Τι σημαίνει το discuter στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης discuter στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του discuter στο Γαλλικά.

Η λέξη discuter στο Γαλλικά σημαίνει συζητώ, συζητάω, συζητώ, συσκέπτομαι, συζητώ, μιλάω, μιλώ, συζητώ, συζητάω, συζητώ, κουβεντιάζω, κουβεντιάζω, ψιλοκουβεντιάζω, συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, συζητώ, τα λέω, κάνω τσατ, μιλάω, διαπραγματεύομαι, κουβεντιάζω, τα λέμε, λέμε τα νέα μας, συζητώ, συζητώ κτ με κπ, υπάκουα, τίθεμαι προς συζήτηση, ψιλοκουβέντα, συνάντηση, συζητάω περαιτέρω, κουβεντιάζω, πιάνω κουβέντα, συζητώ,συνομιλώ, συνδιαλέγομαι, μιλάω με κπ, συζητώ με κπ, μιλάω με, συζητώ με, συνδιαλέγομαι σε, κουβεντιάζω, συνομιλώ, συζητώ, συζητώ, ξεκινώ συζήτηση/να μιλάω για, συζητώ, κουβεντιάζω, λέω, μιλάω, συζητάω, συζητώ, απαντώ σε ερώτηση, συζητώ με κπ, συζητώ με κπ για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης discuter

συζητώ

verbe intransitif (débattre)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il n'accordera aucune attention aux éclats de colère, mais préfèrera discuter rationnellement.
Δεν ακούει με τα συναισθηματικά ξεσπάσματα, αλλά προτιμά να συζητά ορθολογιστικά.

συζητάω, συζητώ

(κάτι, για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les membres du panel débattaient des bienfaits de l'augmentation des taxes.
Το μέλος της επιτροπής συζήτησε τα πλεονεκτήματα της αύξησης φόρων.

συσκέπτομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Aucun membre du comité n'est à son bureau pour le moment : ils sont en train de discuter.

συζητώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μιλάω, μιλώ

verbe intransitif (plusieurs personnes)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ils ont discuté plusieurs heures au téléphone.
Μιλούσαν πολλές ώρες στο τηλέφωνο.

συζητώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συζητάω, συζητώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous devons discuter d'où nous allons partir en vacances cette année.

κουβεντιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils sont capables de se poser et de discuter (or: bavarder) pendant des heures.
Μπορούν να κάθονται και να τα λένε με τις ώρες.

κουβεντιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ψιλοκουβεντιάζω

(familier) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'adorerais continuer à tailler une bavette mais j'ai des factures à payer.

συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, συζητώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous ne discutons qu'environ une fois par mois.
Συνδιαλεγόμαστε (or: Συνομιλούμε) μόνο μια φορά τον μήνα περίπου.

τα λέω

(familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω τσατ

(internet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les adolescents bavardent (or: discutent) sur le web.
Οι έφηβοι κάνουν τσατ στους υπολογιστές τους.

μιλάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je suis content de te voir. On peut parler (or: discuter) ?
Χαίρομαι που σε συνάντησα. Μπορούμε να μιλήσουμε;

διαπραγματεύομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les deux belligérants sont finalement prêts à dialoguer.

κουβεντιάζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τα λέμε, λέμε τα νέα μας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mes amis et moi, on aime se voir une fois par mois autour d'un café.

συζητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont discuté de politique pendant une heure.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τον κάλεσε στο γραφείο του να κουβεντιάσουν τις εξελίξεις.

συζητώ κτ με κπ

Peter a accepté de discuter du problème avec son père.
Ο Πήτερ συμφώνησε να συζητήσει (or: κουβεντιάσει) το θέμα με τον πατέρα του.

υπάκουα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τίθεμαι προς συζήτηση

(conditions,...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu n'iras pas à la fête : ce n'est pas négociable !

ψιλοκουβέντα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous avons mieux à faire que de parler de la pluie et du beau temps. Nous devons parler d'affaires sérieuses !
Δεν υπάρχει χρόνος για ψιλοκουβέντα. Έχουμε σοβαρά θέματα να συζητήσουμε!

συνάντηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συζητάω περαιτέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les parents peuvent arranger un rendez-vous avec l'école pour discuter du sujet plus longuement.

κουβεντιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai bien discuté avec un vieil ami au marché hier.
Χτες τα είπαμε με έναν παλιό φίλο στην αγορά. Είχαν χρόνια να ειδωθούν και χάρηκαν που είχαν την ευκαιρία να τα πουν.

πιάνω κουβέντα

(έναρξη συζήτησης)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συζητώ,συνομιλώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Avec mon ami, on discute souvent de la vie, de l'univers, et tout ça...

συνδιαλέγομαι

(soutenu)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μιλάω με κπ, συζητώ με κπ

Elle parlait volontiers à des inconnus à l'arrêt de bus.

μιλάω με, συζητώ με

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'aime toujours parler à ma grand-mère. J'aimerais te parler avant que tu rentres.

συνδιαλέγομαι σε

(γλώσσα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il ne parlait ni italien, ni espagnol, alors ils ont discuté en anglais.
Δε μιλούσε ιταλικά και τα ισπανικά του ήταν στοιχειώδη. Έτσι συνδιαλέχθηκαν στα αγγλικά.

κουβεντιάζω

(κάποιο θέμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνομιλώ, συζητώ

(με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συζητώ

(d'un sujet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'est une longue histoire : ne discutons pas de ça maintenant.
Είναι μεγάλη ιστορία. Ας μην το συζητήσουμε τώρα.

ξεκινώ συζήτηση/να μιλάω για

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il a commencé à me raconter ses problèmes au travail.

συζητώ, κουβεντιάζω, λέω

verbe transitif indirect

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il faut qu'on parle de ton avenir.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ας κουβεντιάσουμε για τα σχέδιά σου για το πανεπιστήμιο.

μιλάω

verbe transitif indirect (για κάποιν/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons discuté du film que nous venions de voir.
Μιλήσαμε για την ταινία που είχαμε μόλις δει.

συζητάω, συζητώ

(με κπ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous devons en discuter avec les partenaires avant de prendre une décision.

απαντώ σε ερώτηση

verbe transitif indirect

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Comme je ne connais pas l'étendue des dégâts, je ne peux pas parler du coût des réparations.
Δεν ξέρω πόσο σοβαρή ήταν η ζημιά και έτσι δεν μπορώ να απαντήσω στην ερώτηση για το κόστος της επισκευής.

συζητώ με κπ

Le président a envoyé l'ambassadeur pour dialoguer avec les officiels locaux au sujet du territoire contesté.

συζητώ με κπ για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του discuter στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του discuter

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.