Τι σημαίνει το decidir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης decidir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του decidir στο πορτογαλικά.

Η λέξη decidir στο πορτογαλικά σημαίνει αποφασίζω, αποφασίζω, αποφασίζω για κτ, αποφασίζω, είμαι αποφασισμένος να κάνω κτ, βγάζω ετυμηγορία, επιλέγω, επιλέγω, διαλέγω, διαλέγω, επιλέγω, αποφασίζω, αποφασίζω, επιλέγω, αποφασίζω να μην κάνω κτ, εν αναμονή, που μπορεί να αποφασιστεί, βοηθώ κπ να αποφασίσει, στρίβω κέρμα, αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης decidir

αποφασίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você quer bolo ou sorvete? Não consigo decidir!
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το δικαστήριο αποφάνθηκε και έκρινε ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος.

αποφασίζω

verbo transitivo (να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Luciana decidiu fazer algo a respeito do seu cabelo bagunçado.
Η Λούση αποφάσισε να κάνει κάτι με τα απεριποίητα μαλλιά της.

αποφασίζω για κτ

verbo transitivo (resolver)

A mãe decidiu a questão por eles.

αποφασίζω

(ότι/πως ή να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Glenn decidiu que perderia peso.
Ο Γκλεν πήρε την απόφαση να χάσει βάρος.

είμαι αποφασισμένος να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βγάζω ετυμηγορία

(proferir uma sentença)

A corte está para decidir.
Το δικαστήριο είναι έτοιμο να βγάλει ετυμηγορία.

επιλέγω

verbo transitivo (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele decidiu (or: resolveu) se tornar arquiteto.
Επέλεξε να γίνει αρχιτέκτονας.

επιλέγω, διαλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαλέγω, επιλέγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποφασίζω

(estar determinado a)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Τη νέα χρονιά αποφασίζω ότι θα χάσω 5 κιλά.

αποφασίζω

verbo pronominal/reflexivo (ανάμεσα σε δυο πράγματα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Não consegui me decidir entre os dois vestidos, por isso comprei ambos.
Δε μπορούσα να αποφασίσω ανάμεσα στα δύο φορέματα, οπότε τα αγόρασα και τα δύο.

επιλέγω

(formal) (κάτι ή να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles se decidiram por um cruzeiro nas férias.
Επέλεξαν μια κρουαζιέρα για τις διακοπές τους.

αποφασίζω να μην κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Decidi não tirar férias este ano, pois tinha acabado de perder meu emprego.
Αποφάσισα να μην πάω διακοπές φέτος, αφού είχα μόλις χάσει τη δουλειά μου.

εν αναμονή

(με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Os empregados foram suspensos aguardando uma investigação quanto ao incidente.
Οι υπάλληλοι τέθηκαν σε διαθεσιμότητα εν αναμονή της έρευνας για το περιστατικό.

που μπορεί να αποφασιστεί

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βοηθώ κπ να αποφασίσει

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στρίβω κέρμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ

verbo transitivo (Jur: julgamento contra) (εναντίον κάποιου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του decidir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.