Τι σημαίνει το cough στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cough στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cough στο Αγγλικά.

Η λέξη cough στο Αγγλικά σημαίνει βήχας, βήχας, βήχω, κάνω έναν περίεργο θόρυβο, τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζω, τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζω, βγάζω κτ βήχοντας, βήχας με φλέματα, καραμέλα για τον λαιμό, αναπνευστική υγιεινή, αντιβηχικό φάρμακο, σιρόπι, σιρόπι για τον βήχα, βήχας φυματίωσης, ξηρόβηχας, κοκκύτης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cough

βήχας

noun (sound of coughing)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The boys heard a cough from under the bed and found Nick hiding there.
Τα αγόρια άκουσαν έναν βήχα κάτω απ' το κρεβάτι και βρήκαν τον Νικ να κρύβεται εκεί.

βήχας

noun (sickness)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The baby girl has a cough, so her parents are taking her to the doctor.
Η μπέμπα έχει βήχα, οπότε οι γονείς της την πάνε στον γιατρό.

βήχω

intransitive verb (expel air)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The thick smoke made Teresa cough.
Ο πυκνός καπνός έκανε την Τερέσα να βήχει.

κάνω έναν περίεργο θόρυβο

intransitive verb (figurative (engine: make faltering noise)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The car's motor coughed twice and then stopped working.

τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζω

phrasal verb, intransitive (figurative, slang (pay debt) (μεταφορικά, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We had a bet and you lost - so cough up!
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ήρθε η δόση της κάρτας σήμερα, θα τα στάξω πάλι, γαμώτο!

τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, slang (pay: debt) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Stan finally coughed up the money he owed us.

βγάζω κτ βήχοντας

phrasal verb, transitive, separable (expel from throat) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She coughed up the fish bone which she had swallowed by accident.
Έβγαλε βήχοντας το ψαροκόκκαλο που είχε καταπιεί κατά λάθος.

βήχας με φλέματα

noun (UK (coughing with mucus)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

καραμέλα για τον λαιμό

noun (often plural (throat lozenge)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The cough drops helped to relieve Mac's sore throat. I prefer cherry-flavored cough drops.
Οι καραμέλες για τον λαιμό ανακούφισαν τον ερεθισμένο λαιμό του Μακ. Προτιμώ τις καραμέλες για τον λαιμό που έχουν γεύση κεράσι.

αναπνευστική υγιεινή

noun (informal (respiratory hygiene measures)

αντιβηχικό φάρμακο

noun (medicine for treating a cough)

σιρόπι

noun (cough medicine) (για το λαιμό, βήχα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σιρόπι για τον βήχα

noun (liquid medicine for a cough)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The doctor prescribed a cough syrup to help ease her persistent cough.

βήχας φυματίωσης

noun (figurative (cough as symptom of tuberculosis)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξηρόβηχας

noun (harsh spasmodic coughing)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοκκύτης

noun (respiratory disease)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Children are immunised against whooping cough in Australia.
Τα παιδιά εμβολιάζονται ενάντια στον κοκκύτη στην Αυστραλία.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cough στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cough

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.