Τι σημαίνει το deuxième στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης deuxième στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του deuxième στο Γαλλικά.

Η λέξη deuxième στο Γαλλικά σημαίνει δεύτερος, δεύτερος, δευτέρα, δεύτερος, δεύτερος, δεύτερος, δεύτερος, δευτέρα, δεύτερη, επιλαχών, αμέσως καλύτερος, επιλαχών, φοιτητής, φοιτήτρια, δεύτερη θέση, που έρχεται δεύτερος, στη δεύτερη θέση, δεύτερος όροφος, μικρός, μικρότερος, προϊόν δεύτερης διαλογής, δεύτερος γύρος, εικοστός δεύτερος, πάλι από την αρχή, από την αρχή, όγδοη τάξη, εικοστός δεύτερος, όροφος, δευτεροετής, βραδυνός, συγγενής μεγαλύτερος κατά μία γενιά, προπτυχιακός φοιτητής, προπτυχιακή φοιτήτρια, δευτεροετής, ο μαθητής που εκφωνεί τον λόγο στην τελετή αποφοίτησης, οικονομική θέση, δεύτερη ματιά, μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτητρια, μεσαίο όνομα, δεύτερη κατηγορία, δεύτερη δουλειά, δεύτερη γνώμη, αρχικό μεσαίου ονόματος, δευτέρα δημοτικού, εσωτερικό εξώφυλλου, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, δεύτερη ευκαιρία, τρίτη δημοτικού, πέμπτη τάξη, επανέλεγχος, δεύτερη μερίδα, δεύτερο πρόσωπο, ξένη γλώσσα, δεύτερο πιάτο, δεύτερης κατηγορίας, παρακατιανός, επαναληπτικός, προστατευτικό στρώμα, επανεξέταση, επανεξέταση, όχι αρκετά καλός, σε δεύτερο πρόσωπο, δεύτερη ευκαιρία, δευτεροετής, δεύτερη επίσκεψη, δεύτερη ευκαιρία, κάνω δεύτερη δουλειά, δευτεροετής, που βρίσκεται στον δεύτερο όροφο, οικονομική θέση, στην οικονομική θέση, δεύτερο μέρος περιόδου, απλός στρατιώτης, δεύτερο όνομα, σαν το σπίτι μου, επίσημη γλώσσα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης deuxième

δεύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Votre siège est le deuxième sur la gauche.
Το κάθισμά σας είναι το δεύτερο από αριστερά.

δεύτερος

(εναλλακτικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le bleu est mon deuxième choix.

δευτέρα

(Musique : symphonie,...) (στη μουσική)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δεύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est la seconde (or: deuxième) partie du voyage.
Αυτό είναι το δεύτερο σκέλος του ταξιδιού μας.

δεύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ma sœur a gagné la course et moi, j'ai fini deuxième.

δεύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Notre équipe est arrivée deuxième.
Η ομάδα μας ήρθε στη δεύτερη θέση. Η Τζέιν ήρθε πρώτη και η Κλαιρ δεύτερη.

δεύτερος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je prendrais volontiers une deuxième (or: autre) tasse de thé.

δευτέρα, δεύτερη

nom féminin (Automobile)

Dans une montée, il faut passer en seconde.
Όταν είσαι σε λόφο, να βάζεις δευτέρα.

επιλαχών

(μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.)
Linda a gagné le concours de talents de son école, et son amie Amy est arrivée deuxième.

αμέσως καλύτερος, επιλαχών

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le coureur a réussi son deuxième meilleur temps cette année pour le marathon.

φοιτητής, φοιτήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

δεύτερη θέση

Ruth a remporté la deuxième (or: seconde) place de la compétition.

που έρχεται δεύτερος, στη δεύτερη θέση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεύτερος όροφος

nom masculin

Mes bureaux se trouvent au deuxième étage.

μικρός, μικρότερος

adjectif (vitesse)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous avons passé la première (or: deuxième) vitesse pour grimper la colline.
Βάλαμε μικρότερη ταχύτητα στο αμάξι, για να καταφέρει να ανέβει τον λόφο.

προϊόν δεύτερης διαλογής

(populaire, courant)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Je connais un magasin de fripes vraiment pas cher.

δεύτερος γύρος

Il reste encore des lasagnes. Quelqu'un en veut une deuxième part ?
Έχει κι άλλα λαζάνια. Θέλει κανείς δεύτερο γύρο;

εικοστός δεύτερος

adjectif (position)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πάλι από την αρχή, από την αρχή

(avec certains verbes)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Oh non ! J'ai oublié que le gâteau était dans le four et maintenant il est brûlé : je vais devoir le refaire.

όγδοη τάξη

(France : 13-14 ans)

εικοστός δεύτερος

nom masculin et féminin

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

όροφος

(κτίριο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
J'habite au premier (or: au premier étage).
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτό το κτίριο έχει πέντε πατώματα.

δευτεροετής

locution adjectivale (πανεπιστήμιο, δεύτερο έτος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βραδυνός

(courses)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συγγενής μεγαλύτερος κατά μία γενιά

locution adjectivale (cousin)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προπτυχιακός φοιτητής, προπτυχιακή φοιτήτρια

J'aide un étudiant de deuxième année.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι προπτυχιακοί είναι φοιτητές που δεν έχουν πάρει ακόμα το πτυχίο τους.

