Τι σημαίνει το détacher στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης détacher στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του détacher στο Γαλλικά.

Η λέξη détacher στο Γαλλικά σημαίνει ξεκουμπώνω, αφαιρώ, λύνω, ξεδένω, λύνω, λύνω, καθαρίζω κτ τοπικά, λύνω, λύνω, αποσυμπλέκω, αποσυνδέω, κόβω, σπάω, ξεκουμπώνω, αποσπώ, ελευθερώνω, βγάζω κτ από κτ, αποσπώμαι από κτ, διαχωρίζομαι από κτ, πέφτω, ένθετος, ένθετο, αποσπώμαι,αποκολλώμαι, κόβω, διαχωρίζω, σπάω, πέφτω από κτ, αποσυμπλέκω κτ από κτ, αποσυνδέω κτ από κτ, αποσυνδέω, αφήνω κπ/κτ πίσω μου, βγαίνω από κτ, διακόπτομαι, διαλύομαι, προχωρώ μπροστά, απομακρύνομαι, φεύγω, απομακρύνομαι, σπάω κτ από κτ, χωρίς κόκκαλα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης détacher

ξεκουμπώνω

(une veste)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ben a déboutonné sa chemise et l'a enlevée.
Ο Μπεν ξεκούμπωσε το πουκάμισό του και το έβγαλε.

αφαιρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John a détaché le bordereau en bas du courrier et l'a renvoyé accompagné de son paiement.

λύνω, ξεδένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λύνω

verbe transitif (τα δεσμά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθαρίζω κτ τοπικά

verbe transitif (une tache)

λύνω

(απελευθερώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quelqu'un a détaché les chevaux et ils se sont échappés.
Κάποιος έλυσε τα άλογα και αυτά έφυγαν.

λύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chien tentait de se libérer alors Janine l'a détaché.

αποσυμπλέκω, αποσυνδέω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβω

verbe transitif (αφαιρώ κομμάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Olga a détaché un gros morceau de sa tablette de chocolat.
Ο Όλγα έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι από τη σοκολάτα.

σπάω

verbe transitif (και αποκόπτω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκουμπώνω

(un bouton, lacet) (κουμπί κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποσπώ

(Militaire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a été muté à Guam pour quatre ans.
Πήρε απόσπαση για την Γκουάμ για τέσσερα χρόνια.

ελευθερώνω

verbe transitif (από δεσμά, χειροπέδες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω κτ από κτ

(με πλύσιμο)

J'ai enlevé la tache de soupe de la nappe.
Έπλυνα το τραπεζομάντηλο και έβγαλα τον λεκέ από τη σούπα.

αποσπώμαι από κτ, διαχωρίζομαι από κτ

πέφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un des boutons du manteau de Chloe était tombé (or: s'était détaché).
Είχε πέσει ένα από τα κουμπιά στο παλτό της Κλόε.

ένθετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ένθετο

(magazine, journal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αποσπώμαι,αποκολλώμαι

verbe pronominal (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les carreaux vont se détacher si tu utilises de la colle bon marché.

κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαχωρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπάω

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un gros morceau de la falaise s'est détaché et est tombé dans la rivière.

πέφτω από κτ

La photo était tombée (or: s'était détachée) du mur.
Η φωτογραφία είχε πέσει από τον τοίχο.

αποσυμπλέκω κτ από κτ, αποσυνδέω κτ από κτ

verbe pronominal

αποσυνδέω

(κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dès leur arrivée au camping, Sue a détaché la caravane de la voiture.

αφήνω κπ/κτ πίσω μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le coureur nigérien a laissé tous les autres concurrents loin derrière lui.
Ο σπρίντερ από τη Νιγηρία άφησε πίσω του όλους τους άλλους δρομείς.

βγαίνω από κτ

(μεταφορικά)

διακόπτομαι, διαλύομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προχωρώ μπροστά, απομακρύνομαι, φεύγω

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le sprinter s'est détaché du reste des coureurs.
Ο σπρίντερ προχώρησε πιο μπροστά από τους άλλους δρομείς.

απομακρύνομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand vous vous exfoliez, les vieilles particules de peau morte se détachent et vous vous retrouvez avec un teint sublime.

σπάω κτ από κτ

Jason cassa une branche d'arbre pour s'en servir comme bois de chauffage.

χωρίς κόκκαλα

locution verbale (Cuisine)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Une fois que la viande est cuite, détachez la viande (or: la chair) des os.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του détacher στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του détacher

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.