Τι σημαίνει το échanger στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης échanger στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του échanger στο Γαλλικά.

Η λέξη échanger στο Γαλλικά σημαίνει ανταλλάζω, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, ανταλλάσσω, αλλάζω, εξαργυρώνω, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, ανταλλάσσω, ανταλάσσω, αλλάζω, ανταλλάσσω, ρίχνω, συστήνω, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, ανταλλάσσω, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, ανταλλάσσω κτ με κπ, ανταλλάζω, ανταλλάσσω, πιάνω κουβέντα, αλλάζω, ανταλλάζω, ανταλλάσσω χαιρετισμούς, αλλάζω θέση, αλλάζω θέση με κπ, αντικαθιστώ, αλλάζω, διαλέγομαι, συζητώ, συνομιλώ, διασταυρώνομαι, αλλάζω ρόλους, αντιστρέφω τους ρόλους, αντιμεταθέτω, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, αντικαθιστώ κτ με κτ, εξαργυρώνω κτ για κτ, εξαργυρώνω κτ και παίρνω κτ, αλλάζω θέση με κπ, ανταλλάσσω, εναλλάσσω, στέλνω, στέλνω, σκέφτομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης échanger

ανταλλάζω, ανταλλάσσω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beaucoup de familles échangent des cadeaux à Noël.
Πολλές οικογένειες ανταλλάζουν δώρα τα Χριστούγεννα.

ανταλλάζω, ανταλλάσσω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les deux pays en guerre échangèrent leurs prisonniers à la frontière.
Οι δυο εμπόλεμες χώρες έκαναν ανταλλαγή αιχμαλώτων στα σύνορα.

αλλάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La télé ne marche pas bien. Je voudrais l'échanger.
Αυτή η τηλεόραση είναι ελαττωματική. Θέλω να την αλλάξω.

εξαργυρώνω

(un bon cadeau,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si vous allez au supermarché, vous devriez en profiter pour échanger ce bon une fois sur place.
Εάν πας στο σούπερ μάρκετ, μπορείς να εξαργυρώσεις κι αυτό το κουπόνι.

ανταλλάσσω, ανταλλάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανταλλάσσω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai échangé mon ancienne voiture contre une nouvelle.

ανταλάσσω

verbe transitif (des mots,...) (λόγια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αλλάζω

verbe transitif (κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les deux passagers veulent échanger leurs sièges.
Οι δύο επιβάτες θέλουν να ανταλλάξουν θέσεις.

ανταλλάσσω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω

verbe transitif (des idées) (μτφ, καθομ: ιδέα σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'échange l'idée avec mon responsable et je vous rappelle.

συστήνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le professeur tenta d'obtenir plus de reconnaissance en exportant ses idées à l'étranger.

ανταλλάσσω, ανταλλάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu veux échanger des cartes de base-ball avec moi ?
Θέλεις να ανταλλάξουμε κάρτες του μπείζμπολ;

ανταλλάσσω

verbe transitif (κάτι με κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont échangé leurs numéros de téléphone.
Αντάλλαξαν τηλέφωνα.

ανταλλάσσω, ανταλλάζω

(κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a échangé sa barre chocolatée contre son biscuit.
Αντάλλαξε τη σοκολάτα του με το μπισκότο της.

ανταλλάσσω κτ με κπ

Jack a échangé la vache avec le marchand contre une poignée de haricots.
Ο Τζακ αντάλλαξε με τον έμπορο την αγελάδα για μια χούφτα φασόλια.

ανταλλάζω, ανταλλάσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα καινούρια ηχεία είναι στυλάτα, αλλά δεν θα συμβιβαζόμουν στον ήχο για χάρη της εμφάνισης.

πιάνω κουβέντα

(έναρξη συζήτησης)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλλάζω, ανταλλάζω

(κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Θυμωμένος για τα χαμηλά μεροκάματα, ένας από τους μάγειρες της γραμμής άλλαξε το αλάτι με τη ζάχαρη.

ανταλλάσσω χαιρετισμούς

locution verbale

αλλάζω θέση

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le photographe a demandé aux deux enfants de changer de place (or: d'échanger de place) avant de prendre la photo.

αλλάζω θέση με κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Kathy a changé de place (or: échangé de place) avec Jim pour pouvoir s'asseoir à côté du hublot.

αντικαθιστώ, αλλάζω

(κάτι στη θέση άλλου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils m'ont fait une farce et ont remplacé mon thé par de la soupe à l'oignon.
Μου έκανα πλάκα και μου αντικατέστησαν κρυφά το τσάι με κρεμμυδόσουπα.

διαλέγομαι, συζητώ, συνομιλώ

(soutenu)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Soyez respectueux quand vous vous entretenez avec le personnel du palais.
Να δείχνεις σεβασμό όταν συνομιλείς με προσωπικό του παλατιού.

διασταυρώνομαι

locution verbale (Biologie) (γενετική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les gènes échangent du matériel génétique d'un chromosome à l'autre.
Τα γονίδια διασταυρώνονται από το ένα χρωμόσωμα στο άλλο.

αλλάζω ρόλους, αντιστρέφω τους ρόλους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le couple a inversé les rôles (or: s'est mis l'un à la place de l'autre), avec Dan qui est devenu homme est foyer et Sally qui est allée travailler.

αντιμεταθέτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανταλλάσσω, ανταλλάζω

(κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les réfugiés furent obligés de troquer leurs effets personnels contre de la nourriture.
Οι πρόσφυγες ήταν υποχρεωμένοι να ανταλλάξουν τα προσωπικά τους αντικείμενα για φαγητό.

αντικαθιστώ κτ με κτ

εξαργυρώνω κτ για κτ, εξαργυρώνω κτ και παίρνω κτ

(un bon cadeau,...)

Roberta a échangé (or: utilisé) un bon contre une bouteille de vin au supermarché.
Η Ρομπέρτα εξαργύρωσε ένα κουπόνι και πήρε ένα μπουκάλι κρασί στο σούπερ μάρκετ.

αλλάζω θέση με κπ

locution verbale (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si les parents et les enfants pouvaient inverser les rôles, cela leur ouvrirait les yeux.

ανταλλάσσω, εναλλάσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'aimerais échanger les poires et les pommes.

στέλνω

locution verbale (un message)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les marins utilisaient un système de sémaphore pour échanger des messages à l'aide de drapeaux.

στέλνω

locution verbale (avec des drapeaux) (μήνυμα σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les navires utilisent des drapeaux de couleur pour échanger des signaux.
Τα πλοία χρησιμοποιούν χρωματιστές σημαίες για να στέλνουν μηνύματα μεταξύ τους.

σκέφτομαι

locution verbale (ιδέες, λύσεις, προτάσεις)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του échanger στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του échanger

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.