Τι σημαίνει το dirigeant στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dirigeant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dirigeant στο Γαλλικά.

Η λέξη dirigeant στο Γαλλικά σημαίνει πολιτικός αρχηγός, ανώτερο διοικητικό στέλεχος, Φύρερ, ηγέτης του κόσμου, ηγέτης του πλανήτη, κυβερνών, ρίχνω φως σε κπ/κτ, έχω τον έλεγχο, αναλαμβάνω, παίρνω τον έλεγχο, ηγούμαι, διευθύνω, σχεδιάζω, οργανώνω, επιβλέπω, διοικώ, κυβερνώ, είμαι αρχηγός, ελέγχω, καθοδηγώ, κατευθύνω, ηγεσία, αρχηγία, κατευθύνω, είμαι επικεφαλής, κατευθύνω, διοικώ, διευθύνω, απομακρύνω, ρυθμίζω, σκηνοθετώ, οδηγώ κτ σε κτ, κατευθύνω κτ σε κτ, επιτηρώ, επιβλέπω, υποδεικνύω, ορίζω, καθορίζω, στρέφω, υπεύθυνος, οδηγώ, πλοηγώ, ηγούμαι, στέλνω, έχω, διευθύνω, χρησιμοποιώ, προεδρεύω, δρομολογώ, ηγούμαι, στοχεύω, σημαδεύω, διευθύνω, κατευθύνω, στρέφω, οδηγώ, που έχει τον έλεγχο, κυβερνώ, διαχειρίζομαι, επιμελούμαι, διαχειρίζομαι, διοικώ, διοχετεύω, επιβλέπω, επιτηρώ, συγκεντρώνω, διευθύνω, διαχειρίζομαι, διοικώ, διατάζω, εστιάζω, ηγούμαι, μικροεπιχειρηματίας, αξιότιμος ηγέτης, διευθυντής επιχείρησης, διευθύντρια επιχείρησης, διοικητικό στέλεχος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dirigeant

πολιτικός αρχηγός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ανώτερο διοικητικό στέλεχος

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Φύρερ

(αποδοκιμασία: δικτάτορας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ηγέτης του κόσμου, ηγέτης του πλανήτη

(Politique) (αρχηγός κράτους)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κυβερνών

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Les conflits avec la coalition au pouvoir menacent de renverser le gouvernement.
Οι διαμάχες που έχουν ξεσπάση στον κυβερνώντα συνασπισμό απειλούν να ρίξουν την κυβέρνηση.

ρίχνω φως σε κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dirige la lumière sur le coin.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Φώτισε (or: Φέξε) μου λίγο εδώ μπας και βρω το κλειδί.

έχω τον έλεγχο

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je dirige le service communication.

αναλαμβάνω, παίρνω τον έλεγχο

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'était le genre d'homme qui voulait toujours diriger même lorsque personne ne voulait qu'il mène.

ηγούμαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rick a été choisi pour diriger le groupe parce qu'il joue bien de la batterie.
Διάλεξαν τον Ρικ να ηγείται της μπάντας, ίσως γιατί έπαιζε πολύ καλά ντραμς.

διευθύνω

verbe transitif (Musique) (στη μουσική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a dirigé l'orchestre.
Διεύθυνε την ορχήστρα.

σχεδιάζω, οργανώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιβλέπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je dirige une équipe de cinq assistants de rédaction.
Επιβλέπω μια ομάδα πέντε βοηθών σύνταξης.

διοικώ

verbe transitif (commander)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le général dirige bien ses troupes pour qu'elles fassent ce qu'il leur commande de faire.
Ο στρατηγός διοικεί καλά τα στρατεύματά του, ώστε να ακολουθούν όλες του τις εντολές.

κυβερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Catherine dirigeait la Russie.
Η Αικατερίνη κυβέρνησε τη Ρωσία.

είμαι αρχηγός

verbe transitif (με γενική: μιας ομάδας)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Il a dirigé son équipe jusqu'à la victoire dans le match d'essai.

ελέγχω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le directeur dirige les employés sous ses ordres.
Ο διευθυντής ελέγχει τους υφισταμένους του.

καθοδηγώ, κατευθύνω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le superviseur a dirigé un stagiaire pour qu'il puisse se servir de la machine.
Ο υπεύθυνος καθοδηγούσε έναν εκπαιδευόμενο στο χειρισμό ενός μηχανήματος.

ηγεσία, αρχηγία

verbe transitif

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Diriger, ce n'est pas ce qu'il sait faire de mieux. Lui, c'est plutôt un théoricien.
Η ηγεσία (or: αρχηγία) δεν είναι το καλύτερό του. Είναι στοχαστής.

κατευθύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le missile a été dirigé sur sa cible.

είμαι επικεφαλής

verbe transitif (Musique : un orchestre)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Le chef d'orchestre a dirigé cet orchestre pendant deux ans.
Ο μαέστρος ήταν επικεφαλής αυτής της ορχήστρας για δύο χρόνια.

κατευθύνω

verbe transitif (orienter)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il a dirigé le projecteur sur le hall d'entrée.

διοικώ, διευθύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle est tout à fait capable de diriger l'entreprise toute seule.

απομακρύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chien de berger dirigea les moutons de façon à ce qu'ils s'éloignent de la rivière.

ρυθμίζω

verbe transitif (τροχαία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le PDG dirigeait la société.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο αστυφύλακας ρύθμιζε την τροχαία (κίνηση).

σκηνοθετώ

verbe transitif (un acteur)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a dirigé Peter O' Toole dans "Lawrence d'Arabie".

οδηγώ κτ σε κτ, κατευθύνω κτ σε κτ

verbe transitif (courant, anglicisme)

Elle a dirigé la conversation vers un certain sujet.

επιτηρώ, επιβλέπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποδεικνύω, ορίζω, καθορίζω

verbe transitif (Théâtre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le metteur en scène dirige le premier acte ce matin.

στρέφω

verbe transitif (des remarques) (σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vous devriez diriger vos critiques contre le responsable.

υπεύθυνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'essaye de savoir qui est responsable ici.
Προσπαθώ να βρω ποιος είναι ο υπεύθυνος εδώ πέρα.

οδηγώ

(une voiture, une moto) (κινούμε ή δίνω κατεύθυνση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mick conduisait la voiture dans des chemins de campagne.
Ο Μικ οδηγούσε το αμάξι στα μονοπάτια της υπαίθρου.

πλοηγώ

(un bateau) (βάρκα, πλοίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il n'est pas facile de gouverner un bateau dans ce port.
Δεν είναι εύκολο να πλοηγήσει κανείς πλοίο σε αυτό το λιμάνι.

ηγούμαι

verbe transitif (une enquête,...) (διευθύνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'inspecteur en chef dirige (or: mène) l'enquête.
Ο αστυνόμος ηγείται της έρευνας.

στέλνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les policiers ont dirigé les voitures vers une autre route afin qu'elles évitent le lieu de l'accident.
Η αστυνομία έστειλε τα αυτοκίνητα σε μια εναλλακτική διαδρομή για να μην περάσουν από το σημείο του ατυχήματος.

έχω, διευθύνω

(une entreprise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen dirige une entreprise de location d'outils à Birmingham.
Η Κάρεν διευθύνει μια εταιρεία μίσθωσης εργαλείων στο Μπέρμιγχαμ.

χρησιμοποιώ

(une entreprise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gina dirige (or: gère) une boulangerie sans gluten en Californie.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η λειτουργία του μηχανήματος κοστίζει πολλά.

προεδρεύω

verbe transitif (une réunion) (σε συνεδρίαση κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a dirigé (or: conduit) la réunion, personne d'autre ne souhaitant le faire.
Προέδρευσε στη συνεδρίαση αφού κανείς άλλος δεν το επιθυμούσε.

δρομολογώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le protocole détermine comment le système dirige (or: achemine) les données.
Αυτό το πρωτόκολλο καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο το σύστημα δρομολογεί τα δεδομένα.

ηγούμαι

verbe transitif (με γενική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Martin dirige le service comptabilité.
Ο Μάρτιν ηγείται του τμήματος χρηματοοικονομικών.

στοχεύω, σημαδεύω

verbe transitif (une arme,...) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il dirigea (or: il pointa) la flèche vers la cible.
Έστρεψε το βέλος προς το στόχο.

διευθύνω

(musique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il dirigeait (or: Il conduisait) l'orchestre.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Την ορχήστρα διευθύνει ο Μίκης Θεοδωράκης.

κατευθύνω, στρέφω, οδηγώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patrick a rapidement dirigé la conversation vers son sujet préféré.

που έχει τον έλεγχο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quand nous faisons une réunion, Bob est toujours aux commandes et tout se passe pour le mieux.

κυβερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαχειρίζομαι

verbe transitif (être responsable)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle gérait les opérations de réseau.
Διαχειριζόταν τις λειτουργίες δικτύου.

επιμελούμαι

(d'un journal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sean dirige un journal local ; il a une petite équipe de reporters sous ses ordres.

διαχειρίζομαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qui administre votre système informatique ?
Ποιος διαχειρίζεται το σύστημα των υπολογιστών;

διοικώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διοχετεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιβλέπω, επιτηρώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συγκεντρώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a orienté toute son énergie vers la réalisation de ce projet.
Συγκέντρωσε την ενέργειά της στο να ολοκληρώσει το έργο.

διευθύνω, διαχειρίζομαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a géré (or: dirigé) son entreprise avec efficacité.
Διεύθυνε την επιχείρησή του αποτελεσματικά.

διοικώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Johnson commande notre section.
Ο Τζόνσον διοικεί τη διμοιρία μας.

διατάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le président dirigea une attaque contre l'ennemi.
Ο πρόεδρος διέταξε μια επίθεση κατά του εχθρού.

εστιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Une loupe permet de faire converger les rayons du soleil.

ηγούμαι

(επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cet homme est à la tête de l'antenne nationale des pompiers.

μικροεπιχειρηματίας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les petits patrons ont été durement touchés par la récession.

αξιότιμος ηγέτης

nom masculin

διευθυντής επιχείρησης, διευθύντρια επιχείρησης

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

διοικητικό στέλεχος

nom masculin (Entreprise)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dirigeant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του dirigeant

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.