Τι σημαίνει το disso στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης disso στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του disso στο πορτογαλικά.
Η λέξη disso στο πορτογαλικά σημαίνει αυτού, του, της, του, επίσης, ακόμα, αντί, εξάλλου, επιπλέον, νωρίτερα, επιπλέον, επιπρόσθετα, έκτοτε, καθώς και, καθώς επίσης, ακριβώς το αντίθετο, παρόλα αυτά, αντί, ωστόσο, όμως, επιπλέον, προηγουμένως, λόγω αυτού, εξαιτίας αυτού, γι' αυτό, Τι παίζει;, Τι τρέχει;, oύτε κατά διάνοια, Έλα τώρα!, παρ΄ όλα αυτά, καμία σχέση, πάει και αυτό, το έχω, φτάνει πια, Καλό, ε;, παραπάνω, επιπλέον, επίσης, επιπλέον, επιπρόσθετα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης disso
αυτού(σε γενική) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Se tiver alguma pergunta referente ao documento, ou qualquer parte disso, não hesite em me contatar. Αν έχετε ερωτήσεις σχετικά με το εν λόγω έγγραφο, ή οποιοδήποτε μέρος αυτού, παρακαλώ μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μου. |
του, της, του
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Ela colocou o livro nisso. Έβαλε το βιβλίο πάνω σε αυτό. |
επίσης, ακόμα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) O pai aceitou nos emprestar o seu carro hoje. Também vai nos dar dinheiro para despesas! ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Είναι όμορφη, αλλά και έξυπνη συνάμα. |
αντίlocução prepositiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Você me ofereceu vinho e refrigerante, mas vou querer água em vez disso. Μου πρόσφερες κρασί και αναψυκτικό αλλά αντί για αυτά θα πάρω ένα νερό. |
εξάλλουlocução adverbial (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Está um belo dia para caminhar, além disso, preciso me exercitar. Είναι ωραία μέρα για περίπατο, και εκτός αυτού (or: πέραν τούτου), η άσκηση θα μου κάνει καλό. |
επιπλέον(ademais) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Estava descalço e, além do mais, sem camisa. Δεν φορούσε τα παπούτσια του· επιπλέον, δεν φορούσε πουκάμισο. |
νωρίτερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Olá, sou eu de novo, eu liguei anteriormente a respeito do seu anúncio. Γεια σας, εγώ είμαι πάλι. Τηλεφώνησα και νωρίτερα για την αγγελία σας. |
επιπλέον, επιπρόσθετα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Adicionalmente, isso reduziria sua carga de trabalho significativamente. Επιπρόσθετα (or: επιπλέον) θα μειώσει σημαντικά τον φόρτο εργασίας σου. |
έκτοτεadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
καθώς και, καθώς επίσηςconjunção (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eu tenho as qualificações que você necessita, além disso, diversos anos de experiência. Διαθέτω τα απαιτούμενα προσόντα καθώς και αρκετά χρόνια προϋπηρεσίας. |
ακριβώς το αντίθετο(nem tanto, o extremo oposto) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παρόλα αυτά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντίlocução prepositiva (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Αν δουλεύεις μια μέρα αργίας, μπορείς να επιλέξεις να πληρωθείς για τις διπλές ώρες ή, αντί αυτού, να πάρεις δύο μέρες ρεπό. |
ωστόσο, όμως(contudo, entretanto) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) |
επιπλέονlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
προηγουμένωςlocução adverbial (anteriormente, antes disso) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
λόγω αυτού, εξαιτίας αυτούlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γι' αυτόlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Τι παίζει;, Τι τρέχει;expressão (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Δεν δουλεύει καθόλου και τώρα ορίστηκε διευθύντριά μας. Πώς έγινε αυτό; |
oύτε κατά διάνοιαexpressão (informal) |
Έλα τώρα!interjeição (gíria: surpreso) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παρ΄ όλα αυτά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Embora os pais de Chelsea tenham instruído ela a não fazer, ela faltou a aula assim mesmo. Αν και οι γονείς της της είπαν να μην το κάνει, η Τσέλσυ έκανε κοπάνα από το σχολείο παρ΄ όλα αυτά. |
καμία σχέσηexpressão (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πάει και αυτόinterjeição (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το έχωinterjeição (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Não se preocupe em lavar os pratos. Eu cuido disso. Μην ανησυχείς για το πλύσιμο των πιάτων. Το 'χω εγώ. |
φτάνει πιαinterjeição (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Καλό, ε;interjeição (querer impressionar) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραπάνωlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lavei a louça, mas nada além disso. Έπλυνα τα πιάτα αλλά δεν έκανα τίποτα άλλο. |
επιπλέον, επίσης(também) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Preciso de maçãs e depois quero farinha e açúcar. |
επιπλέον, επιπρόσθεταlocução prepositiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) E, além disso, esse não é o primeiro crime dele. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του disso στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του disso
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.