Τι σημαίνει το dynamique στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dynamique στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dynamique στο Γαλλικά.
Η λέξη dynamique στο Γαλλικά σημαίνει δυναμικός, δυναμικός, δυναμική, δυναμική, δυναμική, δυναμική, δυναμικός, δυναμικός, δυναμικός, δραστήριος, ζωηρός, ζωντανός, πολύ αποτελεσματικός, δυναμικός, σθεναρός, ενεργητικός, ζωντανός, ζωηρός, παλμικός, δραστήριος, ρηξικέλευθος, πρωτοπόρος, καινοτόμος, δραστήριος, πρωτοποριακός, ρηξικέλευθος, με μεγάλη ενέργεια, με υψηλά επίπεδα ενέργειας, δραστήριος, που έχει επιρροή, δραστήριος, ζωηρός, ενεργητικός, επιτυχημένο άτομο με ισχυρή επιρροή, ενεργητικός, δραστήριος, δυναμικά, γιάπης, στρατηγικός προσανατολισμός, δυναμική ομάδας, νεαρός αφροαμερικανός εργαζόμενος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dynamique
δυναμικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'énergie dynamique est une énergie produisant un mouvement. Η δυναμική ενέργεια είναι η ενέργεια που παράγει κίνηση. |
δυναμικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est un procédé dynamique, et non statique. Αυτή είναι μια δυναμική διαδικασία, όχι στατική. |
δυναμικήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le conseiller trouvait que la dynamique du couple n'était pas épanouissante. Ο σύμβουλος σκέφτηκε πως η δυναμική της σχέσης του ζευγαριού δεν είναι υγιής. |
δυναμικήnom féminin (Mécanique) (επιστήμες) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La dynamique nous indique la puissance nécessaire au mouvement des sous-marins. Η δυναμική μας δείχνει τον τρόπο με τον οποίο επιδρούν οι υποθαλάσσιες δυνάμεις στη μετακίνηση των υποβρυχίων. |
δυναμικήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les entreprises devront profiter de la nouvelle dynamique des marchés informatiques. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Τζον προσπαθούσε να αντιληφθεί τη δυναμική της κατάστασης. |
δυναμικήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'académicien étudiait la dynamique des variations sonores de la langue anglaise. Ο ακαδημαϊκός μελετούσε τη δυναμική της μεταβολής του ήχου στην Αγγλική γλώσσα. |
δυναμικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce poste est exigeant et requiert de trouver quelqu'un de dynamique. Η συγκεκριμένη είναι απαιτητική θέση εργασίας και πρέπει να βρούμε κάποιον δυναμικό για να την καλύψουμε. |
δυναμικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δυναμικός, δραστήριος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'entreprise recherche un directeur des ventes dynamique (or: proactif). Η εταιρεία αναζητά έναν δυναμικό (or: δραστήριο) διευθυντή πωλήσεων. |
ζωηρός, ζωντανός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πολύ αποτελεσματικόςadjectif (personne) |
δυναμικός, σθεναρός, ενεργητικόςadjectif (μεταφορικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ζωντανός, ζωηρός(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Robin est une personne dynamique qui met toujours de la vie dans les soirées. Η Ρόμπιν είναι μια δυναμική παρουσία και πάντα δίνει ζωή στα πάρτι. |
παλμικός(figuré) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δραστήριος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Robert est bien plus actif que moi : il peut marcher 15 kilomètres sans fatiguer. Ο Ρόμπερτ είναι πολύ πιο δραστήριος από ό,τι εγώ. Μπορεί να πάει πεζοπορία για 10 μίλια χωρίς να κουραστεί! |
ρηξικέλευθος, πρωτοπόρος, καινοτόμος(πρωτοποριακός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les directeurs entreprenants (or: dynamiques) ont couronné la société d'un grand succès. |
δραστήριοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les enfants deviennent trop énergiques pour leurs grands-parents. |
πρωτοποριακός, ρηξικέλευθος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce jeune homme d'affaires entreprenant a fondé sa propre entreprise quand il avait 25 ans. |
με μεγάλη ενέργεια, με υψηλά επίπεδα ενέργειαςadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δραστήριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'aime que mon chef soit un homme d'action, plutôt qu'un beau parleur. |
που έχει επιρροή(figuré : personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δραστήριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sarah mène un train de vie actif : elle travaille à temps plein, est bénévole auprès des sans-abri et enseigne le basket. Η Σάρα έχει δραστήρια ζωή. Εργάζεται με πλήρες ωράριο, είναι εθελόντρια σε ένα καταφύγιο αστέγων και προπονήτρια καλαθοσφαίρισης. |
ζωηρός, ενεργητικός(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επιτυχημένο άτομο με ισχυρή επιρροή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si tu veux promouvoir ton commerce, parle aux hommes et femmes d'action du quartier. |
ενεργητικός, δραστήριος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les gens aiment passer du temps avec Adam ; il est tellement plein de vie qu'il inspire les autres à se sentir vivants. |
δυναμικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
γιάπης(anglicisme : jeune urbain actif qui a un train de vie de luxe) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
στρατηγικός προσανατολισμόςnom féminin |
δυναμική ομάδαςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un bon professeur doit toujours faire attention à la dynamique de groupe dans sa classe. |
νεαρός αφροαμερικανός εργαζόμενος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dynamique στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του dynamique
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.