Τι σημαίνει το cry στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cry στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cry στο Αγγλικά.

Η λέξη cry στο Αγγλικά σημαίνει κλαίω, κλαίω για κτ/κπ, κλαίω, αναφωνώ, ουρλιάζω, φωνή, κραυγή, κραυγή, φωνή, ουρλιαχτό, φωνές, κλάμα, ουρλιάζω, χύνω, δυσφημίζω, ακυρώνω, ακυρώνω, φωνάζω, κραυγάζω, φωνάζω, φωνάζω, χρειάζομαι απελπισμένα, που είναι πολύ διαφορετικός από κτ, πολεμική ιαχή, πολεμική κραυγή, σύνθημα, ξεσπάω σε κλάμματα, φωνάζω, κλαίω για κπ/κτ, φωνάζω, κραυγή βοηθείας, έκκληση για βοήθεια, δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από το χυμένο γάλα, εξαπατώ, κινδυνολογώ, κινδυνολογώ για κτ, κλαίω γοερά, κλαψιάρης, είμαι κλαψιάρης, σάλος, σύνθημα συσπείρωσης, έτοιμος να βάλει τα κλάμματα, παρηγορητής, παρηγορήτρια, πολεμική ιαχή, πολεμική ιαχή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cry

κλαίω

intransitive verb (weep)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She cried when her father died.
Έκλαψε όταν πέθανε ο πατέρας της.

κλαίω για κτ/κπ

(shed tears for)

The little boy was crying about being punished. What on earth are you crying about?
Το μικρό αγόρι έκλαιγε γιατί το τιμώρησαν. Γιατί στο καλό κλαις;

κλαίω

(figurative (mourn, lament) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There is no point in crying about a situation you cannot change.
Δεν υπάρχει λόγος να κλαις για μια κατάσταση που δεν μπορείς να αλλάξεις.

αναφωνώ

intransitive verb (shout words)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"I'm exhausted!" she cried, collapsing onto the sofa.
«Είμαι εξαντλημένη!» αναφώνησε, ενώ σωριάζονταν στον καναπέ.

ουρλιάζω

intransitive verb (scream, wail)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The prisoner cried in agony as he was tortured.
Ο κρατούμενος ούρλιαζε απεγνωσμένα ενώ τον βασάνιζαν.

φωνή, κραυγή

noun (shout) (για κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You could hear the children's cries as they played.
Ακούγονταν φωνές των παιδιών που έπαιζαν.

κραυγή, φωνή

noun (often plural (appeal, call) (για κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You could hear the victim's cries from the next street as the attacker hit her.
Ακούγονταν οι κραυγές του θύματος από τον διπλανό δρόμο καθώς της επιτέθηκε ο δράστης.

ουρλιαχτό

noun (animal sound)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cry of the loon is a frightening sound.

φωνές

noun (demand) (αίτημα, απαίτηση)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The cries of the voters for tax relief will influence the politicians.
Οι φωνές των ψηφοφόρων για φοροαπαλλαγές θα ασκήσουν επιρροή στους πολιτικούς.

κλάμα

noun (informal (weeping)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I had a good cry at the end of that movie.

ουρλιάζω

intransitive verb (animal: make sound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When disturbed, the animal will cry mournfully to frighten the predators.

χύνω

transitive verb (weep: tears) (δάκρυα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The tears that she cried flowed down her face.

δυσφημίζω

phrasal verb, transitive, separable (dated (disparage)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ακυρώνω

phrasal verb, intransitive (informal (cancel, withdraw)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He cried off at the last minute.

ακυρώνω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (cancel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φωνάζω, κραυγάζω

phrasal verb, intransitive (shout, yell)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Laura cried out in pain when she twisted her ankle.
Η Λόρα κραύγαζε από τον πόνο, όταν στραμπούλισε τον αστράγαλό της.

φωνάζω

phrasal verb, transitive, inseparable (shout, yell)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The captain cried out the order for the soldiers to begin firing at the enemy.
Ο λοχαγός φώναξε εντολές στους στρατιώτες για να ξεκινήσουν να ρίχνουν στον εχθρό.

φωνάζω

phrasal verb, transitive, inseparable (literal (call aloud for) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When the child was scared she would cry out for her mother.

χρειάζομαι απελπισμένα

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (be in desperate need of) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που είναι πολύ διαφορετικός από κτ

expression (informal (very different from)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Life in Canada is a far cry from what she's used to in Haiti.
Η ζωή στον Καναδά δεν έχει καμία σχέση με αυτή που είχε συνηθίσει στην Αϊτή.

πολεμική ιαχή, πολεμική κραυγή

noun (soldiers' rallying call)

The general rallied his men to the battle cry, "Remember the Alamo!"

σύνθημα

noun (figurative (rallying slogan)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The senator is raising the battle cry for state tax reform.

ξεσπάω σε κλάμματα

verbal expression (burst into tears)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Helen broke down and cried when she heard the sad news.

φωνάζω

(literary (call out, shout)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rita cried aloud in surprise.

κλαίω για κπ/κτ

(shed tears for)

Please don't cry for me.

φωνάζω

(call aloud for)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The little boy cried for his mum when she left the room. She cried for help.
Το αγοράκι φώναζε τη μητέρα του, όταν εκείνη βγήκε από το δωμάτιο. Φώναξε για βοήθεια.

κραυγή βοηθείας

noun (often plural (call for assistance)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έκκληση για βοήθεια

noun (figurative (attention-seeking act)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από το χυμένο γάλα

expression (figurative (it's pointless to regret what is done) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξαπατώ

(figurative (tell lies, mislead others) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When the boy cried "wolf" for the third time everybody thought it was another false alarm and nobody came to his aid.

κινδυνολογώ

(figurative (false alarm)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κινδυνολογώ για κτ

(figurative (false alarm)

Some people believe the experts are crying wolf on climate change.

κλαίω γοερά

verbal expression (figurative (weep bitterly)

I cried my heart out when my best friend moved away.

κλαψιάρης

noun (informal ([sb] who weeps easily)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jackie can't go one day without sobbing; she's such a crybaby!

είμαι κλαψιάρης

intransitive verb (US, informal (weep easily) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σάλος

noun (public clamor or protest)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σύνθημα συσπείρωσης

noun (words that inspire coming together)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

έτοιμος να βάλει τα κλάμματα

adjective (close to tears)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John seemed about ready to cry after Linda called him ugly. Her lower lip would always tremble whenever she was ready to cry.
Ο Τζον ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάμματα αφότου η Λίντα τον αποκάλεσε άσχημο.

παρηγορητής, παρηγορήτρια

noun (figurative (sympathetic person)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

πολεμική ιαχή

noun (literal ([sth] shouted in battle to rally soldiers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hungarian warriors used to shout the war cry "Huj, Huj, Hajrá!".

πολεμική ιαχή

noun (figurative (slogan used to rally support) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
'No new taxes' became their war cry prior to the election.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cry στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cry

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.