δευτεροετής

(université) (πανεπιστήμιο)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
La plupart choisissent leur directeur de recherches lorsqu'ils ne sont alors qu'étudiants en deuxième année.
Οι περισσότεροι φοιτητές επιλέγουν το κύριο αντικείμενο σπουδών όταν είναι δευτεροετείς.

ο μαθητής που εκφωνεί τον λόγο στην τελετή αποφοίτησης

nom masculin et féminin (Université) (ο δεύτερος καλύτερος)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

οικονομική θέση

nom féminin (train)

C'est moins cher de voyager en seconde classe qu'en première classe.
Το εισιτήριο στη δεύτερη θέση είναι φτηνότερο από το κανονικό.

δεύτερη ματιά

(rapide)

Au début, j'ai cru que la dissertation de l'étudiant était mauvaise, mais un deuxième coup d'œil a révélé quelques passages prometteurs.

μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτητρια

Je travaille comme aide-enseignant pour m'aider financièrement en tant qu'étudiant de deuxième cycle et avoir un diplôme de troisième cycle.

μεσαίο όνομα

nom masculin

Je n'utilise jamais mon deuxième prénom. Son prénom, c'est Pierre, mais tout le monde utilise Jean, son deuxième prénom.
Ποτέ δεν χρησιμοποιώ το μεσαίο μου όνομα. Το κύριο όνομά του ήταν Μάικλ, αλλά όλοι τον φώναζαν με το μεσαίο του όνομα, δηλαδή Τζον.

δεύτερη κατηγορία

(Base-ball) (ΗΠΑ, αθλητισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεύτερη δουλειά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Evelyn a pris un deuxième emploi comme femme de ménage pour arriver à payer ses factures.

δεύτερη γνώμη

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je ne doute pas de votre compétence, Docteur, mais j'aimerais prendre un deuxième avis avant de me faire opérer.

αρχικό μεσαίου ονόματος

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mon frère et moi n'avons pas les mêmes initiales de notre deuxième prénom : ses initiales sont MJK et les miennes MSK.

δευτέρα δημοτικού

(France : 7-8 ans)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εσωτερικό εξώφυλλου

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
La Seconde Guerre mondiale (or: Deuxième Guerre mondiale) a débuté le 3 septembre 1939.

δεύτερη ευκαιρία

nom féminin

Tout étudiant qui rate l'examen se verra offrir une seconde chance quelques semaines plus tard.

τρίτη δημοτικού

(France : 8-9 ans)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πέμπτη τάξη

(France : 10-11 ans)

επανέλεγχος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δεύτερη μερίδα

δεύτερο πρόσωπο

nom féminin (Grammaire : tu, vous) (γραμματική)

ξένη γλώσσα

δεύτερο πιάτο

nom masculin (Cuisine) (γεύμα)

δεύτερης κατηγορίας, παρακατιανός

locution adjectivale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aujourd'hui encore, les femmes sont traitées comme des citoyens de deuxième ordre dans plusieurs pays.

επαναληπτικός

(Politique) (γύρος, αγώνας κλπ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Seuls deux candidats peuvent concourir au second (or: deuxième) tour.

προστατευτικό στρώμα

Pour approfondir la couleur de la peinture, ajouter une deuxième couche.

επανεξέταση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επανεξέταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

όχι αρκετά καλός

(υποτιμητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Margot n'avait pas l'intention de se satisfaire d'un deuxième choix pour sa robe de mariée.

σε δεύτερο πρόσωπο

locution adjectivale (Grammaire : tu, vous)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεύτερη ευκαιρία

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En parachutisme, il n'y a pas de deuxième chance.

δευτεροετής

nom masculin et féminin (άτομο στη δεύτερη χρονιά)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Les deuxièmes années du bureau d'avocat sont en charge d'une affaire épineuse.

δεύτερη επίσκεψη

nom féminin

δεύτερη ευκαιρία

nom féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κάνω δεύτερη δουλειά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Notre entreprise paie si mal que la moitié du personnel a un deuxième travail.

δευτεροετής

(France, université)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous nous sommes rencontrés alors que nous étions étudiants de (or: en) deuxième année et nous sommes mariés trois ans plus tard.

που βρίσκεται στον δεύτερο όροφο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οικονομική θέση

(train)

J'aimerais pouvoir voyager en première classe, mais je peux seulement me payer la deuxième classe.
Θα μου άρεσε να ταξιδεύω στην πρώτη θέση, τα χρήματά μου όμως επαρκούν μόνο για την οικονομική.

στην οικονομική θέση

(train)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεύτερο μέρος περιόδου

nom féminin (Base-ball) (μπέιζμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ruth a fait un coup de circuit à son neuvième tour de batte.

απλός στρατιώτης

(armée)

Il n'était que simple soldat, le grade le plus bas de toute l'armée.

δεύτερο όνομα

nom masculin

Le deuxième prénom de Paul est Ian.

σαν το σπίτι μου

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bien que le Japon ne soit pas mon pays, c'est un deuxième chez-moi.
Αν και δεν είναι η χώρα μου, νιώθω σαν στο σπίτι μου στην Ιαπωνία.

επίσημη γλώσσα

nom féminin (d'un pays)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του deuxième στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του deuxième

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.