Τι σημαίνει το cooler στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cooler στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cooler στο Αγγλικά.

Η λέξη cooler στο Αγγλικά σημαίνει ψυγειάκι, ψυγείο, πιο δροσερός, πιο ψυχρός, ψιρού, μπουζού, αναψυκτικό κρασί, δροσερός, ψυχρός, κρύος, δροσίζω, ωραία!, τέλεια!, άψογα!, καλό!, δροσερός, δροσερός, ελαφρύς, ήρεμος, ήσυχος, ψυχρός, ψυχρός, ολόκληρος, ψυχρός, φοβερός, απίθανος, τέλειος, δεν έχω θέμα, άνετος, χαλαρός, δροσιά, δροσούλα, υποχωρώ, υποχωρώ, κρυώνω, ψύκτης, σαμπανιέρα, παγωνιέρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cooler

ψυγειάκι

noun (box: keeps food and drink chilled) (φορητό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There's a cooler full of beer in the back of the van.
Υπάρχει ένα ψυγειάκι γεμάτο μπίρες στο πίσω μέρος του ημιφορτηγού.

ψυγείο

noun (US (refrigerator)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are plenty of drinks in the cooler.

πιο δροσερός

adjective (comparative: less warm) (θετικό νόημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The porch is somewhat cooler than the sunroom.

πιο ψυχρός

adjective (figurative (person, reception: less friendly) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After Brad's affair was discovered, his friends were cooler towards him.

ψιρού, μπουζού

noun (US, slang, dated (prison, jail) (αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He's in the cooler again on a drug charge.
Είναι στην μπουζού ξανά εξαιτίας μιας κατηγορίας για ναρκωτικά.

αναψυκτικό κρασί

noun (drink)

The ladies enjoyed chilled wine and coolers in the garden.

δροσερός

adjective (pleasantly cold)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It was a cool day, so I put on a light sweater. My coffee is finally cool enough to drink.

ψυχρός, κρύος

adjective (figurative (indifferent) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
"I don't know," she said with cool shrug of her shoulders.
«Δεν ξέρω» είπε, με ένα αδιάφορο σήκωμα των ώμων.

δροσίζω

transitive verb (make colder)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The air conditioner cooled the air.
Το κλιματιστικό δρόσισε τον αέρα.

ωραία!, τέλεια!, άψογα!, καλό!

interjection (slang, figurative (great!) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
You got a new car? Cool!
Πήρες καινούριο αυτοκίνητο; Φίνα!

δροσερός

adjective (weather: not warm) (ευχάριστος καιρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The weather is cool today.

δροσερός, ελαφρύς

adjective (clothing: for warm weather)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jane wears cool clothing on a hot day.

ήρεμος, ήσυχος

adjective (figurative (serene)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Irene always manages to remain cool under pressure.

ψυχρός

adjective (figurative (deliberate, calculated) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
With cool movements, the hunter stalked his prey.

ψυχρός

adjective (figurative (aloof) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The aristocrat's cool manner offended the tradesmen.

ολόκληρος

adjective (figurative, slang (emphatic quantity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The thieves got away with a cool million.

ψυχρός

adjective (figurative (color: not warm)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They painted the wall a cool blue.

φοβερός, απίθανος, τέλειος

adjective (figurative, slang (stylish, attractive) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Randall just bought a cool car.

δεν έχω θέμα

adjective (figurative, slang (not a problem)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You ate my food? That's cool. Don't worry about it.
Έφαγες το φαγητό μου; Δεν έγινε τίποτα. Μην ανησυχείς.

άνετος, χαλαρός

adverb (informal (coolly) (ήρεμος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She acted cool and colllected, though she was really very nervous.

δροσιά, δροσούλα

noun (mild cold) (ευχάριστο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I like the cool of the evening.

υποχωρώ

intransitive verb (figurative (become more moderate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The housing market cooled once interest rates started rising.

υποχωρώ

intransitive verb (figurative (emotion: become calmer)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His anger cooled enough that he could enjoy the evening.

κρυώνω

intransitive verb (become colder) (για καιρό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The temperature suddenly cooled.

ψύκτης

noun (cold-water dispensing machine)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ten water coolers were set on a table for the athletes in the gym. A lot of workers gather around the water cooler for gossip as well as water.
Δέκα ψύκτες στήθηκαν σε ένα τραπέζι για τους αθλητές στο γυμναστήριο. Πολλοί εργάτες συγκεντρώνονται γύρω από τον ψύκτη για να κουτσομπολέψουν αλλά και για να πιουν νερό.

σαμπανιέρα, παγωνιέρα

noun (ice bucket for chilling wine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He took the champagne out of the wine cooler and opened the bottle. We can use this plastic bucket as a wine cooler.
Έβγαλε τη σαμπάνια από την σαμπανιέρα και άνοιξε το μπουκάλι. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον πλαστικό κουβά ως σαμπανιέρα (or: παγωνιέρα).

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cooler στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cooler

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.