domination totale sur le pays et ses habitants.

εξέταση

(éducation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai encore deux épreuves à passer, et enfin mes examens seront terminés.
Έχω να γράψω άλλα δύο διαγωνίσματα και μετά τελειώνω με τις εξετάσεις μου!

έλεγχος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La pauvre femme a perdu toute maîtrise de ses sens.
Η καϋμένη γυναίκα έχει χάσει τον έλεγχο των αισθήσεών της.

ελέγχω

verbe transitif (manipuler)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a quitté sa copine parce qu'elle essayait trop de le contrôler.
Εγκατέλειψε τη φιλενάδα του επειδή προσπαθούσε να τον κοντρολάρει υπερβολικά.

ελέγχω, περιορίζω

verbe transitif (un flux,...) (μειώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Essayer de contrôler (or: juguler) l'eau en tournant la vanne.

χειρίζομαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le conducteur de la grue a manipulé la machine sans encombre.
Ο οδηγός του γερανού χειρίστηκε το μηχάνημα χωρίς πρόβλημα.

έχω κπ στο χέρι

verbe transitif (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dans le New Jersey, les Démocrates contrôlent le Sénat depuis des années.

ελέγχω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'an passé, Harry et Sally ont été contrôlés par les impôts.
Τον προηγούμενο χρόνο, ο Χάρυ και η Σάλλυ ελέγχθηκαν από την αμερικανική εφορία.

διαχειρίζομαι

(des personnes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les immigrants ont été contrôlés à l'aéroport.

ελέγχω, κυβερνώ, διέπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les autorités craignent de ne pouvoir contrôler la réaction face à la nouvelle loi.

συγκρατώ

verbe transitif (ses émotions)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kathy ne disait rien car elle essayait de maîtriser sa colère.

τιθασεύω, δαμάζω

verbe transitif (des émotions) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι κύριος

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
S'il veut être pris au sérieux en affaires, il doit apprendre à maîtriser (or: contrôler) ses émotions.
Αν θέλει να τον παίρνουν στα σοβαρά στη δουλειά του, πρέπει να μάθει να είναι κύριος των συναισθημάτων του.

εξετάζω

(des connaissances) (στο σχολείο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le professeur a évalué les élèves sur ce qu'ils avaient appris durant le trimestre.

μέσο ελέγχου

(figuré : au progrès,...) (με γενική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αυτοπειθαρχία, αυτοσυγκράτηση

(μόνο ενικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Wendy a fait preuve d'une redoutable autodiscipline en résistant aux appels de ce gâteau au chocolat.
Η Γουέντυ αντιστάθηκε σ' αυτό το σοκολατένιο κέικ επιδεικνύοντας μεγάλη αυτοσυγκράτηση.

λίστα

(anglicisme)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mary était déçue de n'avoir accompli que la moitié de sa check-list.

παρακολούθηση

(ποιότητας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rachel travaillait en monitorage pour une station de radio locale.

υπό έλεγχο

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ne t'inquiète pas ! Tout est sous contrôle ici au bureau.

υπό επιτήρηση, υπό επίβλεψη

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
On l'a libéré mais il reste sous contrôle de l'autorité judiciaire.

σημείο ελέγχου

nom masculin (στα σύνορα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les voyageurs ont préparé leurs papiers pour l'inspection au poste de contrôle.

πύργος ελέγχου

nom féminin (εναέριας κυκλοφορίας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Avant que les avions n'entrent en collision, la tour de contrôle les a alertés qu'ils étaient trop près.

έλεγχος μισθωμάτων, έλεγχος ενοικίων

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En raison de la réglementation sur le contrôle des loyers, mon propriétaire n'a pu augmenter mon loyer que de 50 $ l'année dernière.

αυτόματος έλεγχος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'arrosage de mon jardin fonctionne grâce au réglage automatique.

αυτόματος έλεγχος απολαβής

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

επαναληπτική εξέταση

nom féminin

Avant de fermer la maison, nous devons procéder à une dernière vérification de contrôle.

πλήρης εξουσία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έλεγχος από κοινού

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χειροκίνητος έλεγχος

nom masculin

αγορανομικός έλεγχος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
À son arrivée au pouvoir, le premier geste de ce dictateur a été d'imposer un contrôle des prix sur les produits de base.

αιφνιδιαστικός έλεγχος

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les voyageurs sont informés que des contrôles inopinés peuvent être menés à bord des bus.

ετατισμός, κρατισμός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'entreprise va passer temporairement sous contrôle de l`État.

λίστα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai lu la liste des signes d'une dépression avant de réaliser que je souffrais de 9 symptômes sur 10.

έλεγχος διαβατηρίου

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Je suis toujours nerveux au contrôle des passeports, même si je n'ai rien à me reprocher.

έλεγχος ενάεριας κυκλοφορίας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

έλεγχος διοικητικών εγγράφων

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαρκής αξιολόγηση, συνεχής αξιολόγηση

nom masculin (εκπαίδευση)

πλήκτρο Control, πλήκτρο ελέγχου

nom féminin (σε συσκευή υπολογιστή)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La touche contrôle est utilisée pour modifier l'action des autres touches.

μαθήματα

(Scolaire : collège/lycée)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Il a fini ses travaux pour son master, mais il lui reste toujours à boucler sa thèse.

έλεγχος ανίχνευσης ουσιών

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aux Jeux olympiques, les athlètes ont dû se soumettre à un contrôle anti-dopage pour vérifier qu'ils n'avaient pas utilisé de produits dopants.

έλεγχος ταυτότητας

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τεχνικός έλεγχος οχήματος

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαχείριση σωματικού βάρους

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τεστ ορθογραφίας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τεχνικός έλεγχος οχημάτων

nom masculin (Automobile)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γονικός έλεγχος

nom masculin

παίρνω τον έλεγχο

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βγαίνω θετικός

(à un test de dépistage) (σε εξέταση)

παίρνω τον έλεγχο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ανέλαβε τον συντονισμό της σύσκεψης, θα επιστρέψω σε ένα λεπτό.

ανεξέλεγκτος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κουτί από πυξό του Νομισματοκοπείου της Αγγλίας για τη φύλαξη των προς έλεγχο πρότυπων νομισμάτων

nom féminin (Hôtel des Monnaies de Londres)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παράδοση και έλεγχος αποσκευών

nom masculin (αεροδρόμιο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
On m'a arrêté au contrôle des bagages quand le scanner a détecté quelque chose d'étrange.

δελτίο τεχνικού ελέγχου

(sur le certificat d'immatriculation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανάληψη ελέγχου

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γονικός έλεγχος

nom masculin (appareils : restriction)

έχω υπό έλεγχο

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Assure-toi de garder le contrôle de la situation ou tu auras des problèmes.

χάνω τον έλεγχο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγαίνω θετικός για κτ

(à un test de dépistage) (σε εξέταση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταπιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έλλειψη αυτοελέγχου/αυτοσυγκράτησης

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάνω τον έλεγχο του

μονοπωλώ

(Économie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle avait quasiment monopolisé (or: accaparé) le marché de l'or.
Είχε σχεδόν το μονοπώλιο στην αγορά χρυσού.

κλιματισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του contrôle στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του contrôle

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.