Τι σημαίνει το échange στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης échange στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του échange στο Γαλλικά.
Η λέξη échange στο Γαλλικά σημαίνει ανταλλαγή, ανταλλαγή, ανταλλαγή, ράλι, συζήτηση, αλλαγή, που βρίσκεται στο χρηματιστήριο, μετάβαση, αλλαγή, πρόγραμμα ανταλλαγής μαθητών, αντάλλαγμα, κους-κους, ανταλλαγή, εξαργυρωμένος, εναλλάσσω, αντιμεταθέτω, ανταλλαγή, αναβάθμιση, συζήτηση, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, ανταλλάζω, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, ανταλλάσσω, αλλάζω, εξαργυρώνω, ανταλλάσσω, ανταλάσσω, αλλάζω, ανταλλάσσω, ρίχνω, συστήνω, ελεύθερο εμπόριο, της εμπορίας των δικαιωμάτων εκπομπής, σε αντάλλαγμα, ανταλλαγή πυρών, πιστολίδι, ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίου, πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών, ανταλλαγή δώρων, πλασμαφαίρεση, ανταλλαγή φοιτητών, εμπόριο σε εθελοντική βάση, Κολομβιανή Ανταλλαγή, διαπραγματευτικό χαρτί, εμπορικοί όροι, για αντάλλαγμα, ως αντάλλαγμα, ζητάω κτ ως αντάλλαγμα, δίκαιη ανταλλαγή, για, γιατί, επειδή, ανταλλαγή πολιτισμικών στοιχείων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης échange
ανταλλαγήnom masculin (πραγμάτων, ιδεών) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle était satisfaite de l'échange du fromage contre des bonbons. Χάρηκε με την ανταλλαγή του τυριού με γλυκά. |
ανταλλαγή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανταλλαγήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y eut un grand échange d'idées à la conférence. Έγινε ωραία ανταλλαγή απόψεων στο συνέδριο. |
ράλιnom masculin (Tennis) (τένις) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) L'échange entre les deux joueurs fut impressionnant. Το ράλι ανάμεσα στους δύο παίκτες ήταν εντυπωσιακό. |
συζήτησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Après un bref échange, ils ont décidé d'accepter l'offre. Μετά από μια σύντομη συζήτηση, αποφάσισαν να αποδεχτούν την προσφορά. |
αλλαγήnom masculin (commerce) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Bonjour, j'ai un échange à faire. Le mixeur que vous m'avez vendu ne marche pas. Γεια, χρειάζομαι μια αλλαγή. Το μπλέντερ που μου πουλήσατε δε δουλεύει. |
που βρίσκεται στο χρηματιστήριοadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μετάβαση, αλλαγήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρόγραμμα ανταλλαγής μαθητώνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αντάλλαγμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'échange est que je te donnerai des cours de néerlandais, et toi, des cours de russe. Η συμφωνία είναι ότι θα μου μάθεις Ολλανδικά και σε αντάλλαγμα θα σου κάνω μαθήματα Ρωσικών. |
κους-κουςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ανταλλαγή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'aime bien ton manteau. Tu veux faire un échange avec ma nouvelle jupe ? Μου αρέσει το παλτό σου. Τι θα έλεγες για μια ανταλλαγή με την καινούρια φούστα μου; |
εξαργυρωμένοςadjectif (coupon) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
εναλλάσσω, αντιμεταθέτωnom masculin (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le libre échange d'idées est crucial dans le monde universitaire. |
ανταλλαγή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναβάθμισηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συζήτηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La conversation portait sur la politique. Η κουβέντα τους είχε θέμα την πολιτική. |
ανταλλάσσω, ανταλλάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανταλλάζω, ανταλλάσσωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Beaucoup de familles échangent des cadeaux à Noël. Πολλές οικογένειες ανταλλάζουν δώρα τα Χριστούγεννα. |
ανταλλάζω, ανταλλάσσωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les deux pays en guerre échangèrent leurs prisonniers à la frontière. Οι δυο εμπόλεμες χώρες έκαναν ανταλλαγή αιχμαλώτων στα σύνορα. |
αλλάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La télé ne marche pas bien. Je voudrais l'échanger. Αυτή η τηλεόραση είναι ελαττωματική. Θέλω να την αλλάξω. |
εξαργυρώνω(un bon cadeau,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si vous allez au supermarché, vous devriez en profiter pour échanger ce bon une fois sur place. Εάν πας στο σούπερ μάρκετ, μπορείς να εξαργυρώσεις κι αυτό το κουπόνι. |
ανταλλάσσωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai échangé mon ancienne voiture contre une nouvelle. |
ανταλάσσωverbe transitif (des mots,...) (λόγια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αλλάζωverbe transitif (κάτι με κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les deux passagers veulent échanger leurs sièges. Οι δύο επιβάτες θέλουν να ανταλλάξουν θέσεις. |
ανταλλάσσωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρίχνωverbe transitif (des idées) (μτφ, καθομ: ιδέα σε κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'échange l'idée avec mon responsable et je vous rappelle. |
συστήνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le professeur tenta d'obtenir plus de reconnaissance en exportant ses idées à l'étranger. |
ελεύθερο εμπόριοnom masculin Les États-Unis ont un accord de libre-échange avec le Mexique et le Canada. |
της εμπορίας των δικαιωμάτων εκπομπής
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε αντάλλαγμαlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si je te donne ce livre, qu'est-ce que tu me donneras en échange ? Αν σου δώσω αυτό το βιβλίο, τι θα μου δώσεις σε αντάλλαγμα; |
ανταλλαγή πυρώνnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πιστολίδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίουnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητώνnom masculin (Université) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Ils sont inscrits dans un programme d'échange pour leurs études. |
ανταλλαγή δώρωνnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πλασμαφαίρεσηnom masculin (ιατρική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανταλλαγή φοιτητώνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εμπόριο σε εθελοντική βάσηnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Κολομβιανή Ανταλλαγήnom masculin (Histoire) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
διαπραγματευτικό χαρτίnom féminin (figuré) |
εμπορικοί όροιnom masculin pluriel (import-export) |
για αντάλλαγμα, ως αντάλλαγμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le petit garçon s'est réveillé et a vu que la petite souris lui avait laissé une belle pièce en échange de sa dent. Το μικρό αγόρι ξύπνησε και είδε ότι η Νεράιδα των Δοντιών του είχε αφήσει ένα γυαλιστερό νόμισμα ως αντάλλαγμα για το δόντι του. |
ζητάω κτ ως αντάλλαγμαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si je te rends ce service, il se peut que je veuille quelque chose en retour. |
δίκαιη ανταλλαγή
Vingt dollars canadiens contre vingt dollars US, tu appelles ça un échange équitable ? 20 δολάρια Καναδά για 20 αμερικάνικα δολάρια δεν είναι δίκαιη ανταλλαγή. |
για
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Il m'a invité à dîner en échange du service que je lui avais rendu. |
γιατί, επειδή
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Elle m'a gardé mes enfants pendant que je suis allée faire mes courses et en échange, je lui ai fait à manger. Της μαγείρεψα φαγητό γιατί πρόσεχε τα παιδιά όσο ήμουν για ψώνια. |
ανταλλαγή πολιτισμικών στοιχείωνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του échange στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του échange
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.