Τι σημαίνει το cooking στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cooking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cooking στο Αγγλικά.

Η λέξη cooking στο Αγγλικά σημαίνει μαγείρεμα, μαγείρεμα, κουζίνα, μαγειρική, μαγειρεύω, μαγειρεύω, μαγειρεύομαι, μάγειρας, μαγειρική, μήλο για μαγείρεμα, σακούλα μαγειρέματος, σακούλα μαγειρικής, μαγειρικό λάδι, λαμαρίνα, σέρι, εκπομπή μαγειρικής, σπρέι μαγειρικής, σπρέι μαγειρέματος, μαγειρικό σκεύος, υψηλή μαγειρική. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cooking

μαγείρεμα

noun (responsibility, hobby)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He really enjoys cooking.
Πραγματικά του αρέσει το μαγείρεμα.

μαγείρεμα

noun (preparing food using heat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cooking is necessary for some fruits, such as quinces.
Το μαγείρεμα είναι απαραίτητο για κάποια φρούτα, όπως τα κυδώνια.

κουζίνα

noun (cuisine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The school offers weekly classes on French cooking.

μαγειρική

noun (manner of preparing food)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She misses her mother's cooking.

μαγειρεύω

transitive verb (food: apply heat) (ετοιμάζω φαγητώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cook the fish for fifteen minutes.
Μου αρέσει να μαγειρεύω Κινέζικο.

μαγειρεύω

intransitive verb (prepare food)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Her husband is going to cook tonight.
Ο σύζυγός της θα μαγειρέψει σήμερα.

μαγειρεύομαι

intransitive verb (food: be cooked)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Leave the pot on the burner over low heat and let it cook.
Αφήστε την κατσαρόλα σε σιγανή φωτιά και αφήστε να μαγειρευτεί.

μάγειρας

noun (food preparer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Trevor is an excellent cook.
Ο Τρέβορ είναι εξαιρετικός μάγειρας.

μαγειρική

noun (activity: cooking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ellen's mother is teaching her cookery and housekeeping skills.

μήλο για μαγείρεμα

noun (large bitter apple used in cooking)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Some of the best apples for eating are not good cooking apples.

σακούλα μαγειρέματος, σακούλα μαγειρικής

noun (plastic ovenproof bag for roasting)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The cooking bag kept in moisture and the turkey was perfect!

μαγειρικό λάδι

noun (vegetable oil used in cooking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Some say that olive is the healthiest cooking oil, while others prefer canola.

λαμαρίνα

noun (flat baking tray)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I prefer a cookie sheet made from stainless steel, not aluminum.

σέρι

noun (fortified wine for use in food) (για μαγειρική)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

εκπομπή μαγειρικής

noun (TV programme involving cookery)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σπρέι μαγειρικής, σπρέι μαγειρέματος

noun (oil dispersed finely from a can) (για λάδι)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Cooking spray keeps eggs from sticking to the pan.

μαγειρικό σκεύος

noun (pot or pan used in kitchen)

υψηλή μαγειρική

noun (gourmet food, high-class cuisine)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cooking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cooking

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.