Τι σημαίνει το cue στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cue στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cue στο Αγγλικά.

Η λέξη cue στο Αγγλικά σημαίνει σήμα, σύνθημα, σήμα, σύνθημα, σήμα, στέκα, προετοιμάζω, ετοιμάζω, δίνω σήμα, δίνω σύνθημα, ενημερώνω, ενημερώνω κτ για κτ, ετοιμάζω, προετοιμάζω, σαν να ήμασταν συνεννοημένοι, λες και ήμασταν συνεννοημένοι, λευκή μπάλα, κάρτα υπενθύμισης, κάρτα υπόμνησης, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, στέκα, την κατάλληλη στιγμή, παίρνω παράδειγμα από κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cue

σήμα, σύνθημα

noun (signal to actor)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Joan was behind the curtain, giving the actors their cues.
Η Τζοάν ήταν πίσω απ' την αυλαία και έδινε στους ηθοποιούς σύνθημα για τις ατάκες τους.

σήμα, σύνθημα

noun (hint, signal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The band stood in formation, waiting patiently for the cue to march.
Η μπάντα στέκονταν σε σχηματισμό περιμένοντας υπομονετικά το σήμα (or: σύνθημα) για να παρελάσουν.

σήμα

noun (signal, prompt to action) (για να κάνει κάποιος κάτι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When the hostess yawns, that is the cue for her guests to leave.
Όταν η οικοδέσποινα χασμουριέται, είναι σήμα (or: υπαινιγμός) για τους καλεσμένους της να φύγουν.

στέκα

noun (pool, snooker: stick)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ray brings his own cue to the pool hall.
Ο Ρέη φέρνει τη δική του στέκα στο μπιλιαρδάδικο.

προετοιμάζω, ετοιμάζω

transitive verb (stage lights, music: prepare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cue the lights! The play is about to begin.
Ετοίμασε τα φώτα! Το έργο είναι έτοιμο να ξεκινήσει.

δίνω σήμα, δίνω σύνθημα

transitive verb (prompt) (σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Holly asked Tom to cue her on her lines. Jill listened for the sound that cued her to start dancing.
Η Χόλι ζήτησε απ' τον Τομ να της δίνει σήμα για τις ατάκες της. Η Τζιλ περίμενε να ακούσει τον ήχο που θα της έδινε το σύνθημα για να ξεκινήσει να χορεύει.

ενημερώνω

phrasal verb, transitive, separable (informal (inform)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενημερώνω κτ για κτ

phrasal verb, transitive, separable (informal (inform about)

ετοιμάζω, προετοιμάζω

phrasal verb, transitive, separable (stage lights, music: prepare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σαν να ήμασταν συνεννοημένοι, λες και ήμασταν συνεννοημένοι

expression (as though responding to a signal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tom was thinking about his mother when, as if on cue, she knocked on his front door.

λευκή μπάλα

noun (snooker, pool: white ball) (μπιλιάρδο)

In pool, you hit the coloured balls with the white cue ball.

κάρτα υπενθύμισης, κάρτα υπόμνησης

(television)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (theatre: list of cues)

The stage manager has prepared a cue sheet for all the technicians.

στέκα

noun (stick for playing pool) (μπιλιάρδου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Barry picked up his pool cue and considered his next shot.

την κατάλληλη στιγμή

adverb (at just the right moment)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

παίρνω παράδειγμα από κπ

verbal expression (figurative (follow [sb]'s example)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cue στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cue

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.