Τι σημαίνει το diriger στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης diriger στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του diriger στο Γαλλικά.

Η λέξη diriger στο Γαλλικά σημαίνει διευθύνω, καθοδηγώ, κατευθύνω, ρυθμίζω, σκηνοθετώ, επιτηρώ, επιβλέπω, στρέφω, προεδρεύω, διευθύνω, κατευθύνω, στρέφω, οδηγώ, οδηγώ, διευθύνω, διαχειρίζομαι, ρίχνω φως σε κπ/κτ, έχω τον έλεγχο, αναλαμβάνω, παίρνω τον έλεγχο, ηγούμαι, σχεδιάζω, οργανώνω, επιβλέπω, διοικώ, κυβερνώ, είμαι αρχηγός, ελέγχω, ηγεσία, αρχηγία, κατευθύνω, είμαι επικεφαλής, κατευθύνω, διοικώ, διευθύνω, απομακρύνω, οδηγώ κτ σε κτ, κατευθύνω κτ σε κτ, υποδεικνύω, ορίζω, καθορίζω, ηγούμαι, στέλνω, έχω, διευθύνω, χρησιμοποιώ, δρομολογώ, ηγούμαι, στοχεύω, σημαδεύω, υπεύθυνος, πλοηγώ, που έχει τον έλεγχο, κυβερνώ, διαχειρίζομαι, επιμελούμαι, διαχειρίζομαι, διοικώ, διοχετεύω, επιβλέπω, επιτηρώ, συγκεντρώνω, διοικώ, διατάζω, εστιάζω, ηγούμαι, κατευθύνω, οδηγώ, στρέφω, σε πορεία σύγκρουσης, κατευθύνομαι προς κτ, πλησιάζω, πάω κοντά, κάνω κουμάντο, διευθύνω ένα έργο, πλευρίζω, πλησιάζω, ταξιδεύω δυτικά, πλησιάζω, πάω προς κπ/κτ, πηγαίνω προς κπ/κτ, κινούμαι προς, πλησιάζω, κατευθύνομαι προς, πλησιάζω με σκοπό να επιτεθώ, κατευθύνομαι προς, κατευθύνομαι προς κτ, κινούμαι προς, πάω προς, κατευθύνομαι προς, εστιάζω, φωτίζω, που έχει προορισμό κτ, που κατευθύνεται προς κτ, ταξιδεύω, πηγαίνω, πηγαίνω, οδηγώ, κτ απευθύνεται σε κτ/κπ, κατευθύνομαι προς τον στόχο, κατευθύνομαι, κατευθύνομαι, περπατάω, περπατώ, εστιάζω, πηγαίνω προς, κατευθύνομαι προς, σημαδεύω, κατευθύνω, γέρνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης diriger

διευθύνω

verbe transitif (Musique) (στη μουσική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a dirigé l'orchestre.
Διεύθυνε την ορχήστρα.

καθοδηγώ, κατευθύνω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le superviseur a dirigé un stagiaire pour qu'il puisse se servir de la machine.
Ο υπεύθυνος καθοδηγούσε έναν εκπαιδευόμενο στο χειρισμό ενός μηχανήματος.

ρυθμίζω

verbe transitif (τροχαία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le PDG dirigeait la société.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο αστυφύλακας ρύθμιζε την τροχαία (κίνηση).

σκηνοθετώ

verbe transitif (un acteur)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a dirigé Peter O' Toole dans "Lawrence d'Arabie".

επιτηρώ, επιβλέπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στρέφω

verbe transitif (des remarques) (σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vous devriez diriger vos critiques contre le responsable.

προεδρεύω

verbe transitif (une réunion) (σε συνεδρίαση κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a dirigé (or: conduit) la réunion, personne d'autre ne souhaitant le faire.
Προέδρευσε στη συνεδρίαση αφού κανείς άλλος δεν το επιθυμούσε.

διευθύνω

(musique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il dirigeait (or: Il conduisait) l'orchestre.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Την ορχήστρα διευθύνει ο Μίκης Θεοδωράκης.

κατευθύνω, στρέφω, οδηγώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patrick a rapidement dirigé la conversation vers son sujet préféré.

οδηγώ

(une voiture, une moto) (κινούμε ή δίνω κατεύθυνση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mick conduisait la voiture dans des chemins de campagne.
Ο Μικ οδηγούσε το αμάξι στα μονοπάτια της υπαίθρου.

διευθύνω, διαχειρίζομαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a géré (or: dirigé) son entreprise avec efficacité.
Διεύθυνε την επιχείρησή του αποτελεσματικά.

ρίχνω φως σε κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dirige la lumière sur le coin.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Φώτισε (or: Φέξε) μου λίγο εδώ μπας και βρω το κλειδί.

έχω τον έλεγχο

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je dirige le service communication.

αναλαμβάνω, παίρνω τον έλεγχο

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'était le genre d'homme qui voulait toujours diriger même lorsque personne ne voulait qu'il mène.

ηγούμαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rick a été choisi pour diriger le groupe parce qu'il joue bien de la batterie.
Διάλεξαν τον Ρικ να ηγείται της μπάντας, ίσως γιατί έπαιζε πολύ καλά ντραμς.

σχεδιάζω, οργανώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιβλέπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je dirige une équipe de cinq assistants de rédaction.
Επιβλέπω μια ομάδα πέντε βοηθών σύνταξης.

διοικώ

verbe transitif (commander)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le général dirige bien ses troupes pour qu'elles fassent ce qu'il leur commande de faire.
Ο στρατηγός διοικεί καλά τα στρατεύματά του, ώστε να ακολουθούν όλες του τις εντολές.

κυβερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Catherine dirigeait la Russie.
Η Αικατερίνη κυβέρνησε τη Ρωσία.

είμαι αρχηγός

verbe transitif (με γενική: μιας ομάδας)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Il a dirigé son équipe jusqu'à la victoire dans le match d'essai.

ελέγχω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le directeur dirige les employés sous ses ordres.
Ο διευθυντής ελέγχει τους υφισταμένους του.

ηγεσία, αρχηγία

verbe transitif

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Diriger, ce n'est pas ce qu'il sait faire de mieux. Lui, c'est plutôt un théoricien.
Η ηγεσία (or: αρχηγία) δεν είναι το καλύτερό του. Είναι στοχαστής.

κατευθύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le missile a été dirigé sur sa cible.

είμαι επικεφαλής

verbe transitif (Musique : un orchestre)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Le chef d'orchestre a dirigé cet orchestre pendant deux ans.
Ο μαέστρος ήταν επικεφαλής αυτής της ορχήστρας για δύο χρόνια.

κατευθύνω

verbe transitif (orienter)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il a dirigé le projecteur sur le hall d'entrée.

διοικώ, διευθύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle est tout à fait capable de diriger l'entreprise toute seule.

απομακρύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chien de berger dirigea les moutons de façon à ce qu'ils s'éloignent de la rivière.

οδηγώ κτ σε κτ, κατευθύνω κτ σε κτ

verbe transitif (courant, anglicisme)

Elle a dirigé la conversation vers un certain sujet.

υποδεικνύω, ορίζω, καθορίζω

verbe transitif (Théâtre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le metteur en scène dirige le premier acte ce matin.

ηγούμαι

verbe transitif (une enquête,...) (διευθύνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'inspecteur en chef dirige (or: mène) l'enquête.
Ο αστυνόμος ηγείται της έρευνας.

στέλνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les policiers ont dirigé les voitures vers une autre route afin qu'elles évitent le lieu de l'accident.
Η αστυνομία έστειλε τα αυτοκίνητα σε μια εναλλακτική διαδρομή για να μην περάσουν από το σημείο του ατυχήματος.

έχω, διευθύνω

(une entreprise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen dirige une entreprise de location d'outils à Birmingham.
Η Κάρεν διευθύνει μια εταιρεία μίσθωσης εργαλείων στο Μπέρμιγχαμ.

χρησιμοποιώ

(une entreprise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gina dirige (or: gère) une boulangerie sans gluten en Californie.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η λειτουργία του μηχανήματος κοστίζει πολλά.

δρομολογώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le protocole détermine comment le système dirige (or: achemine) les données.
Αυτό το πρωτόκολλο καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο το σύστημα δρομολογεί τα δεδομένα.

ηγούμαι

verbe transitif (με γενική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Martin dirige le service comptabilité.
Ο Μάρτιν ηγείται του τμήματος χρηματοοικονομικών.

στοχεύω, σημαδεύω

verbe transitif (une arme,...) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il dirigea (or: il pointa) la flèche vers la cible.
Έστρεψε το βέλος προς το στόχο.

υπεύθυνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'essaye de savoir qui est responsable ici.
Προσπαθώ να βρω ποιος είναι ο υπεύθυνος εδώ πέρα.

πλοηγώ

(un bateau) (βάρκα, πλοίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il n'est pas facile de gouverner un bateau dans ce port.
Δεν είναι εύκολο να πλοηγήσει κανείς πλοίο σε αυτό το λιμάνι.

που έχει τον έλεγχο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quand nous faisons une réunion, Bob est toujours aux commandes et tout se passe pour le mieux.

κυβερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαχειρίζομαι

verbe transitif (être responsable)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle gérait les opérations de réseau.
Διαχειριζόταν τις λειτουργίες δικτύου.

επιμελούμαι

(d'un journal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sean dirige un journal local ; il a une petite équipe de reporters sous ses ordres.

διαχειρίζομαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qui administre votre système informatique ?
Ποιος διαχειρίζεται το σύστημα των υπολογιστών;

διοικώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διοχετεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιβλέπω, επιτηρώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συγκεντρώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a orienté toute son énergie vers la réalisation de ce projet.
Συγκέντρωσε την ενέργειά της στο να ολοκληρώσει το έργο.

διοικώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Johnson commande notre section.
Ο Τζόνσον διοικεί τη διμοιρία μας.

διατάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le président dirigea une attaque contre l'ennemi.
Ο πρόεδρος διέταξε μια επίθεση κατά του εχθρού.

εστιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Une loupe permet de faire converger les rayons du soleil.

ηγούμαι

(επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cet homme est à la tête de l'antenne nationale des pompiers.

κατευθύνω, οδηγώ, στρέφω

verbe transitif (figuré) (μεταφορικά: κπ προς κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les parents de Beth l'ont dirigée vers une carrière en finance.
Οι γονείς της Μπεθ την προσανατολίζουν προς μια καριέρα στα οικονομικά.

σε πορεία σύγκρουσης

locution verbale (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les deux bateaux se dirigeaient l'un vers l'autre et sont entrés en collision.

κατευθύνομαι προς κτ

(personne)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Biance a pris son manteau et s'est dirigée directement vers la sortie.

πλησιάζω, πάω κοντά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω κουμάντο

locution verbale (ηγούμαι στο σπίτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dans ma famille, c'est ma mère qui dirige le foyer, pas mon père.

διευθύνω ένα έργο

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλευρίζω, πλησιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ταξιδεύω δυτικά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πλησιάζω

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πάω προς κπ/κτ, πηγαίνω προς κπ/κτ

Elle se leva et se dirigea vers la porte.

κινούμαι προς

πλησιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Va vers le premier policier que tu vois et demande de l'aide.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ένας άγνωστος με πλησίασε και με ρώτησε τον δρόμο για την παραλία.

κατευθύνομαι προς

(volatile surtout)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλησιάζω με σκοπό να επιτεθώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Au signal, les policiers se sont rapidement dirigés vers suspect pour l'arrêter.

κατευθύνομαι προς

verbe pronominal

La dernière fois que nous les avons vus, ils se dirigeaient vers Los Angeles.

κατευθύνομαι προς κτ

Pour trouver la fête, dirigez-vous vers le bruit !
Για να βρεις το πάρτι ακολούθησε τον θόρυβο!

κινούμαι προς, πάω προς, κατευθύνομαι προς

Nous avons fait faire demi-tour au bateau et nous sommes dirigés vers le port le plus proche.
Γυρίσαμε τη βάρκα προς την άλλη και κατευθυνθήκαμε προς το λιμάνι.

εστιάζω

(volatile surtout)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φωτίζω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le technicien a dirigé les projecteurs sur le comédien.
Ο τεχνικός φώτισε τον ηθοποιό.

που έχει προορισμό κτ, που κατευθύνεται προς κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le bateau de croisière était à destination de New York.
Το κρουαζιερόπλοιο είχε προορισμό (or: κατευθυνόταν προς) τη Νέα Υόρκη.

ταξιδεύω, πηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le navire avance (or: navigue) vers Portsmouth.
Το πλοίο πηγαίνει στο Πόρτσμουθ.

πηγαίνω

(σε/προς κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Veuillez vous rendre porte 9 et attendre les instructions.
Παρακαλώ, πήγαινε στην πύλη 9 και περίμενε για περαιτέρω πληροφορίες.

οδηγώ

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si nous nous dirigeons vers le sud, nous devrions finir par rentrer à la maison.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Γϋρισέ με προς τη σωστή κατεύθυνση και θα φτάσω σίγουρα.

κτ απευθύνεται σε κτ/κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La chaîne a orienté l'émission vers les adolescentes.
Η τηλεοπτική εταιρεία επέλεξε η εκπομπή να απευθύνεται σε έφηβα κορίτσια.

κατευθύνομαι προς τον στόχο

verbe pronominal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le missile se dirigeait sur le tank.

κατευθύνομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La route se dirige vers le sud.

κατευθύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pour la prochaine étape de notre voyage, nous allons nous diriger vers l'Arizona.

περπατάω, περπατώ

verbe pronominal (d'un pas déterminé)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle s'est dirigée droit sur la maison des voisins pour leur demander de couper la stéréo.
Περπάτησε με αποφασιστικό βήμα προς το σπίτι του γείτονα, για να απαιτήσει να χαμηλώσουν το στερεοφωνικό.

εστιάζω

(volatile surtout)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πηγαίνω προς, κατευθύνομαι προς

verbe pronominal

La flotte s'est dirigée vers le port.
Ο στόλος πήγε (or: κατευθύνθηκε) προς το λιμάνι.

σημαδεύω

(κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ne braque pas ce couteau sur moi.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είμαι έτοιμος να στρέψω το όπλο μου εναντίον όποιου μου επιτεθεί.

κατευθύνω

(κάποιον σε/προς κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle nous a dirigés vers la porte.
Μας έδειξε την πόρτα.

γέρνω

(κάτι προς κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του diriger στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του diriger

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.